Αποστολική διαδοχή και χειροτονία κατά τον Απόστολο Παύλο
22 Μαΐου 2012
Ομ. Καθηγητής Παν/μίου Αθηνών Βλάσιος Φειδάς
Η έννοια της αποστολικής διαδοχής συνδέεται άρρηκτα με την αυτονόητη προοπτική της διαδοχής των αποστόλων μετά τον θάνατό τους στη συνέχεια του αποστολικού έργου, ενώ η χειροτονία υπήρξε ο μόνος τρόπος για την παραχώρηση εξουσιών από τους αποστόλους σε δοκιμασμένους συνεργούς τους για τη διασφάλιση όχι μόνο της ευρύτερης κατανομής αρμοδιοτήτων εν τόπω, αλλά και της αδιάκοπης συνέχειας της αποστολικής λειτουργίας της επισκοπής εν χρόνω. Εντούτοις, ενώ η ανάπτυξη του αποστολικού έργου εν τόπω καλύφθηκε εξ αρχής με τη χειροτονία από τους αποστόλους του τοπικού ιερατείου (επισκόπων και διακόνων ή πρεσβυτέρων), όπως μαρτυρείται στην αποστολική γραμματεία, η κατοχύρωση της αδιάκοπης συνέχειας της αποστολικής λειτουργίας της επισκοπής εν χρόνω, δηλαδή η αντιμετώπιση του ζητήματος της διαδοχής των αποστόλων μετά τον θάνατό τους, δεν ήταν κατά την αποστολική περίοδο μία άμεση η πιεστική ανάγκη, γι’ αυτό και οι σχετικές μαρτυρίες είνε περιστασιακές και οπωσδήποτε ασαφείς, ιδιαίτερα μετά τη συστηματική αμφισβήτησή τους από την προτεσταντική θεολογία. Υπό την έννοια αυτή, η σχέση χειροτονίας και αποστολικής διαδοχής είναι η μόνη ασφαλής οδός για μία συστηματική προσέγγιση του κρισίμου ζητήματος είναι οι σχετικές μαρτυρίες, οι οποίες υπάρχουν στις επιστολές του αποστόλου Παύλου, αφ’ ενός μεν γιατί σε αυτές έχουν επικεντρωθή οι κύριες θεολογικές διαφωνίες, αφ’ ετέρου δε γιατί αυτές παρέχουν τη δυνατότητα κριτικής και συγκριτικής αξιολογήσεως των σημαντικών μαρτυριών της γραμματείας της πρώιμης μεταποστολικής εποχής (70-100 μ.Χ.), οι οποίες παρουσιάζουν εντυπωσιακή συγγένεια πνεύματος και ορολογίας προς τις μαρτυρίες των παυλείων επιστολών. Συνεπώς, τα κρίσιμα ερωτήματα είναι: Ποιός χειροτονεί, Ποιόν χειροτονεί και ποιό λειτούργημα αναλαμβάνει ο χειροτονούμενος στην αποστολική λειτουργία της επισκοπής;
1. Χάρισμα και ιερωσύνη
Η αποστολική διαδοχή αναφέρεται στην αδιάκοπη συνέχεια της αποστολικής λειτουργίας της επισκοπής στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας και εκφράζεται αποκλειστικά με τη μεταβίβαση της εξουσίας του Χριστού από τους αποστόλους στους διαδόχους τους, η οποία προσδιορίζει και τη σχέση τους προς το τοπικό ιερατείο, όπως αυτό μαρτυρείται στην αποστολική και τη μεταποστολική εποχή. Η αμφισβήτηση από τον Α.v. Harnack όπως επίσης και από την ιστορική σχολή της προτεσταντικής θεολογίας, της ρωμαιοκαθολικής διδασκαλίας για την αποστολική διαδοχή στηρίχθηκε αφ’ ενός μεν στον πλασματικό διαχωρισμό μιας οικουμενικής τάξεως χαρισματούχων (απόστολοι, προφήτες, διδάσκαλοι, ευαγγελιστές κ.λπ.) από την τάξη του τοπικού ιερατείου (επίσκοποι και διάκονοι, πρεσβύτεροι), αφ’ ετέρου δε στην αυθαίρετη απόρριψη της αδιάκοπης συνέχειας της εξουσίας των αποστόλων στους διαδόχους τους επισκόπους, όπως αυτή μαρτυρείται κατά τις αρχές του Β αιώνα στις επιστολές του Ιγνατίου Αντιοχείας. Πράγματι, ο A.v. Harnack υποστήριξε την υπεροχή της οικουμενικής τάξεως των χαρισματούχων έναντι του τοπικού ιερατείου επί τη βάσει του χωρίου της προς Εφεσίους επιστολής του αποστόλου Παύλου, κατά το οποίο «και αυτός (=Ιησούς Χριστός) έδωκε τους μεν αποστόλους, τους δε προφήτας, τους δε ευαγγελιστάς, τους δε ποιμένας και διδασκάλους, προς καταρτισμόν των αγίων, εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού» (Εφεσ. 4, 10-12). Έτσι, συνέδεσε αυθαίρετα τους μεν «αποστόλους», «προφήτας» και «ευαγγελιστάς» με την υπερέχουσα οικουμενική τάξη των χαρισματούχων, τους δε «ποιμένας και διδασκάλους» με το τοπικό ιερατείο. Απέκλεισε έτσι κάθε έννοια διαδοχής στην αποστολική λειτουργία της επισκοπής με ανάλογη χρησιμοποίηση και των σχετικών μαρτυριών της Διδαχής περί της τάξεως των περιοδευτών «προφητών».
Βασική επιδίωξη του πλασματικού αυτού διαχωρισμού από την προτεσταντική θεολογία της οικουμενικής τάξεως των χαρισματούχων από το τοπικό ιερατείο ήταν η απόρριψη της ρωμαιοκαθολικής διδασκαλίας περί της αδιακόπου αποστολικής διαδοχής στους επισκόπους της Εκκλησίας, αφού οι επίσκοποι των επιστολών του Ιγνατίου δεν μπορούν να αναζητηθούν ούτε στην τάξη των χαρισματούχων, η οποία αποσυνδέεται από το ιερατείο, ούτε στο τοπικό ιερατείο (επισκόπους η πρεσβυτέρους), το οποίο δεν ήταν φορέας της επισκοπικής εξουσίας. Το γεγονός ότι οι τίτλοι «επίσκοπος» και «πρεσβύτερος» δεν δηλώνουν στην καινοδιαθηκική γραμματεία του φορέα της επισκοπικής εξουσίας στα πλαίσια της αποστολικής διαδοχής καθιστά αναγκαία την αναζήτησή του σε κάποια από τις εξέχουσες τάξεις, οι οποίες συμμετείχαν στην αποστολική λειτουργία της επισκοπής τόσο κατά την αποστολική, όσο και κατά την πρώιμη μεταποστολική εποχή. Σε ειδική μελέτη υποστηρίξαμε ότι η τάξη των προφητών κατείχε πράγματι κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο εξέχουσα θέση στη συνέχιση της αποστολικής λειτουργίας της επισκοπής, αφού στελεχωνόταν από τους εκλεκτούς μαθητές και συνεργούς των αποστόλων, για να συνεχίσουν το έργο τους, όπως συνάγεται και από την ορθή ερμηνεία των σχετικών μαρτυριών όχι μόνο της Διδαχής, αλλά και της όλης γραμματείας της μεταποστολικής εποχής (βλ. Ι. Φειδά, Το πολίτευμα της Εκκλησίας και η Τάξις των Προφητών, Αθήναι 1984).
