Ο Γάμος στο Βυζάντιο (1)
11 Ιουνίου 2009
Αναστασίας Δ. Βακαλούδη
απόσπασμα από το βιβλίο: Καλλιστεία και Γάμος στο Βυζάντιο, εκδ. Αδελφών Κυριακίδη 1998.
Ο λαϊκός γάμος
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, πριν από την τέλεση του γάμου πραγματοποιούνταν ο στολισμός του νυφικού θαλάμου που όπως και κατά την αρχαιότητα, ονομάζεται παστός. Εάν δεν επαρκούσαν τα στολίσματα, η οικογένεια της νύφης έπρεπε να δανειστεί από τους γείτονες. Συγγενείς και φίλοι έραιναν τον παστό με λουλούδια κι έψαλλαν τραγούδια επαινετικά προς το γαμπρό και τη νύφη. Χαρακτηριστικά είναι τα άσματα που αναφέρει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος και τα οποία απηύθυνε ο λαός προς την Αυγούστα κατά την τέλεση των γάμων της:
Και λέγουσι την φωνήν ήχ. α
άνθη εσώρευσα του αγρού, και εις την παστάδα εισήκα σπουδή
ζευγόνυμον ήλιον είδον εις χρυσέντιμον κλίνην
άλληλα ηγκαλίζοντο ποθητήν επιθυμίαν χαρά εις τα κάλλη αυτών τα εγγλυκοθέατα, και ρόδα τα ροδεύμορφα
χαρά εις το ζεύγον το χρυσόν.
Το θέμα των γαμηλίων προσκλήσεων διευθετούνταν συνήθως από τους γονείς των μελλονύμφων αλλά και μέσω λαλετών ή καλεστών που ίσως άφηναν στα σπίτια των προσκεκλημένων μήλο, λεμόνι, μοσχοκάρφια ή παστέλι.
Απαράβατος όρος για την πραγματοποίηση του γαμηλίου μυστηρίου θεωρούνταν, τα δύο άτομα να είναι ομόθρησκα ή ομόδοξα. Η επισύναψη γάμου με απίστους, αιρετικούς κι εθνικούς ιδίως Ιουδαίους αρχικά αντιμετωπιζόταν με αποστροφή κι αργότερα κηρύχτηκε άθεσμη. Οι απαγορεύσεις αυτές αναιρούνταν μόνο σε βασιλικά συνοικέσια.
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους κεκωλυμένοι θεωρούνταν οι εξής γάμοι:
«ίνκεστος, ο εξ αίματος την σύστασιν έχων, οίον εις ανεψιάν, θείαν, εξαδέλφην»,
«δαμνάτος ο κεκωλυμένος, οίον επίτροπος προς επιτροπενομένην και απελεύθερος προς πατρωνίσσαν»,
«Νεφάριος δε ο παράνομος οίον πρός μοναχήν ή ασκήτριαν ή και την εξ αρπαγής».
Καθ’ όλα άψογος ήταν μόνον ο πρώτος γάμος, ιερός και απαραβίαστος στα μάτια της εκκλησίας, τον οποίο ο άνθρωπος απαγορευόταν να διασπάσει. Ο δεύτερος αντιμετώπιζε περιορισμούς και θεωρούνταν ως ευπρεπής μοιχεία. Ο τρίτος θεωρούνταν ως πολυγαμία. Χαρακτηριστικά επισημαίνει ο W. T Treadgold , αναφερόμενος στο πρόβλημα της τετραγαμίας του Λέοντα Στ’ του Σοφού, ότι το ακανθώδες ζήτημα της σύναψης πολλών γάμων αποτελούσε αίτιο σοβαρών αντιπαραθέσεων και επέσυρε αυστηρή τιμωρία.
Πάντως γενικά το πρόβλημα της διατήρησης της παρθενίας και το φαινόμενο της δευτερογαμίας θα πρέπει να ήταν συνηθισμένα στο Βυζάντιο εφόσον ο Ιωάννης Χρυσόστομος προέτρεπε: «Ου δύνασαι δια παρθενίας εισελθείν (στην εκκλησία); Είσελθε δια μονογαμίας. Ου δύνασαι διά μονογαμίας; Καν διά δευτερογαμίας».
