Συνέντευξη: Καίτη Κουλλιά
21 Δεκεμβρίου 2011
Ομολογώ πως η συγκεκριμένη συνέντευξη αποτελούσε για εμένα απωθημένο…
Από την πρώτη φορά που άκουσα την Καίτη Κουλλιά παρέα με τον Δημήτρη Υφαντή στου Ψυρρή, πριν από –κοντά- 10 χρόνια, ένιωσα πως μαγεύτηκα. Γεννήθηκε μέσα μου ένας απέραντος σεβασμός και προσδοκία για τα μουσικά βήματα αυτής της κοπέλας –τότε- και ολοκληρωμένης τραγουδίστριας -πλέον- με την καθαρή ματιά και την γεμάτη Δωδεκανήσιους συνειρμούς αύρα. Προσωπικά, δεν διαψεύστηκα και έφτασα με ξεχωριστή χαρά και ευγνωμοσύνη ως προς τη συγκυρία, απέναντί της για μια συνέντευξη στο MusicHeaven. Το ενδιαφέρον μου κέντρισε ακόμη πιο πολύ η προαναγγελία της δουλειάς της με τον Αντώνη Μιτζέλο. Η Καίτη Κουλλιά μας εξηγεί πως αποφάσισε να ακολουθήσει μουσικά μονοπάτια άγνωστα μέχρι σήμερα για την ίδια… Διόλου, αξιοπερίεργο αν αναλογιστούμε πως στην Κάλυμνο έχουν συνηθίσει να βουτούν στον βυθό της θάλασσας για να αναδυθούν με το αντικείμενο της αναζήτησης… Κατάδυση, άρα και ανάδυση, χωρίς άδεια χέρια!
Στην Κάλυμνο μείνατε ως την δύση της εφηβείας σας, έτσι δεν είναι; Το πρώτο-πρώτο καιρό που φτάσατε, λοιπόν, στην πρωτεύουσα, ποια ήταν τα εφόδια σε επίπεδο προσωπικότητας και σε ό,τι αφορά τη μουσική;
«Θυμάμαι πως εκείνη την περίοδο λαχταρούσα κοινώς «να την κάνω» και ήθελα να βρεθώ σε χώρους που υπήρχε μουσική. Αυτό ήταν το πάθος και το μεράκι μου. Έτσι, από την πρώτη μέρα, που πάτησα στην Αθήνα, γράφτηκα στο χορευτικό και στη χορωδία του πανεπιστημίου. Βρέθηκα σε πολύ ωραίες συντροφιές και από την πρώτη εβδομάδα αισθάνθηκα πως άρχισα επιτέλους να αναπνέω…»
Ποια ένστικτα, ενεργοποιήθηκαν, ώστε να κάνετε τα πρώτα σας βήματα;
«Τότε ήμουν αρκετά «χαμένη», δεν γνώριζα τι μου γίνεται. Ακολουθούσα το ένστικτο και την στιγμή. Το αν ευχαριστιέμαι την στιγμή ή όχι. Επίσης τότε, εννοείται, ότι δεν σκεφτόμουν, πως θα ασχοληθώ με την μουσική. Πάντα τραγουδούσα, πάντα βρισκόμουν σε χώρους που υπήρχε μουσική και απλά συμμετείχα ως ακροατής κι ερασιτέχνης»
Θυμάστε ποιο ήταν το τραγούδι που πρωτοτραγουδήσατε;
«Η πρώτη μου απόπειρα ήταν στην πρώτη ή στην δευτέρα Δημοτικού, όταν η δασκάλα μου ζήτησε να πω ένα ποίημα για την 28η Οκτωβρίου και κάποια στιγμή της λέω «Δεν θέλω να πω ποίημα, θέλω να τραγουδήσω το «τα παιδιά της Ελλάδος, παιδιά». Εκείνη γέλασε και θυμάμαι πως με σήκωσε πάνω στην καρέκλα για να… ψηλώσω, γιατί ήμουν πολύ μικρό και άρχισα να τραγουδώ «Ελληνίδες του Ζαλόγγου και της Πόλης και του λόγγου» και από τότε αισθάνθηκα… επιτέλους τραγουδίστρια…»