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο απόστολος Παύλος ο οποίος συμπεριλαμβάνεται από τον μαθητή και συνεργό του ευαγγελιστή Λουκά στην τάξη των Προφητών της Εκκλησία της Αντιοχείας (Πραξ. 13, 1-3), κατατάσσει πάντοτε την τάξη των προφητών αμέσως μετά τους αποστόλους τόσο στο χωρίο της προς Εφεσίους Επιστολής (4, 10-12), όσο και στο περίφημο χωρίο της Α πρός Κορινθίους επιστολής του: «Και ους μεν έθετο ο Θεός εν τη Εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών. Μη πάντες απόστολοι, μη πάντες προφήται, μη πάντες διδάσκαλοι, μη πάντες δυνάμεις, μη πάντες χαρίσματα έχουσιν ιαμάτων, μη πάντες γλώσσαις λαλούσι, μη πάντες διερμηνεύουσι. Ζηλούτε ουν τα χαρίσματα τα κρείττονα» (Α Κορ. 12, 28-31). Η σημαντική αυτή μαρτυρία καθιστά σαφές ότι: α) τα ιεραρχικώς προτασσόμενα χωρίσματα (απόστολοι, προφήται, διδάσκαλοι) ήσαν «τα χαρίσματα τα κρείττονα», τα οποία δεν είναι δυνατόν να ταυτισθούν προς τα ελεύθερα η παροδικά χαρίσματα των απλών πιστών, β) οι φορείς των «κρειττόνων χαρισμάτων» είναι συγκεκριμένες τάξεις με μόνιμη αφιέρωση στην αποστολική λειτουργία της επισκοπής, αφού ο,τι «ο Θεός θέτει εν τη Εκκλησία» είναι μόνιμο λειτούργημα στη ζωή της Εκκλησίας, όπως η τάξη των αποστόλων, γ) η τάξη των προφητών ανήγε το λειτούργημα στον Θεό, όπως και η τάξη των αποστόλων, γι’ αυτό και η εξέχουσα θέση της προσδιορίζεται κατ’ αναφοράν προς τους αποστόλους και όχι βεβαίως προς την τοπική Εκκλησία, και δ) η τάξη των προφητών αναδεικνύεται τόσο στην αποστολική, όσο και στην πρώιμη μεταποστολική εποχή ως η σημαντικότερη τάξη της Εκκλησίας μετά τους αποστόλους.
Υπό την έννοια αυτή, ο εισαγόμενος από τον A.v. Harnack και την προτεσταντική θεολογία κάθετος χωρισμός χαρίσματος και ιερωσύνης είναι αυθαίρετο θεολογικό πλάσμα, το οποίο δεν μπορεί να ανεύρη πειστικά ερείσματα στην καινοδιαθηκική και στη μεταποστολική γραμματεία. Έτσι, ο R. Bultman (Theology of the N.T., 2, 103) αποκρούει ως αβάσιμη τη θεωρία του A. v. Harnack για τον διαχωρισμό της οικουμενικής τάξεως των χαρισματούχων από το τοπικό ιερατείο και υποστηρίζει όχι μόνο την ισοβιότητα του λειτουργήματος όσων ανήκαν στην τάξη των προφητών, αλλά και την εξέλιξή τους σε φορείς εξέχουσας εξουσίας κατά την άσκηση της αποστολικής λειτουργίας της επισκοπής. Ποίοι όμως ανήκαν στην τάξη των προφητών; Είναι προφανές ότι στην τάξη αυτή ανήκαν οι μαθητές και συνεργοί των αποστόλων, αφού, οι προφήτες, όπως και οι συνεργοί των αποστόλων, μπορούσαν να ευαγγελίζονται, κατ’ εντολήν των αποστόλων, τον λόγο του Θεού χωρίς τοπική δέσμευση (Πραξ. 13, 1 κ.εξ.), να επισκοπούν και να στηρίζουν τις τοπικές εκκλησίες (Πραξ. 15, 36), να εκπροσωπούν τους αποστόλους και να κοινοποιούν αποστολικές αποφάσεις στις τοπικές Εκκλησίες (Πραξ. 15, 22, 32), να χειροτονούν, όπως και οι απόστολοι, επισκόπους και διακόνους στις τοπικές εκκλησίες (Πραξ. 14, 23) κ.α. Η σχέση όμως των προφητών προς τους συνεργούς των αποστόλων, καίτοι επιβεβαιώνεται στην καινοδιαθηκική και την πρώιμη μεταποστολική γραμματεία (Διδαχή), εν τούτοις καθιστά αναγκαία την περιγραφή αφ’ ενός μεν της ιδιαίτερης έννοιας του τίτλου των προφητών έναντι του τίτλου των αποστόλων, αφ’ ετέρου δε του τρόπου εντάξεως των συνεργών των αποστόλων στην τάξη των προφητών.
2. Αποστολική λειτουργία της επισκοπής και αποστολική χειροτονία
Κοινός τόπος της όλης γραμματείας της αποστολικής και της μεταποστολικής εποχής για την ένταξη τόσο των φορέων των {κρειττόνων χαρισμάτων} συνεργών των αποστόλων (προφητών, διδασκάλων κ.λπ.), όσο και του τοπικού ιερατείου (επίσκοποι και διάκονοι η πρεσβύτεροι) στην αυτοδύναμη άσκηση της αποστολικής λειτουργίας της επισκοπής ήταν η χειροτονία τους από τους αποστόλους μετά από μία σχετική περίοδο δοκιμασίας σε διάφορους τομείς του αποστολικού έργου, η οποία ήταν σύντομη για το τοπικό ιερατείο και πολύ εκτενής για τους συνεργούς των αποστόλων, αναλόγως και προς τα προσωπικά τους χαρίσματα. Είναι όμως ευνόητον ότι η χειροτονία των αποστόλων συνδεόταν απολύτως με το ανατιθέμενο έργο, το οποίο προσδιόριζε και το περιεχόμενο η το επίπεδο της αποδιδομένης αυθεντίας σε κάθε συγκεκριμένη τάξη. ’λλη δηλαδή ήταν η αυθεντία των χειροτονουμένων για το τοπικό ιερατείο και άλλη η αυθεντία των χειροτονουμένων για την άσκηση του αποστολικού έργου, όπως άλλη ήταν η αυθεντία των χειροτονουμένων επισκόπων και διακόνων στο τοπικό ιερατείο. Έτσι, η χειροτονία των στενών συνεργατών των αποστόλων, η οποία αναφερόταν στην οικουμενική προοπτική του αποστολικού έργου, συνδεόταν άρρηκτα με αυτό και παρείχε ανάλογη αυθεντία προς την αυθεντία των αποστόλων.
Είναι λοιπόν επίσης προφανές ότι, ενώ όλοι καθίσταντο με αποστολική χειροτονία στις διάφορες τάξεις της ποικίλης διακονίας του αποστολικού έργου, εντούτοις υπήρχε σαφής ιεράρχηση αυθεντίας και αξίας στις διάφορες τάξεις των χειροτονουμένων, ιδιαίτερα μεταξύ των καθισταμένων στα «κρείττονα χαρίσματα» και των καθισταμένων στο τοπικό ιερατείο επισκόπων και διακόνων η πρεσβυτέρων. Η ειδοποιός όμως διαφορά μεταξύ τους σε επίπεδο αξίας και αυθεντίας, καίτοι απέρρεε από την ιδιαιτερότητα της αποστολικής χειροτονίας, εκφράζεται σαφέστερα ήδη και κατά την αποστολική εποχή με την υπερέχουσα αυθεντία των χειροτονημένων από τους αποστόλους συνεργούς τους στην άσκηση του δικαίου των χειροτονιών. Πράγματι, το τοπικό ιερατείο (επίσκοποι και διάκονοι), καίτοι είχε λάβει αποστολική χειροτονία, δεν είχε λάβει και την αυθεντία να χειροτονή κατά πόλεις επισκόπους και διακόνους, όπως επιβεβαιώνεται από όλη την αποστολική γραμματεία. Αντιθέτως, όσοι από τους συνεργούς των αποστόλων στο αποστολικό έργο είχαν λάβει αποστολική χειροτονία, αυτοί είχαν την αυθεντία να χειροτονούν κατά πόλεις επισκόπους και διακόνους, όπως και οι απόστολοι, καίτοι, εφ’ όσον ζούσαν οι απόστολοι, ασκούσαν την εξουσία αυτή μόνο κατ’ εντολήν των αποστόλων.