Οι μέλλοντες γαμπροί προτιμούσαν συνήθως παρθένους κι όχι χήρες προς σύναψη γάμου. Επίσης δεν επιτρεπόταν ο γάμος σε χήρα, εάν δεν είχε παρέλθει ο πένθιμος χρόνος, δηλαδή ένα έτος από το θάνατο του συζύγου εκτός αν εκείνη κατά το χρονικό αυτό διάστημα γεννούσε. Ο άνδρας δεν πενθούσε τη γυναίκα ούτε η μνηστή το μνηστήρα. Απαγορευμένος ήταν και ο γάμος μεταξύ ατόμων προερχομένων από διαφορετικές τάξεις. Επί Ιουστινιανού όμως (λόγω Θεοδώρας) εμφανίστηκε μια χαλάρωση των αυστηρών αυτών κανόνων
Όσον αφορά την ενδυμασία των προσκεκλημένων και των μελλονύμφων, οι μεν πρώτοι φορούσαν το ένδυμα γάμου όπως αναφέρει και ο Ιωάννης Χρυσόστομος παραπέμποντας στην Αγία Γραφή, δηλαδή τα καλύτερα φορέματά τους καθαρά κι όχι μαύρα. Η νύφη εμφανιζόταν λαμπροστολισμένη, καλυμμένη με πέπλο από το κεφάλι έως τα πόδια και δεν έπρεπε να φορά μαύρα παπούτσια. Η ενδυμασία του γαμπρού επίσης ήταν κατάλληλη για την περίσταση.
Την ώρα του γάμου κατέφθαναν στο σπίτι της νύφης μουσικοί και δαδούχοι γιατί αρχικά τουλάχιστον, το μυστήριο γινόταν τη νύχτα. Μόλις ο γαμπρός έκανε την εμφάνισή του, προκαλούσαν θόρυβο κι έριχναν μήλα και τριαντάφυλλα. Στη συνέχεια παρουσιαζόταν η νύφη υπέροχα στολισμένη και καλυμμένη με πέπλο, ανέβαινε «επί οχήματος καταστέγου» και άρχιζε με τραγούδια η νυφική πομπή προς την εκκλησία την οποία έραιναν καθ’ οδόν με τριαντάφυλλα και βιολέτες, καίγοντας κατά διαστήματα αρωματικά ξύλα. Το λουτρό της βασιλικής νύφης πραγματοποιούνταν την τρίτη ημέρα από την διεξαγωγή του γαμηλίου μυστηρίου, δεν φαίνεται όμως πιθανόν ότι το αυτό συνέβαινε και στην περίπτωση της λαϊκής κόρης. Ίσως εδώ το λουτρό να γινόταν πριν από το γάμο.
Κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο ο γάμος ήταν καθαρά αστική υπόθεση, γι’ αυτό συνήθως την τελετή στέψης πραγματοποιούσε ο πατέρας του γαμπρού. Όμως ήδη από τον Δ’ αιώνα κάποιες οικογένειες καλούσαν προαιρετικά ιερέα για την «ευλογία». Τον ΣΤ’ αιώνα συνήθως ο πατριάρχης τελούσε τη στέψη στους αυτοκρατορικούς γάμους. Η Εκλογή επικύρωσε την εκκλησιαστική «ευλογία» ως εναλλακτική μορφή ολοκλήρωσης ενός νόμιμου γάμου και ο Λέων, με την 89η Νεαρά του, έδωσε για πρώτη φορά στην εκκλησία το αποκλειστικό δικαίωμα να νομιμοποιεί τους γάμους, θέτοντας στην αρμοδιότητα των εκκλησιαστικών δικαστηρίων τα νομικά προβλήματα του γάμου, το διαζύγιο και τις συνέπειές του. Η «ευλογία» έγινε υποχρεωτική και η εκκλησιαστική κανονική νομοθεσία επεκτάθηκε σε μεγάλο βαθμό στη ζωή των Βυζαντινών. Από τους Η’ και Θ’ αιώνες ο γάμος γινόταν υποχρεωτικά στο ναό από τον ιερέα της κοινότητας από τον επίσκοπο εάν οι μελλόνυμφοι ήταν ευπορότεροι.
