Αναστάσιος Καρατάσος
Όταν όλη η Ελλάδα φλεγόταν απ’ άκρη σ’ άκρη από την επανάσταση, δεν θα μπορούσαν να λείπουν απ’ αυτό το κάλεσμα οι Μακεδόνες, τα παιδιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Φιλίππου. Το προπύργιο των επαναστατών στην Μακεδονία βρισκόταν στην πόλη της Νάουσας και στα γύρω χωριά.
Κατά τον Φεβρουάριο του 1822 στην Μακεδονία επικρατούσε αναβρασμός. Οπλαρχηγοί του αγώνα εναντίον των τούρκων ήταν τρία παλληκάρια.
Ο μεγαλύτερος από όλους ο Αναστάσιος Καρατάσος από την Βέροια, ο Αγγελής Γάτσος από το χωριό Σαρακηνοί της περιόχης της Αλμωπίας του νομού Πέλλας και ο Θεοδόσιος Λογοθέτης Ζαφειράκης από την Νάουσα. Αυτή η τριανδρία καθοδηγούσε τους εξεγερμένους Έλληνες να σπάσουν τις αλυσίδες της τυραννίας. Στην αρχή του αγώνα νικούσαν συνέχεια τους τούρκους αν και λιγότεροι αριθμητικά. Οι Έλληνες αμύνονταν του πατρίου εδάφους και δεν άφηναν ούτε πόντο γης αν δεν ήταν ποτισμένος με το αίμα τους για να βλαστήσει από εκεί ο καρπός της Ελευθερίας.
Στις 11 Απριλίου 1822 κατέφτασε στην Νάουσα μετά την κατάπνιξη της επανάστασης στην Κασσάνδρα της Χαλκιδικής ο Μεχμέτ Εμίν Πασάς ή αλλιώς Αμπτούλ Εμπού Λουμπούτ (ο ροπαλοφόρος) με 15.000 στρατό, 12 κανόνια και 600 εβραίους έτοιμους για πλιάτσικο και για να ρουφήξουν σαν βδέλλες το αίμα των άτυχων Ελλήνων. Οι Έλληνες ήταν περίπου τέσσερις με πέντε χιλιάδες επαναστάτες.
Η πολιορκία ξεκίνησε και ήταν πολύ σκληρή. Τα κανόνια χτυπούσαν με τις μεταλλικές μπάλες τα τείχη και τα σπίτια. Καπνός και σκόνη σκέπαζαν σαν ένα τεράστιο πέπλο όλη την πόλη. Οι αγωνιστές όμως δεν έκαναν πίσω και αντιστέκονταν όλοι μαζί. Ακόμη και οι γυναίκες είχαν μπει στην μάχη. Η Μακρυνίτσα (ή Κρινίτσα) Ζαφειράκη, όπως και η κόρη της Ευθυμία ενθαρρύναν τα γυναικόπαιδα να μην φοβούνται τον θάνατο και να πολεμήσουν δίπλα στους άνδρες και τους γιους τους. Η γυναίκα του Καρατάσου φώναζε κι αυτή να μην αφήσουν τούρκο να διαβεί, αλλά να τους χτυπάνε όπου τους βρίσκουν ακάλυπτους. Η γυναίκα του Αγγελή Γάτσου βλέποντας τον χαλασμό που γινόταν γύρω της προσπαθούσε όπως – όπως να βοηθήσει, είτε φέρνοντας μπαρουτόβολα είτε νερό και φαγητό για τα παλληκάρια που μάχονταν μπροστά. Όλη η πόλη πάλευε για την επιβίωσή της. Κανείς δεν καθόταν, μικροί και μεγάλοι βοηθούσαν. Η κατάσταση των πολιορκουμένων ήταν κάτι παραπάνω από τραγική, ήταν οικτρή. Τα σοκάκια της πόλης πλημμύρισαν από το αίμα των παιδιών της, τα χαλάσματα κλείναν τους δρόμους και τις εξόδους διαφυγής. Δεν είχαν πουθενά να πάνε. Ξέραν ότι θα πεθάνουν σ’ εκείνα τα άγια χώματα, χωρίς να κάνουν πίσω. Μαζί τους στην Νάουσα είχαν έρθει και περίπου 5.000 οικογένειες από τα γύρω χωριά και τις κωμοπόλεις. Αυτό το μεγάλο πλήθος έκανε την πόλη να ασφυκτιά και να μοιάζει σαν χωριουδάκι που δεν τους χωράει.
Οι μάχες συνεχίζονταν σε όλη την περίμετρο των τειχών και στις 13 Απριλίου οι κανονιές βρήκαν την πύλη του Αγίου Γεωργίου και την έριξαν κάτω. Οι τούρκοι σαν ύαινες όρμηξαν στα τείχη και σφάζαν αδιακρίτως όποιον άτυχο βρισκόταν μπροστά τους. Ακολούθησε γενική σφαγή του πληθυσμού. Aπό παντού ακούγονταν κλάματα και οιμωγές. Οι άνθρωποι τρέχαν να κρυφτούν μέσα στις εκκλησίες, αλλά κανείς δεν μπορούσε να τους σώσει. Οι οδομαχίες συνεχίζονταν από στενό σε στενό και από σπίτι σε σπίτι. Όλη η Νάουσα τυλίγθηκε στις φλόγες. Στον ναό του Αγίου Δημητρίου οχυρώθηκε ο Βαρβαρέσης με τους Σιουγγαρέους και πολέμησε λυσσαλέα τους τούρκους. Η Μακρυνίτσα όρθια εμψύχωνε τα γυναικόπαιδα στην δυσκολότερη ώρα του αγώνα. Η σφαγή της Νάουσας κράτησε πέντε μερόνυχτα. Οι τούρκοι μακέλευαν, τα πτώματα συσσωρεύονταν και η οσμή του θανάτου είχε κατακλύσει την πόλη.