Χαρακτηριστικοί τύποι της υπερέχουσας αυθεντίας των χειροτονημένων συνεργών των αποστόλων στην καινοδιαθηκική γραμματεία είναι οι μαθηταί του αποστόλου Παύλου Τιμόθεος και Τίτος, οι οποίοι ανήκαν στον στενώτερο κύκλο των εμπίστων συνεργατών του αποστόλου των εθνών, όπως φαίνεται και από το περιεχόμενο των επιστολών του προς αυτούς, και είχαν την εξουσία να επιλέγουν και να χειροτονούν το τοπικό ιερατείο μετά από την κατάλληλη δοκιμασία των χειροτονουμένων (Α Τιμ., 3, 1-13. 5, 22. Β Τιμ. 4, 9-11. Τιτ. 1,5-9.3, 12-14). Η εξαιρετική αυτή αυθεντία των δύο συνεργών, όπως και πολλών άλλων συνεργών του αποστόλου των εθνών, να χειροτονούν το τοπικό ιερατείο (επισκόπους και διακόνους) απέρρεε όχι βεβαίως μόνο από την εμπιστοσύνη η την εντολή του αποστόλου προς αυτούς, αλλά κυρίως από την αποστολική χειροτονία για την ένταξή τους στην υπεύθυνη άσκηση της αποστολικής λειτουργίας της επισκοπής. Υπό την έννοια αυτή, ο απόστολος Παύλος συνδέει το μέγεθος της αποστολής του Τιμοθέου με τη χειροτονία του: «Παράγγελλε ταύτα και δίδασκε. Μηδείς σου της νεότητος καταφρονείτω, αλλά τύπος γίνου των πιστών εν λόγω εν αναστροφή, εν αγάπη, εν πνεύματι, εν πίστει, εν αγνεία. Έως έρχομαι πρόσεχε η αναγνώσει, τη παρακλήσει, τη διδασκαλία. Μη αμέλει του εν σοι χαρίσματος, ο εδόθη σοι δια προφητείας μετά επιθέσεως των χειρών του πρεσβυτερίου…» (Α Τιμ. 4, 11-14). Υπό το αυτό πνεύμα συνδέεται προς την αποστολική χειροτονία και η επανάληψη της προτροπής του αποστόλου Παύλου προς τον Τιμόθεο: «Υπόμνησιν λαμβάνων της εν σοι ανυποκρίτου πίστεως…, δι’ ην αιτίαν αναμιμνήσκω σε αναζωπυρείν το χάρισμα του Θεού, ο εστιν εν σοι δια της επιθέσεως των χειρών μου…» (Β Τιμ. 1,5-6).
Οι μαρτυρίες αυτές έχουν απόλυτη αξία για την ορθή ερμηνεία της άρρηκτης σχέσεως όχι μόνο της χειροτονίας προς την αποστολική διαδοχή, αλλά και των {κρειττόνων χαρισμάτων} προς τη χειροτονία των διαδόχων των αποστόλων στην αποστολική λειτουργία της επισκοπής, γι’ αυτό και η προτεσταντική Θεολογία αμφισβήτησε όχι μόνο την παύλεια προέλευση των αποστολικών αυτών επιστολών, αλλά και αυτή ακόμη τη χρονολόγησή τους στην αποστολική εποχή. Αντιθέτως, η εκκλησιαστική συνείδηση της μεταποστολικής εποχής είδε πάντοτε στις αποστολικές αυτές επιστολές τις υποθήκες του αποστόλου των εθνών προς τους συνεργούς και διαδόχους του στην αποστολική λειτουργία της επισκοπής, ενώ το περιεχόμενο των σχετικών με τη χειροτονία μαρτυριών επιβεβαιώνει την αποστολική τους προέλευση. Πράγματι, η περιγραφή του τρόπου εντάξεως των συνεργών των αποστόλων στην αποστολική λειτουργία της επισκοπής με την «επίθεσιν των χειρών» των αποστόλων (χειροτονία), μετά την αναγκαία δοκιμασία, είναι ο μόνος τρόπος μεταβιβάσεως εξουσιών από τους αποστόλους σε όσους επιλέγοντο να υπηρετήσουν το αποστολικό έργο όχι μόνο σε τοπική (τοπικό ιερατείο), αλλά και σε οικουμενική προοπτική (φορείς των κρειττόνων χαρισμάτων). ’λλωστε, η εξ αρχής επιφυλακτική στάση του αποστόλου Παύλου έναντι της παροδικής εκδηλώσεως των ελευθέρων χαρισμάτων των πιστών, όπως συνάγεται από την προς Κορινθίους επιστολή του (Α Κορ., 12), ήταν μία γενικότερη τάση κατά την αποστολική εποχή, γι’ αυτό και ο μεν απόστολος των εθνών προτρέπει τους πιστούς να επιθυμούν «τα κρείττονα χαρίσματα» («ζηλούτε δε τα χαρίσματα τα κρείττονα»), η δε Εκκλησία περιόρισε σταδιακά την ανεξέλεγκτη εκδήλωση των ελευθέρων χαρισμάτων των πιστών. Έτσι, ο όρος {χάρισμα} στο τέλος της αποστολικής εποχής όχι μόνο χρησιμοποιείται σπανιότερα, αλλά και συνδέεται κατά κανόνα με τη χειροτονία.
3. Η αποστολική χειροτονία και η τάξη των προφητών
Υπό το πνεύμα αυτό, οι μαρτυρίες των δύο επιστολών του αποστόλου Παύλου προς τον συνεργό του Τιμόθεο αποκτούν ιδιαίτερη σπουδαιότητα για τη σχέση της χειροτονίας προς την αποστολική διαδοχή, όπως επίσης και για τον τίτλο, τον οποίο έφεραν οι διάδοχοι των αποστόλων. Και οι δύο μαρτυρίες συνδέουν τη χειροτονία με το χάρισμα, αλλ’ όμως στην πρώτη μαρτυρία («μη αμέλει του εν σοι χαρίσματος, ο εδόθη σοι δια προφητείας», η δε χειροτονία «μετά επιθέσεως των χειρών του πρεσβυτερίου», ενώ στη δευτέρα μαρτυρία («αναμιμνήσκω σε αναζωπυρείν το χάρισμα του Θεού, ο εστιν εν σοι, δια της επιθέσεως των χειρών μου») το μεν χάρισμα ήταν «χάρισμα του Θεού», η δε χειροτονία σε αυτό έγινε «δια της επιθέσεως των χειρών» του αποστόλου Παύλου και όχι «του πρεσβυτερίου». Είναι προφανές ότι «το χάρισμα του Θεού», το οποίο δόθηκε στον Τιμόθεο «δια της επιθέσεως των χειρών» του αποστόλου Παύλου η δια προφητείας μετά επιθέσεως τών χειρών τού πρεσβυτερίου», δέν είναι βεβαίως τό χάρισμα τού βαπτίσματος, ούτε η παροδική έμπνευση τών ελευθέρων χαρισμάτων αφ’ ενός μέν γιατί δόθηκε κατά τή χειροτονία του από τόν απόστολο Παύλο μέ τή συμμετοχή καί τού πρεσβυτερίου, αφ’ ετέρου δέ γιατί ήταν πλέον μόνιμο κτήμα τού Τιμοθέου («ο εστιν εν σοί») καί συνδεόταν μέ τήν εξαιρετική αυθεντία γιά τή διαφύλαξη ανόθευτης τής παρακαταθήκης τής πίστεως, η οποία ήταν ουσιαστικό στοιχείο τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής.