Η ημέρα πραγματοποίησης της στέψης ήταν πάντοτε Κυριακή και ο χρόνος καθοριζόταν από την εκκλησία και τη λαϊκή πρόληψη. Κατά την τέλεση του γαμήλιου μυστηρίου, το ζευγάρι συμμετείχε στη Θεία Ευχαριστία με σκοπό να ταυτιστεί η ένωση με το σώμα και το αίμα του Χριστού και να αποκτήσει την ανάλογη ιερότητα.
Σύντεκνος [στεφάνων] ή παράνυμφος γινόταν συνήθως ο ανάδοχος, ο οποίος κρατούσε κατά την περιφορά τα στέφανα. Πριν από την τέλεση του μυστηρίου, ο ιερέας όφειλε να διερευνήσει εάν υπήρχαν κωλύματα που εμπόδιζαν τη σύναψη του γάμου. Στη συνέχεια ένωνε τα χέρια των μελλονύμφων κι ανταλλάσσονταν τα δακτυλίδια. Κατά την περιφορά τους έριχναν σουσάμι ή κριθάρι για την επίτευξη πολυγονία. Μετά τη λήξη της διαδικασίας αυτής οι προσκεκλημένοι ασπάζονταν τα στέφανα και τους μελλονύμφους με ευχές, προσφέροντας ταυτόχρονα δώρα.
Κατόπιν η νύφη κατευθυνόταν προς το σπίτι του γαμπρού υπό τους ήχους αυλού, κιθάρας και συνοδεία τραγουδιών. Τα άσματα αυτά, αρχικά λαϊκά, αντικαταστάθηκαν συν τω χρόνω, υπό την επίδραση της εκκλησίας, από θρησκευτικούς ύμνους. Οι προσκεκλημένοι κάθονταν στο γαμήλιο τραπέζι όσο το δυνατόν πολυτελέστερο όπου γυναίκες και άνδρες έτρωγαν χωριστά προσέφεραν δώρα κι έψαλλαν παστικά άσματα στα οποία εξυμνούσαν τα προσόντα των νεονύμφων. Για την εκτέλεση των γαμήλιων χορών καλούνταν ορχηστές, γυναίκες του θεάτρου, μίμοι. Κατά την έναρξη του ολονυκτίου συμποσίου ο γαμπρός αντίκρυζε για πρώτη φορά τη νύφη σηκώνοντάς της το πέπλο ενώ οι καλεσμένοι έτρωγαν τραγουδώντας κατά διαστήματα τα επιθαλάμια και κάνοντας μεγάλο θόρυβο με κύμβαλα, τύμπανα και κρόταλα.
Τέλος, αφού έψαλλαν το κατακοιμητικό στο ζεύγος κι αυτό αποσυρόταν στο νυφικό θάλαμο, οι καλεσμένοι αποχωρούσαν. Τότε, πολλές φορές οι νεόνυμφοι αντί να περάσουν τη, νύκτα σαν σύζυγοι αποφάσιζαν να λατρέψουν τα Θεία και να ζήσουν σαν αδελφοί, άλλοτε πάλι ο ένας από τους δύο κατέφευγε κρυφά στο βουνό ή σε μοναστήρι, επηρεασμένος από την ασκητική θρησκευτική τάση της εποχής (σπάνιες περιπτώσεις και συγκεκριμένης εποχής που αναφέρονται από την συγγραφέα διότι υπάρχουν βιβλιογραφικά καταγεγραμμένοι και παρατίθενται στο βιβλίο).
Το πρωί της επομένης ημέρας γινόταν το παραξύπνημα των συζύγων από συγγενείς και φίλους, οι οποίοι έψαλλαν τα ανάλογα άσματα. Παράλληλα εξέθεταν το χιτώνα της νύφης σε κοινή θέα ως πειστήριο της παρθενίας της, σε αντίθετη περίπτωση, ο σύζυγος θεωρούσε τον εαυτό του προσβεβλημένο και είχε το δικαίωμα να πάρει διαζύγιο.
Οι γαμήλιες διασκεδάσεις διαρκούσαν επτά ημέρες. Μετά το πέρας αυτών, ο ιερέας διάβαζε την ευχή λύσης του παστού και η όλη γαμήλια διαδικασία έπαιρνε τέλος.
Συνεχίζεται…