Η συνεργασία σας με τον Χρήστο Τσιαμούλη στον πρώτο σας δίσκο, «Αύρα Θαλασσινή», δεν ήταν η μόνη κατάθεση με ύφος καθαρά παραδοσιακό. Ωστόσο, έκτοτε πλάι σε αυτό το στοιχείο προσθέτετε είτε πιο έντεχνα, είτε και πιο πειραματικά, όπως στον «Ωκεανό». Έχει σχηματιστεί μέσα σας το άκουσμα με το οποίο αισθάνεστε πιο οικεία ή βρίσκεστε ακόμη σε πορεία αναζήτησης;
«Αισθάνομαι, ότι βρίσκομαι σε πορεία αναζήτησης. Από την άλλη μεριά, η ποιότητα και η αυτοπεποίθηση που μου δίνει το κομμάτι της παράδοσης είναι από μόνο του ένα όπλο, για τον τρόπο που πειραματίζομαι στα άλλα κομμάτια. Δεν έχω καταλήξει κάπου. Αν μου πήγαινε να ταυτίσω τη φωνή μου με την παράδοση, θα το είχα κάνει και νομίζω πως θα ήταν και πιο βατός ο δρόμος»
Έχετε αναφέρει σε πρόσφατη συνέντευξή σας πως «σε όνειρο, θυμάμαι πως είχα δει ότι συναντιόμουν με έναν συνθέτη, ο οποίος έχει ένα πολύ ωραίο έργο» και του λέγατε: «Δώσ’ μου το παιδί σου (τη μουσική σου) να το περιποιούμαι. Εσένα μπορεί να μη σε συμπαθώ, το παιδί σου, όμως, το αγαπώ και το εμπιστεύομαι». Πιστεύετε στα όνειρα;
«Πολλές φορές τα όνειρα με βοηθούν στην καθημερινότητά μου. Δεν τα θεωρώ τυχαία, σέβομαι τα συναισθήματα και τις αγωνίες που βιώνω μέσα σε αυτά. Από την άλλη, υπάρχει το κομμάτι το μη συνειδητό, που με εκπλήσσει αλλά και με παιδεύει»
Η δουλειά με τον Γιώργο Φρατζολά, «Εδώ ξυπνούν τα όνειρα» φάνηκε να αποτυπώνει το προσωπικό σας στίγμα. Πως προέκυψε η γνωριμία σας και καλλιτεχνικά πως αντιλαμβάνεστε τη χημεία μεταξύ σας;
«Η συγκεκριμένη δουλεία προέκυψε, γιατί ο Γιώργος τότε έψαχνε μια γυναικεία φωνή για να ερμηνεύσει τα τραγούδια. Είναι αυτές οι συμπτώσεις που… δεν είναι συμπτώσεις. Κάπου άκουσε σε μια κασέτα από μια παράσταση τη φωνή μου, του άρεσε και ήρθε κα με βρήκε για να μου προτείνει την δουλειά. Με τον Γιώργο είμαστε αδερφικοί φίλοι. Είναι ένας άνθρωπος, με τον οποίο ταιριάζουμε και έχουμε να πούμε πολλά πράγματα και πέρα από την μουσική. Είναι μεγάλο δώρο να υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, που μέσα στο πέρασμα του χρόνου γίνονται αγαπημένοι φίλοι»
Έχουν στενέψει τα περιθώρια, από τις εταιρείες ως προς πιο πειραματικά στοιχεία. Έχει να κάνει με κριτήρια προσωπικά ή καλλιτεχνικά;
«Όταν ξεκίνησα ήταν λίγο πιο ανοιχτή η πόρτα σε κάποιες δισκογραφικές εταιρίες, είχαν μεγαλύτερη άνεση να ελιχτούν. Είτε τους ενδιέφερα, είτε όχι θα μπορούσαν να πουν «ε, ας εκδώσουμε άλλον έναν δίσκο που θα πουλήσει 1.000 κομμάτια να βγάλουμε τα έξοδα μας και να πούμε ότι ρίχνουμε στην αγορά και ένα διαφορετικό υλικό». Τώρα που υπάρχει μια πολύ μεγάλη κρίση και κλείνουν δισκογραφικές εταιρείες, αυτό έχει δημιουργήσει ένα στένεμα μεγάλο»
Παρόλα αυτά όμως, τελευταία γίνονται κάποιες προσπάθειες, έστω και δειλά – δειλά, κάποιες ανεξάρτητες παραγωγές…