Στον ποταμό Αράπιτσα στέκονταν 13 κοπέλες ανύπαντρες αλλά και παντρεμένες με τα παιδιά στην αγκαλιά, κοιτάζοντας τον γκρεμό μπροστά τους με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Είναι γλυκιά η ζωή λέγαν, αλλά αν είναι να ατιμαστείς πιότερος είναι ο θάνατος. Ακούγοντας πίσω τους να πλησιάζουν οι τούρκοι, ξέραν τι τις περιμένει και μ’ ένα πήδημα χάθηκαν μέσα στις δίνες του ποταμού.
Στο κιόσκι, μια περιοχή έξω από την Νάουσα οι τούρκοι μάζεψαν περίπου 1.500 Έλληνες αιχμαλώτους. Οι εβραίοι ως πιστοί υπηρέτες των τούρκων διψούσαν για Ελληνικό αίμα. Αφού χτύπησαν με ρόπαλα τους δύσμοιρους τους έκοχαν τους λαιμούς σαν τα πρόβατα και ηδονίζονταν βλέποντας να τρέχει το αίμα ποτάμι. Κρεμούσαν παιδιά στα δέντρα και τα έβαζαν φωτιά και από κάτω λαμπάδιαζαν και την μητέρα που θα προσπαθούσε να το σώσει. Ατελείωτες στιγμές φρίκης! Τα κεφάλια που έκοβαν τα παστώναν για να τα στείλουν δώρο στην υψηλή πύλη στην Κωνσταντινούπολη. Δεν χορταίναν την αιματοχυσία, δεν τους έφτανε, ήθελαν κι άλλο. Όμως, έναν Έλληνα του κόψαν το κεφάλι, αλλά αυτός συνέχισε να περπατάει. Αυτό το θεώρησαν σημάδι από τον θεό τους ότι φτάνει τόση σφαγή. Μαζέψαν τους υπόλοιπους αιχμαλώτους και πήραν τον δρόμο για την Θεσσαλονίκη. Μαζί τους είχαν και τις τρεις γυναίκες των οπλαρχηγών, δώρο στο σεράι του Βεζύρη για να τις κάνει ό,τι θέλει.
Η γυναίκα του Γάτσου τούρκεψε μόλις έμαθε τι μαρτύρια πρόκειται να της κάνουν. Υπερίσχυσε η ανθρώπινη φύση της, αλλά οι άλλες δύο η Μακρυνίτσα Ζαφειράκη και η γυναίκα του Καρατάσου δεν δείλιασαν αν και ήξεραν τι πρόκειται να ακολουθήσει, μείναν ακλόνητες. Ο αιμοδιψής Μεχμέτ Εμίν Πασάς τις έβριζε, τις απειλούσε και τις χτύπαγε πιστεύοντας πως θα τις κάνει να τουρκέψουν όπως την γυναίκα του Γάτσου, αλλά δεν ήξερε πως οι ψυχές που κρύβονται σε αυτά τα δύο γυναικεία σώματα είναι ανώτερες από όλων των αντρών του. Οι στρατιώτες τις έβριζαν και τις έβριζαν χυδαία, αυτές όμως υπομείναν στωικά το μαρτύριο. Τα ρούχα τους κουρελιασμένα από τις κακουχίες και τα βασανιστήρια, σχίζονταν με ένα άγγιγμα. Ο Βεζύρης βλέποντας πως οι γυναίκες δεν κάνουν πίσω, διέταξε να τις καρφώσουν με καρφιά στους τοίχους του σεραγιού του στην αίθουσα που βρισκόταν το χαρέμι. Οι πόνοι αφόρητοι, τα θνητά κορμιά τους δεν αντέχαν.Οι τούρκοι για να παρατείνουν την αγωνία και τον πόνο τους, άλοιψαν τα πρόσωπά τους με μέλι για να τις τσιμπούν οι σφήκες. Τις πέταξαν ακαθαρσίες και ό,τι άλλο βρήκαν για να τις μειώσουν. Το μαρτύριό τους ήταν απάνθρωπο, τα σώματά τους πονούσαν παντού. Έβγαζαν πνιχτές κραυγές πόνου, αλλά δεν θα αλλάζαν ούτε φυλή ούτε πίστη. Μετά από λίγες ώρες πεθαίνουν μέσα σε αβάσταχτους πόνους, η ψυχή τους όμως ελεύθερη θα φτερουγίσει πάνω από την Μακεδονία.
Αυτές ήταν οι γυναίκες της Μακεδονίας που προτίμησαν χίλιες φορές αυτόν τον αργό και βασανιστικό θάνατο παρά να προδώσουν την φυλή τους και να τουρκέψουν. Όσο για την γυναίκα του Γάτσου ας μην την κρίνουμε σκληρά. Όλοι οι άνθρωποι δεν είμαστε ίδιοι, άλλωστε ήταν μια γυναίκα μόνη της ανάμεσα στους εχθρούς και δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Η Νάουσα καταστράφηκε ολοσχερώς 5.000 σφαγιάστηκαν ανηλεώς, άλλοι 5.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι και πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα σαν να επρόκειτο για ζώα. Από τα γύρω χωριά της πόλης της Νάουσας 120 παραδόθηκαν στην σφαγή και στην λεηλασία και στο τέλος ισοπεδώθηκαν. Έτσι έσβησε η επανάσταση στην Μακεδονία.
Πυρήνας Καβάλας
Αίας ο Τελαμώνιος