Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες γιὰ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν φτώχεια
30 Ιανουαρίου 2012
Κι ἕνα χωρίο πού ἐξηγεῖ τίς θέσεις του: “Πάντοτε λέω, ὅτι δέν καταφέρομαι ἐναντίον τοῦ πλουσίου, ἀλλά κατά τοῦ ἅρπαγα. Ἄλλο πλούσιος καί ἄλλο ἅρπαγας. Ἄλλο εὔπορος κι ἄλλο πλεονέκτης. Ξεχώριζε τά πράγματα καί μή συγχέεις τά ἀσύγχυτα. Εἶσαι πλούσιος; Δέν σέ ἐμποδίζω. Εἶσαι ἅρπαγας; Σέ κατηγορῶ… Θέλεις νά μέ λιθοβολήσεις; Εἶμαι ἕτοιμος νά χύσω τό αἷμα μου, γιατί προσπάθειά μου εἶναι νά σέ ἐμποδίσω νά ἁμαρτάνεις… Καί οἱ πλούσιοι εἶναι παιδιά μου καί οἱ φτωχοί εἶναι παιδιά μου” (PG 52,399).
Ἡ θέωσις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, κατά ταῦτα, εἶναι τό τελικόν θέμα τῆς τριαδικῆς ὀντολογίας ἐπί τῇ βάσει τῆς μίξεως διά περιχωρήσεως τῆς θεότητος μετά τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἡ μίξις αὕτη διά τοῦτο δέν εἶναι ἀνάμιξις, σύγχυσις, συνταύτισις φύσεως ἤ μεταλλαγή αὐτῆς ὀντολογική, οὔτε εἶναι τι τρίτον δημιουργούμενον, εἷς θεΐσκος τρόπον τινα. Αἱ φύσεις δέν ἀλλάσσουν μιγνύμεναι ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, οὔτε ὑπάρχει ἀπορρόφησις τῆς μιᾶς ἀπό τῆς ἄλλης, οὔτε ἀπόλυτος ταύτισις μεταξύ αὐτῶν, ἀλλά συνάφεια. Ἡ θεία Φύσις θεοῖ τήν ἀνθρωπίνην, ἀλλ’ ὁ Γρηγόριος δέν λέγει καί τό ἀντίθετον. “Προελθὼν δὲ Θεὸς μετὰ τῆς προσλήψεως, ἕν ἐκ δύο τῶν ἐναντίων, σαρκὸς καὶ πνεύματος· ὧν τὸ μὲν ἐθέωσε, τὸ δὲ ἐθεώθη”. Διότι ἡ μίξις τῆς ὑπεροχῆς ἐπιβάλλει τοῦτο, ἀφοῦ ἡ πρώτη κίνησις, ἡ προτεραιότης, τό αἴτιον καί τό “μέσον” ἀνήκει εἰς τήν θείαν Φύσιν. Ὁ Θεός Λόγος ἔλαβε σάρκα, τό ἀντίθετον δέν λέγεται, καίτοι ὡς ἀποτέλεσμα ὑποτίθεται ἤ μᾶλλον παραμένει ἀνοικτόν διότι προϋποτίθεται ἡ ἀνθρωπίνη ἀπόφασις καί ἐνέργεια. Ἡ θέωσις σημαίνει τήν δυνατότητα διά τόν ἄνθρωπον νά ἀναχθῇ πρός τό πραγματικῶς ἀνθρώπινον, δηλαδή εἰς τό ὑπάρχειν κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν, ὡς ἐδημιουργήθη ὁ ἄνθρωπος ἀπ’ ἀρχῆς ὑπό τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ.
Τήν δυνατότητα ταύτην δίδει εἰς τήν ἀνθρωπίνην ὕπαρξιν ἡ πίστις, ἐξηρτημένη ἐπίσης ἀπό τῆς ἀποφάσεως τοῦ ἀνθρώπου καί μέσω τῶν μυστηρίων, τά ὁποῖα εἶναι τά ἀντίτυπα τοῦ ἀρχετύπου ἐν τῇ ἱστορίᾳ. Ταῦτα ἀντιπροσωπεύουν πλήρως τήν ὀντολογικήν παρουσίαν τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ δυνατότης, δηλαδή, ἑδράζεται κατά ρεαλιστικόν τρόπον ἐπί ἀκλονήτου ἀντικειμενικῆς πραγματικότητος – ἡ Ἐκκλησία! – ἡ ὁποία διαπερνᾶ κάθε ἱστορικήν πραγματικότητα καί δέν ἐξαρτᾶται ἐξ αὐτῆς ὡς πρός τήν ἐνέργειαν καί ἀποτελεσματικότητά της. Οἱασδήποτε ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου τήν προϋποθέτει.
Τό ὑπερβατικόν, τό Ἀπόλυτον Ὄν γίνεται οὕτω δυνατότης συνυπάρξεως μεθ’ ἡμῶν μέσω τῆς ἐλευθέρας ἀποφάσεώς μας. Ἡ ἀπόφασις αὐτή, ἡ ὑπαρκτική ἐκλογή τοῦ ἀνθρώπου νά ἀποδεχθῇ τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν τοῦ Θεοῦ ἐντός τῆς ἱστορίας καί ἡ σύμφωνος πρός τήν παρουσίαν αὐτήν συμμετοχή μας εἰς πᾶν ἔργον τό ὁποῖον ὑποβοηθεῖ εἰς τήν ἀναδημιουργίαν τοῦ πραγματικῶς ἀνθρωπίνου εἶναι ἡ μόνη δυνατότης συνδέσεως Οὐσίας καί Ὑπάρξεως.