«Πιστεύω, ότι το μέλλον της δισκογραφίας κρίνεται στις ανεξάρτητες παραγωγές. Το πρόβλημα όμως, είναι κατά πόσο έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίζουν τις παραγωγές αυτές. Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές συμβαίνει μια δουλειά με λόγο ύπαρξης, να κινδυνεύει να χαθεί, επειδή απουσιάζει η οικονομική στήριξη και η στρατηγική ενός επαγγελματία που να το βλέπει πιο αυστηρά»
Από την πλευρά ενός ακροατή τι φταίει ως προς το κριτήριό του και δεν υπάρχει ανταπόκριση σε παραγωγές που αξίζουν κάτι περισσότερο;
«Αισθάνομαι ότι ο κόσμος έχει κουραστεί. Υπάρχει μια θολούρα γύρω μας ως προς τα μηνύματα, τις προτάσεις και τα ερεθίσματα, που θολώνουν την κεραία μας ως προς το τι ψάχνουμε, αλλά και πως το ψάχνουμε. Βεβαίως και υπάρχουν όμορφα και ιδιαίτερα ακούσματα, αλλά λέω ότι για τον πολύ κόσμο, που έχει τη συνήθεια του ζάπινγκ και που βγαίνει ένα Σαββατόβραδο για να εκτονωθεί, του είναι πολύ πιο δύσκολο να αφήσει χώρο, ώστε να ανακαλύψει αυτά που αξίζουν περισσότερο»
Πόσο χαρίζεται και πόσο φανερώνεται ένα τραγούδι στον δημιουργό του και πόσο στον ερμηνευτή του; Εσείς πως βιώνετε τη σχέση σας με ένα τραγούδι που ξεχωρίζετε;
«Υπάρχουν πολλά τραγούδια που μου αρέσουν να τα ακούω, αλλά δεν με παρακινούν να τα τραγουδήσω είτε γιατί δεν ταιριάζουν στην ψυχοσύνθεσή μου, είτε γιατί αισθάνομαι ότι δεν έχω ακόμη την εμπειρία για να τα ερμηνεύσω. Αισθάνομαι ότι είναι πολύ πιο δύσκολη η δική μου θέση από αυτή του δημιουργού, γιατί εγώ είμαι ένας άνθρωπος έξω από αυτόν και προσπαθώ να μπω μέσα του, μέσω της ερμηνείας. Είναι πολύ πιο δύσκολο, γιατί εμένα τα δικά μου βιώματα είναι άλλα»
Όταν σας εμπιστεύονται ένα τραγούδι, κάνετε «διάλογο» μαζί του (με το τραγούδι);
«Είναι κάποια τραγούδια που με προκαλούν να κάνω διάλογο και υπάρχουν κάποια άλλα που κάνω και κάποιο φλερτ. Αυτό ακούγεται κάπως πιο επιφανειακό, αλλά είναι αλήθεια. Μπορεί να με φλερτάρει ένα σημείο του στίχου, ένα σημείο της μελωδίας, «κάτι» μου κάνουν πάντως. Είναι δύσκολο να πω ότι συγκινησιακά αισθάνομαι ανάλογα με όλα τα τραγούδια. Μακάρι να το αισθανόμουν. Αλλά το αντιλαμβάνομαι, όπως με τον ίδιο τρόπο συμβαίνει όταν συναντάμε ένα ενδιαφέρον άτομο σε μια συντροφιά. Κάποια άγνωστα πρόσωπα… Έχει γοητεία το να ανοιχτείς, να γνωρίσεις και να δεις μέχρι που πάει μια συνάντηση, μια γνωριμία. Κάπως ανάλογα… Είναι κάποια τραγούδια που μου είναι οικεία από την αρχή, ενώ κάποια άλλα γίνονται οικεία στην πορεία»
Ανάμεσα στις τέσσερις δισκογραφικές δουλειές σας, ποια είναι αυτή που αντανακλά πιο πιστά εσάς την ίδια; Για ποιο λόγο;