Εν τούτοις, είναι πολύ σημαντική η συσχέτιση στήν πρώτη μαρτυρία τής δόσεως τού {χαρίσματος τού Θεού} στόν Τιμόθεο «διά προφητείας μετά επιθέσεως τών χειρών τού πρεσβυτερίου» (Α΄ Τιμ. 4, 13-14), γιατί η φράση «διά προφητείας» είναι δυσερμήνευτη, αφού είναι συστατικό στοιχείο τόσο τής δόσεως τού χαρίσματος, όσο καί τής χειροτονίας τού Τιμοθέου από τόν απόστολο Παύλο μέ τή συμμετοχή καί τού «πρεσβυτερίου». Οι προτεινόμενες ερμηνείες τής φράσεως «διά προφητείας» τείνουν συνήθως νά τήν αποσυνδέσουν από τή χειροτονία καί νά τή συνδέσουν μέ τό ελεύθερο «χάρισμα τής προφητείας» (E. Schweizer, Church Order in N.T., London 1963), αλλά η όλη διατύπωση τής μαρτυρίας αποκλείει καί τίς δύο επιλογές τής προτεσταντικής κυρίως βιβλικής θεολογίας. Αντιθέτως, αφού η χορήγηση τού χαρίσματος «διά προφητείας» συνδέεται άρρηκτα πρός τή χειροτονία («μετά επιθέσεως τών χειρών τού πρεσβυτερίου»). Ο όρος «προφητεία» χρησιμοποιείται από τόν απόστολο Παύλο καί σέ άλλη συνάφεια γιά τήν αποστολή τού Τιμοθέου: «Ταύτην τήν παραγγελίαν παρατίθεμαί σοι, τέκνον Τιμόθεε, κατά τάς προαγούσας επί σέ προφητείας, ίνα στρατεύη τήν καλήν στρατείαν» (Α΄ Τιμ. 1, 18). Καί οι δύο αναφορές στόν όρο «προφητεία» συνδέονται προφανώς μέ τήν άμεση υπόδειξη ή επιλογή τού αγίου Πνεύματος γιά τήν αποτελεσματική άσκηση τού αποστολικού έργου. Έτσι, η φράση «διά προφητείας» στή χειροτονία τού Τιμοθέου σημαίνει ότι η χειροτονία έγινε «διά τής επιλογής ή τής ενεργείας τού αγίου Πνεύματος», όπως καί στή σχετική περίπτωση επιλογής από τό άγιο Πνεύμα τού Παύλου καί τού Βαρνάβα γιά τήν πρώτη αποστολική περιοδεία στά έθνη (Πράξ. 13, 1-3).
Υπό τήν έννοια αυτή, η συγκεκριμένη φράση «διά προφητείας» στή συνάφεια τής χειροτονίας τού Τιμοθέου από τόν απόστολο Παύλο ή τό πρεσβυτέριο ή καί τούς δύο, μετά από υπόδειξη ή επιλογή τού αγίου Πνεύματος, δηλώνει ότι ο Τιμόθεος μέ τήν αποστολική χειροτονία εντάχθηκε μέ εξέχουσα καί μόνιμη αυθεντία στήν αποστολική λειτουργία τής επισκοπής. Η σύνδεση τής επιλογής τού Τιμοθέου «διά προφητείας» πρός τή χειροτονία («μετά επιθέσεως τών χειρών τού πρεσβυτερίου») δέν εξουδετερώνει ή σχετικοποιεί τήν μαρτυρία γιά τή χειροτονία του από τόν απόστολο Παύλο. ’λλωστε, οι πρεσβύτεροι, οι οποίοι εχειροτονούντο από τούς συνεργούς τών αποστόλων (Τιμόθεο, Τίτο κ.ά.), δέν είχαν αυτόνομη ή αυτοδύναμη εξουσία νά χειροτονούν, αφού μία τέτοια εξουσία είναι τελείως άγνωστη τόσο στήν καινοδιαθηκική γραμματεία, όσο καί στή γραμματεία τής μεταποστολικής εποχής. Είναι προφανές ότι η χειροτονία τού Τιμοθέου από τόν απόστολο Παύλο έγινε σέ ευχαριστιακή σύναξη τής τοπικής εκκλησίας τής Εφέσου, στήν οποία συμμετείχαν ή παρίσταντο όχι μόνο συνεργοί τού αποστόλου τών εθνών, αλλά καί τό τοπικό ιερατείο, γι’ αυτό καί μέ τόν συνδυασμό τών δύο σχετικών μαρτυριών, η συμμετοχή τού πρεσβυτερίου καθίσταται δευτερεύουσας σημασίας γιά τή μετάδοση τού χαρίσματος (R. Buttmann, Theology of the N.T., 2, 107). Η αποστολική λοιπόν χειροτονία «διά προφητείας» ενέτασσε τόν Τιμόθεο σέ υψηλότερη αυθεντία από εκείνη τού τοπικού ιερατείου, η οποία τόν κατέτασσε αμέσως μετά τούς αποστόλους καί τού παρείχε τήν εξουσία νά χειροτονή τό τοπικό ιερατείο στά πλαίσια τής ασκήσεως τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής.
Η σημαντικότερη λοιπόν τάξη μετά τούς αποστόλους ήταν, κατά τήν αποστολική καί τήν πρώιμη μεταποστολική εποχή, η τάξη τών προφητών (Πραξ. 13, 1-3. 15, 22, 32. Α΄ Κορ. 12, 28-31. Εφεσ., 2, 19-21. 3,5 4, 11-13 Διδαχή κ.λπ.). Ο E. Schweizer αναγνωρίζει ότι, «από τή μετακίνηση τών Γαλιλαίων στά Ιεροσόλυμα μέχρι τή φυγή τους στήν Πέλλα, η πορεία τής Εκκλησίας καθορίσθηκε κατ’ ουσίαν από τίς υποδείξεις τού αγίου Πνεύματος διά μέσου τών προφητών καί τών υπολοίπων μελών τής Εκκλησίας (Church Order in N.T., 50), αλλά, καίτοι δέχεται τή σχέση τών συνεργών τών αποστόλων πρός τή τάξη τών προφητών, απορρίπτει τή χειροτονία τού Τιμοθέου, παρερμηνεύοντας τίς γνωστές μαρτυρίες τών πρός Τιμόθεον επιστολών (ένθ’ αν., 181). Αντιθέτως, ο R. Buttmann (Theology of the N.T., 2, 161-162) όχι μόνο απέκλεισε κάθε δυνατότητα αποσυνδέσεως χαρίσματος καί ιερωσύνης, αλλά καί υποστήριξε ότι στήν τάξη τών προφητών υπήρχαν προφήτες, οι οποίοι είχαν λάβει αποστολική χειροτονία, γι’ αυτό καί υποστήριξε ότι «τότε πραγματοποιήθηκε τό αποφασιστικό βήμα. Εφεξής τό λειτούργημα (=τών προφητών) εθεωρείτο καταστατικής σημασίας γιά τήν Εκκλησία. Η όλη Εκκλησία στηρίζεται πλέον στούς λειτουργούς, τό λειτούργημα τών οποίων ανατρέχει μέ αδιάκοπη διαδοχή στούς αποστόλους» (ένθ’ ανωτ., 2, 107). Υπό τήν έννοια αυτή, η εκκλησιαστική συνείδηση τής μεταποστολικής εποχής θεωρούσε αυτονόητο τό γεγονός ότι οι συνεργοί τών αποστόλων διαδέχθηκαν μέ αποστολική χειροτονία τούς αποστόλους στήν αυθεντική συνέχεια τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής καί, όπως συνάγεται από όλες τίς άμεσες ή έμμεσες μαρτυρίες τής πρώιμης μεταποστολικής εποχής, αποτελούσαν μία εξέχουσα αυθεντία γιά όλες τίς τοπικές εκκλησίες ως «αυτήκοοι» τών αποστόλων.