«Κάθε μια από αυτές έχει τη δική της χάρη. Κάθε φορά που έμπαινα στο στούντιο είχα την αγωνία και την προσμονή σε σχέση με το πώς θα στολιζόταν το κάθε τραγούδι. Από την άλλη, ο χρόνος περνάει και βοηθάει γιατί η εμπειρία του παρελθόντος είναι συνοδοιπόρος για κάθε επόμενο βήμα. Αισθάνομαι ότι γνωρίζω, πια, τις αδυναμίες του κάθε δίσκου, τη χρονική στιγμή της παραγωγής του, όμως, είτε δεν ήμουν σε θέση να τις δω, είτε δεν ήταν στο χέρι μου να τις αποφύγω»
Τι ετοιμάζετε αυτή την περίοδο;
«Υπάρχει μια έτοιμη δισκογραφική δουλειά. Μια ιδιαίτερη πρόταση, που θα κυκλοφορήσει τον Μάιο. Ο Αντώνης Μιτζέλος έχει κάνει την ενορχήστρωση. Οι συνθέσεις είναι του ίδιου και των Τιμόθεου Γεωργίου, Μιχάλη Νικολούδη, Νίκου και Μιχάλη Κουμπιού και οι στίχοι των Λίνας Δημοπούλου, Ελένης Ζιώγα, Ηλία Κατσούλη, Γιώργου Πολυμενάκου, Νίκου Σταθόπουλου και Δημήτρη Τσεκούρα. Συμμετέχουν επίσης, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ο Γεράσιμος Ανδρεάτος και τα Κίτρινα Ποδήλατα. Αισθάνομαι τη συγκεκριμένη δουλειά ως ένα επόμενο βήμα, που με γοητεύει. Κάποιοι φίλοι μου είπαν ότι είναι λίγο «κόντρα στην εικόνα μου». Δεν με ενοχλεί αυτό γιατί νομίζω ότι τελικά την εικόνα μου μόνο εγώ τη γνωρίζω. Και ότι κάθε φορά που κάνω μια νέα πρόταση ο ακροατής καλείται να οικειοποιηθεί ή όχι ένα μέρος αυτής της εικόνας. Ως προς την αποδοχή, ο χρόνος θα δείξει. Νομίζω, πάντως πως, ναι, ίσως να παίζω και λίγο με τη φωτιά»
Αλίμονο! Και οι σφουγγαράδες στην πατρίδα σας στην Κάλυμνο, με… τη φωτιά παίζουν στα βάθη της θάλασσας.
«Ρώτησα κάποτε έναν σφουγγαρά… «Πως συνεχίζεις να κάνεις αυτή τη δουλειά, αφού γνωρίζεις ότι κινδυνεύεις τόσο πολύ;» Και μου απάντησε: «Κοπέλα μου, όταν δεις εκεί κάτω το σφουγγάρι, λες εκείνη τη στιγμή, αυτό είναι το ψωμί μου. Αν γυαλίζει κάτω το μαργαριτάρι, θα σκεφτείς σε τι βάθος είναι; Όχι, βέβαια. Απλά, βουτάς κι όσο αντέχεις πας»
Την τελευταία περίοδο, φαίνεται πως το «έντεχνο τραγούδι» βρίσκεται σε αμηχανία. Το αντιλαμβάνεστε εσείς ως ερμηνεύτρια;
«Πιστεύω ότι η αμηχανία αυτή υπάρχει και κατά έναν τρόπο δημιουργείται από τους ίδιους τους τραγουδιστές. Συχνά κάνουν επιλογές που δεν είναι ξεκάθαρες. Το τίμημα που έχει το κυνήγι της κορυφής –πέρα από το αν θα την αγγίξεις ή όχι- είναι μεγάλο. Επίσης, αισθάνομαι ότι υπάρχει μια βαθύτερη έλλειψη παιδείας. Σε όλους μας αρέσει να πιστεύουμε ότι υπηρετούμε καλά την τέχνη μας, σε όλους μας αρέσει να μας πλαισιώνουν άνθρωποι που μας ενθαρρύνουν και τονώνουν την πεποίθηση αυτή. Τι γίνεται όμως όταν συνειδητοποιείς, ότι είσαι πραγματικά λίγος και μέτριος και ανακαλύπτεις ότι η εικόνα σου δεν είναι τόσο όμορφη και εντυπωσιακή όσο νομίζεις;»
Δέχεστε το διαχωρισμό «καλού» και «μη ποιοτικού» τραγουδιού;