Είναι όμως πολύ χαρακτηριστικό ότι από τό πλήθος τών μαθητών καί συνεργών τών αποστόλων μόνον οι δοκιμώτεροι ελάμβαναν τήν αποστολική χειροτονία καί πρωθούντο στήν τάξη τών διαδόχων τών αποστόλων. Πράγματι, η μακρά δοκιμασία ήταν κατά τόν απόστολο Παύλο αναγκαία, γι’ αυτό προέτρεπε καί τόν Τιμόθεο νά μή χειροτονή «νεόφυτον, ίνα μή τυφλωθείς εις κρίμα εμπέση τού διαβόλου» (Α΄ Τιμ. 3, 6). ’λλωστε, είναι γνωστό ότι καί ο ίδιος ο απόστολος τών εθνών απέφευγε τήν εσπευσμένη χειροτονία τών συνεργών του καί επέμενε στή μακρά δοκιμασία, γι’ αυτό καί μόνο λόγοι από τόν κύκλο τών μαθητών του είχαν λάβει τήν εξουσία νά χειροτονούν τό τοπικό ιερατείο (Τιμόθεος, Τίτος, Σίλας, Τυχικός, Λουκάς, Μάρκος, Αρτεμάς, Κρήσκης κ.ά.). Υπό τήν έννοια αυτή πρέπει νά ερμηνευθή η καθυστέρηση τής χειροτονίας τού εξέχοντος μαθητού του Απολλώ καί τού νομικού Ζηνά, οι οποίοι προσκλήθηκαν από τόν απόστολο Παύλο στή Νικόπολη γιά νά λάβουν τήν αποστολική χειροτονία: «Όταν πέμψω Αρτεμάν πρός σε ή Τυχικόν, σπούδασον ελθείν πρός με εις Νικόπολιν, εκεί γάρ κέκρικα παραχειμάσαι. Ζηνάν τόν Νομικόν καί Απολλώ σπουδαίως πρόπεμψον, ίνα μηδέν αυτοίς λείπη. Μανθανέτωσαν δέ καί οι ημέτεροι καλών έργων προίστασθαι εις τάς αναγκαίας χρείας, ίνα μή ώσιν άκαρποι» (Τίτ., 3, 12-14). Από τή μαρτυρία αυτή συνάγονται, κατά τήν προσωπική μας ερμηνευτική προσέγγιση τού κειμένου, ως εύλογα συμπεράσματα αφ’ ενός μέν ότι οι αντικαταστάτες τού Τίτου στήν Κρήτη Αρτεμάς καί Τυχικός είχαν λάβει τήν αποστολική χειροτονία καί μπορούσαν, όπως ο Τίτος, νά χειροτονούν τό τοπικό ιερατείο, αφ’ ετέρου δέ ότι ο Ζηνάς καί ο Απολλώς δέν είχαν λάβει τήν αποστολική χειροτονία μέχρι τά τελευταία έτη τής αποστολικής δράσεως τού Παύλου. Πράγματι, κατά τή γνώμη μας, αυτό υποδηλώνουν οι δύο χαρακτηριστικές προτάσεις τού κειμένου («ίνα μηδέν αυτοίς λείπη» «ίνα μή ώσιν άκαρποι») γιά τήν αιτιολόγηση τής σπουδής τού αποστόλου τών εθνών («σπουδαίως πρόπεμψον»), παρά τίς προτεινόμενες από τούς βιβλικούς διάφορες ασαφείς ή καί αβάσιμες ερμηνείες τού συγκεκριμένου κειμένου.
4. Η τάξη τών προφητών καί η αποστολική διαδοχή
Είναι όμως εύλογο τό ερώτημα: Οι λαμβάνοντες τήν αποστολική χειροτονία μαθητές καί συνεργοί τών αποστόλων γιά τήν ένταξή τους στήν αποστολική λειτουργία τής επισκοπής ποίο τίτλο έφεραν; Σέ ειδική μελέτη μας (Τό πολίτευμα τής Εκκλησίας καί η τάξις τών προφητών, 1984) υποστηρίξαμε, μέ πολλά επιχειρήματα από τή γραμματεία τής πρώιμης μεταποστολικής εποχής, ότι οι χειροτονούμενοι συνεργοί τών αποστόλων ενετάσσοντο στήν τάξη τών προφητών καί έφεραν τόν τίτλο τού προφήτου μέχρι τό τέλος τής αποστολικής εποχής (70 μ.Χ.), ενώ μετά τόν θάνατο τών αποστόλων χρησιμοποιούσαν καί τόν τίτλο τού αποστόλου, όπως συνάγεται από τήν εναλλαγή τών δύο τίτλων (προφήτης-απόστολος) γιά τά ίδια πρόσωπα στή Διδαχή (μεταξύ τών ετών 70 καί 90 μ.Χ.). Πράγματι, ο τίτλος «προφήτης» στήν παύλεια γραμματεία, όταν συνδέεται μέ συγκεκριμένα πρόσωπα, δηλώνει ηγετικά πρόσωπα τόσο στήν τοπική, όσο καί στήν οικουμενική προοπτική, όπως συνάγεται από τή σημαντική μαρτυρία τών Πράξεων γιά τήν τάξη τών Προφητών τής εκκλησίας τής Αντιοχείας, οι οποίοι, κατ’ εντολήν τού αγίου Πνεύματος επέλεξαν τούς Βαρνάβα καί Παύλο γιά τήν πρώτη αποστολική περιοδεία στά έθνη: «Ήσαν δέ τινες εν Αντιοχεία κατά τήν ούσαν εκκλησίαν, προφήται καί διδάσκαλοι, ότε Βαρνάβας καί Συμεών, ο επικαλούμενος Νίγερ, καί Λούκιος ο Κυρηναίος, Μαναήν τε Ηρώδου τού τετράρχου σύντροφος καί Σαύλος. Λειτουργούντων δέ αυτών τώ Κυρίω (=σέ ευχαριστιακή σύναξη) καί νηστευόντων είπε τό Πνεύμα τό άγιον: αφορίσατε δή μοι τόν Βαρνάβαν καί τόν Σαύλον εις τό έργον ο προσκέκλημαι αυτούς. Τότε νηστεύσαντες καί προσευξάμενου καί επιθέντες αυτοίς τάς χείρας απέλυσαν…» (Πράξ. 13, 1-3).
Η εντυπωσιακή επιτυχία τής πρώτης αποστολικής περιοδείας τού αποστόλου Παύλου στά έθνη (47-48 μ.Χ.) ενέπνευσε τίς αποφάσεις τής Αποστολικής συνόδου (49 μ.Χ.), οι οποίες ενέκριναν τίς προτάσεις τού αποστόλου Παύλου καί τών Προφητών τής Αντιοχείας γιά τήν οικουμενική προοπτική τού Ευαγγελίου. Οι αποφάσεις τής συνόδου επιδόθηκαν στούς Παύλο καί Βαρνάβα, αλλά παραλλήλως επιλέχθηκαν καί δύο εξέχοντα μέλη τής τάξεως τών προφητών τής εκκλησίας Ιεροσολύμων γιά τήν αποστολή τών αποφάσεων στήν όλη Εκκλησία τής Αντιοχείας. «Τότε έδοξε τοίς αποστόλοις καί τοίς πρεσβυτέροις σύν όλη τή εκκλησία, εκλεξαμένους άνδρας εξ αυτών, πέμψαι εις Αντιόχειαν, σύν τώ Παύλω καί Βαρνάβα, Ιούδαν τόν επικαλούμενον Βαρσαβάν καί Σίλαν, άνδρας ηγουμένους εν τοίς αδελφοίς… Οι μέν ουν απολυθέντες ήλθον εις Αντιόχειαν καί, συναγαγόντες τό πλήθος, επέδωκαν τήν επιστολήν, αναγνόντες δέ εχάρησαν επί τή παρακλήσει. Ιούδας τε καί Σίλας, καί αυτοί προφήται όντες, διά λόγου πολλού παρεκάλεσαν τούς αδελφούς καί επεστήριξαν. Ποιήσαντες δέ χρόνον απελύθησαν μετ’ ειρήνης από τών αδελφών πρός τούς αποστόλους…» (Πράξ. 15, 22, 30-32). Επομένως, η τάξη τών προφητών ήταν ήδη κατά τήν πρώιμη αποστολική εποχή τόσο στά Ιεροσόλυμα, όσο καί στήν Αντιόχεια μία εξέχουσα τάξη, η οποία συμμετείχε κατ’ εντολήν τών αποστόλων στό ευρύτερο αποστολικό έργο καί είχε τήν αυθεντία, όπως ο Ιούδας καί ο Σίλας, νά ανακοινώνουν στίς τοπικές εκκλησίες τίς αποστολικές αποφάσεις ή καί νά τίς υποστηρίξουν μέ τή διδασκαλία τους. Έτσι εξηγείται καί η ιεραρχημένη κατάταξη τών προφητών από τόν απόστολο Παύλο (Α΄ Κορ. 12, 28-31 Εφ., 4, 10-12) αμέσως μετά τούς αποστόλους.