«Βεβαίως, και δέχομαι τον διαχωρισμό του τραγουδιού σε ποιοτικό και μη. Όπως πιστεύω επίσης, ότι ένα τραγούδι κινδυνεύει να μην είναι όμορφο, ενώ έχει ρίζα όμορφη, γιατί στολίζεται άσχημα. Και ένα τραγούδι μπορεί να στολιστεί πολύ όμορφα, να σε παρασύρει και η ρίζα του να μην σε αφορά. Πολλές φορές κινδυνεύουμε να βγάλουμε λάθος συμπέρασμα από τον τρόπο που παρουσιάζεται κάτι»
Ποια είναι τα διλήμματα που προκύπτουν όταν φτάνετε στο χρονικό σημείο να διαλέξετε ρεπερτόριο για μια δουλειά σας;
«Στην αρχή είναι ένα παζλ. Ψάχνεις τα τραγούδια, λες «τι εικόνα θα φτιάξουμε». Πέρα από την προσωπική δισκογραφία, ψάχνω τι τραγούδια μου αρέσει να πω. Υπάρχουν τραγούδια που μου αρέσει να τα ακούω, αλλά δεν σκέφτομαι να τα τραγουδήσω. Η επιλογή έχει να κάνει με την ψυχική μου διάθεση τη συγκεκριμένη περίοδο, με τον χρόνο που θα κρατήσουν οι εμφανίσεις και ασφαλώς με το χώρο που θα μας φιλοξενήσει»
Χαρακτηρίζεστε από τους χαμηλούς τόνους στην καλλιτεχνική συμπεριφορά σας, όμως οι εμφανίσεις σας κινούν το ενδιαφέρον σε ένα σεβαστό αριθμητικά κοινό που έρχεται συνειδητοποιημένα να σας ακούσει. Έχετε κάνει υποχωρήσεις στην καριέρα σας προς χάρη της πορείας;
«Αισθάνομαι τυχερή ως προς κάποιες γνωριμίες, κάποιους ανθρώπους που συνάντησα και που μέσα από την επαφή που είχαμε με στήριξαν περισσότερο. Από την άλλη μεριά, σίγουρα έχω κάνει υποχωρήσεις. Έχω χρειαστεί να νερώσω το κρασί μου πολλές φορές, αλλά αισθάνομαι ότι υπάρχουν διαφόρων ειδών υποχωρήσεις. Υποχωρήσεις που κινδυνεύεις να αλλάξει το «είναι» σου και άλλες που είναι πιο επιφανειακές και ανώδυνες. Το πιο σημαντικό είναι να γνωρίζεις το πότε τις κάνεις και να είναι τέτοιες που να μην ανατρέπουν τις αξίες σου»
Έχετε έρθει ποτέ, προ του διλήμματος μιας πολύ σκληρής υποχώρησης;
«Ναι, κάποτε μια πολύ γνωστή τραγουδίστρια μου έλεγε το «Εδώ ξυπνούν τα όνειρα», να το βγάλουμε πολύ πιο σύντομα (στη δισκογραφία). Επειδή, όμως τρόμαξα στην ευθύνη ενός τέτοιου ανοίγματος και στην αίσθηση ότι «εδώ θα καώ μέσα σε τόσο κόσμο», απάντησα ότι δεν ήμουν έτοιμη, πως δεν αντέχει η ψυχή μου να το κάνει. Όχι ότι δεν είχα την επιθυμία, αλλά δεν είχα την ωριμότητα να πω ένα «ναι» και να είμαι παρούσα στο «ναι». Από την άλλη, ήμουν και τυχερή γιατί ο ίδιος άνθρωπος, βλέποντας ότι η άρνησή μου δεν είχε να κάνει με άρνηση ως προς το πρόσωπό του, μου πρότεινε συνεργασία αργότερα, για άλλες δουλειές»
Σας ενδιαφέρει η ανταπόκριση του κόσμου; Πως την προσμετράτε;