Πράγματι, ο τίτλος τού «προφήτη», όπως καί η τάξη τών προφητών, είχε καθιερωθή στήν αποστολική εποχή καί συνδεόταν μέ τούς εξέχοντες συνεργούς τών αποστόλων στό αποστολικό έργο, γι’ αυτό καί, μετά από μακρά δοκιμασία, ελάμβαναν μέ αποστολική χειροτονία τήν αυθεντία νά ασκούν καί αυτοτελώς αποστολικό έργο. Ωστόσο, ο τίτλος «προφήτης», καίτοι προέρχεται από τόν παλαιοδιαθηκικό τίτλο, διαφοροποιείται πλήρως στήν καινοδιαθηκική γραμματεία, ιδιαίτερα δέ στίς επιστολές τού αποστόλου Παύλου, τόσο ως πρός τήν έννοια, όσο καί ως πρός τό περιεχόμενο. Πράγματι, στήν Καινή Διαθήκη ο τίτλος καθιερώθηκε γιά τή σαφή διάκριση τής τάξεως τών προφητών από τήν τάξη τών αποστόλων όχι μόνο κατά τήν αυθεντία, αλλά καί κατά τόν τρόπο εντάξεώς τους στό αποστολικό έργο. Έτσι, οι μέν απόστολοι αντλούσαν τό εξαιρετικό τους κύρος στήν Εκκλησία από τήν προσωπική τους εκλογή καί τήν άμεση εντολή πρός αυτούς από τόν Ιησού Χριστό, ενώ οι προφήτες όφειλαν τήν εξέχουσα θέση τους στήν προσωπική τους επιλογή από τούς αποστόλους καθ’ υπόδειξη τού αγίου Πνεύματος. Η διάκριση αυτή ήταν πολύ σημαντική κατά τήν αποστολική εποχή, όπως φαίνεται καί από τήν αποδιδόμενη έμφαση στίς περιγραφές τής κλήσεως τού αποστόλου Παύλου μέ τό όραμα τής Δαμασκού (Πράξ. 9, 1-30. Α΄ Κορ. 9, 1-7. 15,8-11. Α΄ Τιμ. 1, 12-17 κ.λπ.). Έτσι, μόνον οι απόστολοι είχαν λάβει άμεση εντολή καί προσωπική αυθεντία αμέσως από τόν Ιησού Χριστό γιά τό έργο τού ευαγγελισμού τής οικουμένης, ενώ οι προφήτες ελάμβαναν τήνεντολή αυτή από τό άγιο Πνεύμα κατά τήν αποστολική χειροτονία καί τήν ασκούσαν κατ’ αναφοράν πρός τούς αποστόλους, τουλάχιστον μέχρι τόν θάνατο τών αποστόλων. Η διάκριση δηλαδή τού τίτλου τών αποστόλων από τόν τίτλο τών προφητών αναφερόταν κυρίως στήν εκλογή τών μέν πρώτων από τόν ίδιο τόν Ιησού Χριστό, τών δέ προφητών από τό άγιο Πνεύμα καί τήν αποστολική χειροτονία γιά τό ίδιο αποστολικό έργο, αλλά από διαφορετικό επίπεδο αυθεντίας.
Είναι λοιπόν ευνόητον ότι οι μαθηταί καί συνεργοί τών αποστόλων, οι οποίοι εντάχθηκαν «διά προφητείας» τού αγίου Πνεύματος καί τής αποστολικής χειροτονίας στήν εξέχουσα τάξη τών προφητών, ανέλαβαν μετά τόν θάνατο τών αποστόλων τήν αυτοτελή ευθύνη τής συνεχίσεως τού αποστολικού έργου, γι’ αυτό καί δέν θεωρούσαν αυθαίρετη ή καταχρηστική τήν εναλλαγή τών τίτλων «απόστολος» καί «προφήτης», όπως συνάγεται από τήν εναλλακτική χρήση τών δύο τίτλων γιά τά ίδια πρόσωπα στή Διδαχή. Βεβαίως, τό προνόμιο αυτό απέκτησαν κυρίως διά τής αποστολικής χειροτονίας, η οποία τούς καθιστούσε διαδόχους τών αποστόλων στήν αποστολική λειτουργία τής επισκοπής. Υπό τό πνεύμα αυτό πρέπει νά κατανοηθή καί η παραγγελία τού αποστόλου Παύλου πρός τόν Τιμόθεο νά τηρήση «τήν εντολήν άσπιλον, ανεπίληπτον μέχρι τής επιφανείας τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Α΄ Τιμ., 6, 14), η οποία ίσχυε γιά όλους τούς χειροτονημένους συνεργούς του. Ωστόσο, η χειροτονία τών μαθητών τών αποστόλων στήν τάξη τών προφητών δέν αναφερόταν σέ κάποια συγκεκριμένη τοπική εκκλησία, αφού ως διάδοχοι καί συνεχιστές τού έργου τών αποστόλων όφειλαν νά ακολουθήσουν τό υπόδειγμα ή καί τίς εντολές τους. Πράγματι, όπως ο Τιμόθεος, καίτοι άσκησε αποστολικό έργο σέ πολλές περιοχές, κατά τήν εντολή τού αποστόλου Παύλου, εν τούτοις δέν συνδέθηκε μόνιμα μέ μία συγκεκριμένη τοπική εκκλησία, έτσι καί οι λοιποί συνεργοί τών αποστόλων άσκησαν τό αποστολικό τους έργο σέ ευρύτερες περιφέρειες, οι οποίες προφανώς τούς είχαν υποδειχθεί από τούς αποστόλους. Ενώ λοιπόν ήσαν καθολικοί διάδοχοι τών αποστόλων στήν αποστολική λειτουργία τής επισκοπής, εν τούτοις συνέδεσαν τό αποστολικό τους έργο μέ συγκεκριμένη περιφέρεια, όπως συνάφεια από τίς σχετικές μαρτυρίες καί τήν εκκλησιαστική συνείδηση τής μεταποστολικής εποχής.
5. Αποστολική διαδοχή καί τοπική εκκλησία
Στά πλαίσια αυτά κατανοείται τό γεγονός ότι οι «προφήτες» τής Διδαχής ασκούσαν τό αποστολικό τους έργο ως περιοδευτές σέ μία ευρύτερη περιφέρεια, η οποία τούς είχε προφανώς υποδειχθεί από τούς αποστόλους ή συγκέντρωνε γιά διάφορους λόγους τό προσωπικό τους ενδιαφέρον. Μπορούσαν όμως νά εγκατασταθούν καί σέ μία τοπική Εκκλησία, η οποία λειτουργούσε πλέον ως κέντρο τού αποστολικού τους έργου στήν ευρύτερη περιφέρεια είτε λόγω γήρατος ή καί γιά λόγους υγείας. Βεβαίως, καί στίς δύο περιπτώσεις ήταν προφανής η υπερέχουσα αυθεντία τους έναντι τού τοπικού ιερατείου (επισκόπων καί διακόνων), όσο καί η εξέχουσα θέση τους στή ζωή τής Εκκλησίας, αφού ως περιοδευτές μπορούσαν νά τελούν τή θεία Ευχαριστία σέ όποια τοπική εκκλησία επισκέπτοντο (Διδαχή, 10, 7: «τοίς δέ προφήτης επιτρέπετε ευχαριστείν όσα θέλουσιν») ενώ, αν εγκαθίσταντο σέ κάποια από αυτές, καθίσταντο «οι αρχιερείς» αυτής («αυτοί γάρ εισίν οι αρχιερείς υμών») καί είχαν τό δικαίωμα νά λαμβάνουν τή «δεκάτη» τών αγαθών γιά τή συντήρησή τους («πας προφήτης αληθινός, θέλων καθήσθαι πρός υμάς, άξιός εστι τής τροφής αυτού… Πάσαν ουν απαρχήν… τοίς προφήταις, αυτού γάρ εισιν οι αρχιερείς υμών, εάν δέ μή έχητε προφήτην, δότε τοίς πτωχοίς…»). Είναι λοιπόν ευνόητο ότι η εγκατάσταση ενός «προφήτη» σέ κάποια από τίς τοπικές εκκλησίες τής αποστολικής του ευθύνης συνέδεε τήν αποστολική αυθεντία τών «προφητών» μέ μία συγκεκριμένη τοπική εκκλησία, στήν οποία υπήρχε ήδη ένα τοπικό ιερατείο (επίσκοποι καί διάκονοι), γι’ αυτό καί η μόνιμη εγκατάσταση τών προφητών σέ τοπικές εκκλησίες μπορούσε νά προκαλέση ποικίλες αντιδράσεις.
Πράγματι, οι αντιδράσεις όπως συνάγεται από τή Διδαχή, μπορούσαν νά στρέφονται εναντίον τής μόνιμης εγκαταστάσεως τού προφήτη στήν τοπική εκκλησία ή καί εναντίον τού τοπικού ιερατείου γιά τήν αμφισβήτηση τής αναγκαιότητάς του μετά τήν εγκατάσταση τού προφήτη. Υπό τήν έννοια αυτή, ο συντάκτης τής Διδαχής προτρέπει μέ μεγάλη έμφαση τίς τοπικές εκκλησίες όχι μόνο νά δεχθούν μέ ιδιαίτερες τιμές τήν εγκατάσταση σέ αυτές κάποιου προφήτη, αλλά καί νά μήν υποτιμήσουν τό τοπικό ιερατείο λόγω τής υπερέχουσας αυθεντίας τού προφήτη: «Χειροτονήσατε ουν ευατοίς επισκόπους και διακόνους αξίους του Κυρίου, άνδρας πραείς και αφιλαργύρους και αληθείς και δεδοκιμασμένους. Υμών γάρ λειτουργούσι και αυτοί την λειτουργίαν των προφητών καί διδασκάλων. Μη ουν υπερίδητε αυτούς, αυτοί γάρ εισίν οι τετιμημένοι υμών μετά των προφητών καί διδασκάλων…» (Διδαχή, 15, 1-2). Είναι προφανές ότι ο συντάκτης τής Διδαχής είχε προσωπική γνώση τών συνήθων παρενεργειών στήν τοπική εκκλησία από τήν εγκατάσταση σέ αυτή ενός προφήτη, αφού η εξέχουσα αυθεντία του θά υποβάθμιζε τόν ρόλο τού τοπικού ιερατείου, γι’ αυτό επιμένει μέ έμφαση στήν παραπληρωματική σχέση τής «λειτουργίας» τού τοπικού ιερατείου πρός τή «λειτουργία» τών προφητών. Υπό τήν έννοια αυτή, οι ειδήσεις τής Διδαχής αποτελούν συστηματική ανάπτυξη τών αποσπασματικών μαρτυριών τών παυλείων επιστολών γιά τήν ειδικότερη σχέση τών προφητών πρός τήν αποστολική διαδοχή καί επιβεβαιώνονται από τίς σχετικές μαρτυρίες τής περίφημης επιστολής τού Κλήμη Ρώμης πρός τήν εκκλησίαν τής Κορίνθου (95 μ.Χ.).
Η μόνιμη λοιπόν εγκατάσταση προφήτη σέ κάποια τοπική εκκλησία δέν ήταν αδιάφορη γιά τό τοπικό ιερατείο, τό οποίο εκαλείτο νά αναδιαρθρώση σέ νέες πλέον βάσεις τήν παρουσία καί τήν λειτουργία του στήν τοπική εκκλησία. Η κατηγορηματική δήλωση τού συντάκτη τής Διδαχής ότι οι προφήτες «εισίν οι αρχιερείς υμών» προσλαμβάνει κατά τήν εφαρμογή της στήν τοπική εκκλησία καθοριστική σημασία γιά τήν ταυτότητα καί γιά τή δομή τού τοπικού ιερατείου. Η «σύγκρασις» τής υπερέχουσας καί υπερτοπικής αυθεντίας τού χειροτονημένου περιοδευτή προφήτη μέ τό τοπικό ιερατείο ήταν δυνατή μόνο μέ τήν ιεράρχηση τής συμμετοχής τους στήν αποστολική λειτουργία τής «επισκοπής» σέ κάθε τοπική εκκλησία.
Η μόνιμη σύνδεση τού προφήτη πρός κάποια τοπική εκκλησία συνεπαγόταν βεβαίως καί τήν άσκηση από αυτόν τής εποπτείας επί τού καθ’ όλου λατρευτικού καί πνευματικού της βίου, εφ’ όσον αυτός ήταν πλέον «ο αρχιερεύς» τής τοπικής εκκλησίας, αυτός ασκούσε δηλαδή τό έργο τής επισκοπής. Βεβαίως, η προσαρμογή δέν ήταν αναγκαία αμέσως γιά όλες τίς άλλες τοπικές εκκλησίες τής περιοχής ευθύνης τού προφήτη, αφού εκείνος μπορούσε νά μεριμνά από μακράν γι’ αυτές. Οπωσδήποτε όμως ανέκυψε πρόβλημα, όταν ο προφήτης χειροτόνησε διαδόχους τής αποστολικής του αυθεντίας στίς κατά τόπους εκκλησίες τής περιοχής ευθύνης του. Οι χειροτονούμενοι από τούς προφήτες στίς κατά τόπους εκκλησίες κατείχαν πλέον σέ αυτές τήν αυθεντία τών προφητών καί ασκούσαν τό έργο τής «επισκοπής». Οι σοβαρές αυτές ανακατατάξεις γιά τή μετάβαση από τήν οικουμενική αυθεντία τής αποστολικής εξουσίας στήν τοπική έκφρασή της διέρχονται σαφώς από τή μεταβατική υπερτοπική άσκηση τής αποστολικής αυθεντίας από τούς μαθητές καί συνεργάτες τών αποστόλων, τούς προφήτες.
Υπό τήν έννοια αυτή, η κρίση τής εκκλησίας τής Κορίνθου κατέστησε αναγκαία τήν υπεράσπιση τής μονιμότητος όλων τών λειτουργημάτων, τά οποία καθιερώθηκαν από τούς αποστόλους. Έτσι, η πρώτη μαρτυρία γιά τήν αποστολική διαδοχή προέρχεται από τόν συνεργό τού αποστόλου Παύλου Κλήμη Ρώμης, ο οποίος στήν περίφημη επιστολή του πρός τήν εκκλησία τής Κορίνθου (95 μ.Χ.), παρουσιάζει μέ εντυπωσιακή πληρότητα τόσο τήν ανάπτυξη τών λειτουργημάτων, όσο καί τόν τρόπο τής διαδοχής τών αποστόλων. Είναι ευνόητο ότι η μαρτυρία αυτή, αν ερμηνευθή ορθώς, αποδίδει σαφώς καί κατά τρόπο αυθεντικό τό πνεύμα τού αποστόλου Παύλου καί τών άλλων αποστόλων γιά τή συνέχεια τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής στή ζωή τής Εκκλησίας: «Οι απόστολοι ημίν ευαγγελίσθησαν από τού Κυρίου Ιησού Χριστού, Ιησούς Χριστός από τού Θεού εξεπέμφθη. Ο Χριστός ουν από τού Θεού καί οι απόστολοι από τού Χριστού. Εγένετο ουν αμφότερα ευτάκτως εκ θελήματος Θεού. Παραγγελίας ουν λαβόντες καί πληροφορηθέντες διά τής αναστάσεως τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού καί πιστωθέντες εν τώ λόγω τού Θεού μετά πληροφορίας Πνεύματος αγίου, εξήλθον ευαγγελιζόμενοι τήν Βασιλείαν τού Θεού μέλλειν έρχεσθαι. Κατά χώρας ουν καί πόλεις κηρύσσοντες καί τούς υπακούοντας τή βουλήσει τού Θεού βαπτίζοντες, καθίστανον τάς απαρχάς αυτών, δοκιμάσαντες τώ Πνεύματι, εις επισκόπους καί διακόνους τών μελλόντων πιστεύειν… Καί οι απόστολοι ημών έγνωσαν διά τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ότι έρις έσται επί τού ονόματος τής επισκοπής. Διά ταύτην ουν τήν αιτίαν, πρόγνωσιν ειληφότες τελείαν, κατέστησαν τούς προειρημένους. Καί μεταξύ επινομήν έδωκαν, όπως εάν κοιμηθώσι, διαδέξωνται έτεροι δεδοκιμασμένοι άνδρες τήν λειτουργίαν αυτών. Τούς ουν κατασταθέντας υπ’ εκείνων, ή μεταξύ υφ’ ετέρων ελλογίμων ανδρών, συνευδοκησάσης τής εκκλησίας πάσης, καί λειτουργησάντων αμπέμπτως τώ ποιμνίω τού Χριστού μετά ταπεινοφροσύνης, ησύχως καί αβαναύσως, μεμαρτυρημένους τε πολλοίς χρόνους υπό πάντων, τούτους ου δικαίως νομίζομεν αποβάλλεσθαι τής λειτουργίας. Αμαρτία γάρ ου μικρά ημίν έσται, εάν τούς αμέμπτους καί οσίως προσενεγκόντας τά δώρα τής επισκοπής αποβάλλωμεν…» (Α΄ Κλήμεντος, 42-44).