«Σίγουρα με ενδιαφέρει. Όταν βλέπω ότι ο κόσμος συμμετέχει, αισθάνομαι πως κάτι γίνεται. Κάτι όμορφο συμβαίνει. Από εκεί και πέρα πάντα αυτή η σχέση είναι μια σχέση αλληλεπίδρασης. Ο τρόπος που μπορεί να με κοιτάει ή να μην με κοιτάει ο ακροατής, ο τρόπος που εγώ αισθάνομαι έτοιμη ή ανέτοιμη να ερμηνεύσω, όλα αυτά συνεχώς βάζουν σε νέα δεδομένα το θέμα του πως άκουσε ο κόσμος, αλλά και του πως τραγούδησα εγώ»
Έχετε ασχοληθεί με την ερμηνεία τόσο του παραδοσιακού τραγουδιού, όσο και της βυζαντινής μουσικής…
«Το βλέπω ως ένα. Είναι μέρος της ζωής που κουβαλώ. Η παραδοσιακή μουσική, οι ψαλμοί, όλα αυτά είναι οι ήχοι και ο τρόπος που μεγάλωσα»
Παραδοσιακό τραγούδι, μπορεί να γραφτεί στις μέρες μας;
«Πιστεύω ότι μπορεί να γραφτεί, αλλά από λίγους, γιατί για να το κάνεις όμορφα και σωστά πρέπει να είσαι γνώστης και μερακλής. Ένας άνθρωπος που είναι σε εγρήγορση σε σχέση με την πραγματικότητα που τον περιβάλλει, ενώ συνάμα αγαπάει και βιώνει το παραδοσιακό τραγούδι, μπορεί να κάνει κάτι που θα είναι ένας νέος λόγος, μια νέα πρόταση»
Οι άνθρωποι με τους οποίους συνδέεται κάποιος καλλιτέχνης επηρεάζουν τα μονοπάτια στα οποία θα κινηθεί ή ο δρόμος της αναζήτησης είναι εντελώς προσωπική υπόθεση;
«Οι κοντινοί μου άνθρωποι πράγματι επηρεάζουν τις επιλογές μου. Όμως, πάντα η έγνοια μου είναι να βάζω ένα όριο ανάμεσα στο θέλω το δικό τους και το θέλω το δικό μου. Ο δρόμος της αναζήτησης είναι προσωπική υπόθεση. Όπως και κάθε ανθρώπινη συνάντηση είναι μια προσωπική υπόθεση. Μου έχει συμβεί να πάρω μαθήματα ζωής από ανθρώπους που συνάντησα για πέντε λεπτά τυχαία στον δρόμο. Είναι σημαντικό να έχω «ανοιχτές τις κεραίες μου», να μπορώ να βλέπω και να αφουγκράζομαι τους γύρω μου, κατά έναν τρόπο να συμπάσχω μαζί τους»
Μετά από όσα χρόνια είστε στο χώρο, μπορείτε να πείτε αν αξίζει τον κόπο;
«Ε, βέβαια αξίζει. Είναι μεγάλη η ανακούφιση και η χαρά που έχεις όταν παραμένεις σε αυτό που αγαπάς. Είναι δώρο Θεού»
Έχετε τραγουδήσει σε έναν από τους πλέον ιστορικούς χώρους, στο Ηρώδειο για τα 2000 χρόνια του ελληνικού τραγουδιού. Πώς βιώσατε αυτή την εμπειρία;
«Όταν τραγουδάς στο Ηρώδειο αισθάνεσαι όχι απλώς δέος, αλλά κάτι παραπάνω… Δεν ξέρω, αισθάνομαι λίγη να τραγουδώ σε αυτόν τον χώρο και κάθε φορά αναρωτιέμαι αν θα μπορέσω να σταθώ»
Είναι προσωπικό σας κριτήριο επιλογής ο χώρος;
«Σίγουρα έχω έννοια να επιλέξω έναν χώρο που αισθητικά θα μου αρέσει σε σχέση με κάτι που πάω να κάνω, όμως είναι αλήθεια ότι πολλές φορές «νερώνω το κρασί μου», λόγω έλλειψης επιλογών»
Πού ξεκινάει και πού τελειώνει η αναμέτρηση ενός καλλιτέχνη με την αυταρέσκεια του «εγώ» του; Παίζει ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα;