Είναι προφανές ότι ο μαθητής καί συνεργός τού αποστόλου Παύλου αναφέρεται αφ’ ενός μέν στήν οργάνωση τών τοπικών εκκλησιών κατά τήν αποστολική εποχή μέ τήν παύλεια ορολογία (επίσκοποι-διάκονοι), αφ’ ετέρου δέ στή διαδοχή τών αποστόλων από «δεδοκιμασμένους» καί «ελλογίμους άνδρας», οι οποίοι, όπως καί οι απόστολοι, είχαν τήν εξουσία νά χειροτονούν («καθιστάνειν») τό τοπικό ιερατείο (επισκόπους-διακόνους) κατά τήν πρώιμη μεταποστολική εποχή (70-95 μ.Χ.). Πράγματι, κατά τόν Κλήμη Ρώμης, κοινό χαρακτηριστικό τών αποστόλων καί τών διαδόχων τους ήταν η εξουσία νά επιλέγουν καί νά χειροτονούν τό τοπικό ιερατείο, όπως επίσης καί τούς διαδόχους τής αυθεντίας τους στήν «αποστολική λειτουργία τής επισκοπής». Αντιθέτως, τό τοπικό ιερατείο (επίσκοποι-διάκονοι), καίτοι μετείχε στήν «αποστολική λειτουργία τής επισκοπής» μετά τή χειροτονία από τούς αποστόλους ή τούς διαδόχους τους, εν τούτοις δέν είχε λάβει τήν εξουσία νά χειροτονή. Υπό τήν έννοια αυτή, η ορθή ερμηνεία τής κρίσιμης φράσεως γιά τό ζήτημα τής σχέσεως χειροτονίας καί αποστολικής διαδοχής καθιστά αναγκαία τή μετατροπή τού πλαγίου σέ ευθύ λόγο, ήτοι: «Καί οι απόστολοι ημών έγνωσαν διά τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότι έρις έσται επί τού ονόματος τής επισκοπής. Διά ταύτην ουν τήν αιτίαν, πρόγνωσιν ειληφότες τελείαν, κατέστησαν τούς προειρημένους (επισκόπους-διακόνους). Καί μεταξύ επινομήν έδωκαν (=οι απόστολοι) όπως εάν κοιμηθώσι (=οι απόστολοι) διαδέξωνται έτεροι δεδοκιμασμένοι άνδρες (=μαθητού τών αποστόλων), τήν λειτουργίαν αυτών (=τών αποστόλων). Τούς ουν κατασταθέντας (=επισκόπους-διακόνους) υπ’ εκείνων (=αποστόλων) ή μεταξύ υφ’ ετέρων ελλογίμων ανδρών (=χειροτονημένων προφητών), συνευδοκησάσης τής εκκλησίας πάσης,… τούτους ου δικαίως νομίζομεν αποβάλλεσθαι τής λειτουργίας. Αμαρτία γάρ ου μικρά ημίν έσται, εάν τούς αμέμπτους καί οσίως προσενεγκόντας τά δώρα τής επισκοπής αποβάλωμεν» (εκτενή καί λεπτομερή θεμελίωση τής ανωτέρω ερμηνείας βλέπε: Β.Ι. Φειδά, τό πολίτευμα τής Εκκλησίας καί η τάξις τών προφητών, Αθήναι 1984 σελ. τού ιδίου, Εκκλ. Ιστορία, τ.Α’, Αθήναι 1989, 80 κ.εξ.).
Συνεπώς, οι μαρτυρίες τών επιστολών τού αποστόλου Παύλου γιά τήν τάξη τών προφητών καί τή χειροτονία τών συνεργών του στήν αποστολική λειτουργία τής επισκοπής επιβεβαιώνονται από τήν κοινή εκκλησιαστική συνείδηση τής πρώιμης μεταποστολικής εποχής (70-100 μ.Χ.), όπως αυτή εκφράζεται μέ κατηγορηματικό τρόπο στήν εξέχουσα αυθεντία τόσο τών εχόντων αποστολική χειροτονία προφητών τής Διδαχής, οι οποίοι ήσαν «οι αρχιερείς» γιά τίς τοπικές εκκλησίες μιάς ευρύτερης περιφέρειας μέχρι τήν εγκατάστασή τους σέ μία από αυτές, όσο καί τών «δεδοκιμασμένων» ή «ελλογίμων» τής Α΄ Κλήμεντος, οι οποίοι διαδέχθηκαν τούς αποστόλους στό αποστολικό έργο καί είχαν λάβει μέ αποστολική χειροτονία τήν εξέχουσα αυθεντία νά χειροτονούν, όπως οι απόστολοι, τό τοπικό ιερατείο (=επισκόπους καί διακόνους). Η συνέχεια λοιπόν τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής από τό τέλος τής αποστολικής εποχής μέχρι τό τέλος τού πρώτου αιώνα, ήτοι κατά τή σκοτεινή περίοδο τής πρώιμης μεταποστολικής εποχής, θά μπορούσε νά καθορισθή περίπου ως εξής:
α) Κατά τήν αποστολική περίοδο οι απόστολοι υπήρξαν οι καθολικοί επίσκοποι τής Εκκλησίας, στίς δέ κατά τόπους ιδρυόμενες εκκλησίες εγκαθιδρύετο ένα μόνιμο τοπικό ιερατείο (επίσκοποι ή πρεσβύτεροι διάκονοι), τό οποίο τελούσε πάντοτε υπό τήν εποπτεία τών αποστόλων.
β) Παράλληλα πρός τήν τάξη τών αποστόλων αναπτύχθηκε ήδη κατά τήν αποστολική εποχή η τάξη τών προφητών, η οποία στελεχώθηκε από τούς δοκιμότερους μαθητές καί συνεργάτες τών αποστόλων, άσκησε δέ αποστολικό έργο κατά μέν τήν αποστολική εποχή υπό τήν άμεση εποπτεία τών αποστόλων, μετά δέ τόν θάνατο τών αποστόλων αυτόνομη αποστολική εξουσία σέ μείζονα ή ελάσσονα διοικητική ή γεωγραφική περιφέρεια, οπωσδήποτε όμως σέ περισσότερες από μία τοπικές εκκλησίες.
γ) Η εγκατάσταση τών προφητών σέ κάποια τοπική εκκλησία καί η χειροτονία από αυτούς τών διαδόχων τής αυθεντίας τους στίς άλλες τοπικές εκκλησίες τής περιοχής ευθύνης τους οδήγησε περί τό τέλος τού πρώτου αιώνα στήν ολοκλήρωση τής διαμορφώσεως τού μονίμου ιερατείου κάθε τοπικής εκκλησίας, όπως επίσης καί στήν τάση καθιερώσεως τού όρου «επίσκοπος» γιά μόνους τούς διαδόχους τής αυθεντίας τών προφητών.
δ) Η κατ’ αποστολική διαδοχή μετάβαση από τήν οικουμενική αυθεντία τών αποστόλων, διά τής υπερτοπικής εξουσίας τών προφητών, στήν τοπική λειτουργία τών επισκόπων κατανοείται ως φυσική μεταβίβαση εξουσιών στή συνέχεια τής αποστολικής λειτουργίας τής επισκοπής, προκάλεσε δέ ποικίλα προβλήματα μέχρι τήν τελική σύνδεση τών κατά διαδοχή φορέων τής αποστολικής εξουσίας μέ τό μόνιμο τοπικό ιερατείο καί μέ τή θεία ευχαριστία τής τοπικής εκκλησίας.