«Αυτό είναι ταξίδι. Δεν νομίζω πως υπάρχει κάποιος στον χώρο μας, που να μην είναι νάρκισσος και να αδιαφορεί για το αν θα αρέσει ή όχι. Μου αρέσει να με αποδέχεται ο κόσμος, αλλά αυτό πάλι κρύβει μια απάτη. Η μαγκιά είναι να αγαπήσω εμένα, όχι ωραιοποιώντας τις αδυναμίες μου, αλλά αντίθετα απογυμνώνοντάς τες. Κατά έναν τρόπο να συμφιλιωθώ με την αληθινή μου εικόνα, την ευχάριστη και την δυσάρεστη. Πιστεύω ότι όσο πιο πολύ κάποιος ψυλλιάζεται τον ναρκισσισμό του και αντέχει να ταπεινωθεί, άλλο τόσο πλησιάζει την πηγή στην τέχνη του και μπορεί να την σεβαστεί»
Έχετε αναφέρει αρκετές φορές την αδυναμία σας στο στίχο του Ηλία Κατσούλη: «Τρελοί δεν είναι, παλικαράκι μου, αχ, όλοι οι τρελοί», που είναι αναφορά στη ζωή του Γεωργίου Βιζυηνού. Υπάρχει παραφροσύνη στις μέρες μας;
«Μακάρι να κάνω λάθος, αλλά αυτό που βλέπω είναι ότι υπάρχει γύρω μας έντονη νεύρωση. Είναι η αποφυγή του ανθρώπου να πενθήσει κάποιες αδυναμίες του και κάποιες ματαιώσεις που δέχεται. Όσο ένας άνθρωπος δυσκολεύεται να βάλει φρένο και να κοιτάξει μέσα του, όλο και περισσότερο ανισορροπεί. Τρέχει, κυνηγάει την καριέρα του, κυνηγάει το ένα, κυνηγάει το άλλο, τρέχει να διασκεδάσει… μην μείνει και λίγο μόνος του… Πολλές φορές αισθάνομαι ότι αυτοί που νιώθουν πολύ πιο σίγουροι ως προς το πόσο υγιείς είναι, αυτοί μπορεί να είναι και πιο επικίνδυνοι, εν αγνοία τους»
Έχετε μια κορούλα σε μικρή ηλικία… Ποιες είναι οι συμβουλές που θα θέλατε να ψιθυρίσετε στην ψυχούλα ενός παιδιού, που τώρα πλάθει τα πρώτα κτίσματα της προσωπικότητάς του;
«Να μάθει να αγαπά και να σέβεται τις επιθυμίες της. Να ‘χει αυτοεκτίμηση και να μην φοβάται, να κοπιάζει και να μάχεται για όσα πιστεύει. Μόνο αν τιμάς το αγαθό της ζωής που έχεις μπορείς αληθινά να αγαπάς, να συνυπάρχεις και να προσφέρεις»
Η διαφύλαξη της παιδικότητας, είναι ωριμότητα;
«Η παιδικότητα είναι πηγή έμπνευσης και δημιουργίας. Κάθε φορά που συναντώ πρόσωπα που έχουν όραμα και ελπίδα στη ζωή τους είναι άνθρωποι που προσπαθούν να διαφυλάξουν την παιδικότητα τους με κάθε τρόπο. Είναι αυτοί που δεν φοβούνται να πονέσουν, να κοπιάσουν και να δεχτούν το τίμημα αυτής της προσπάθειας. Αυτό για μένα είναι ωριμότητα»
Πως δέχεστε την επιτυχία του «Ωκεανού» στον προηγούμενο δίσκο σας; Το ότι έγινε, δηλαδή, επιτυχία η μίξη με τους «Μίκρο»;
«Το αισιόδοξο είναι ότι βρήκε ανταπόκριση. Μου αρέσει η διασκευή των Μίκρο, μια συνεργασία που έγινε στο «παραπέντε». Αισθάνομαι όμως, ότι ενώ είναι πολύ ωραίο που ακούστηκε ο «Ωκεανός», θα άξιζε να ακουστούν και κάποια άλλα τραγούδια απ’ τη δουλειά αυτή, που θεωρώ εξίσου όμορφα»
Έχετε στηριχθεί σε αυτή την επιτυχία σας για το νέο σας cd, «Απ’ τη μέση κράτα με»;
«Σίγουρα η επιτυχία βοηθάει, αλλά πιστεύω ότι κάθε νέα δουλειά έχει τη δική της ταυτότητα και το δικό της δρόμο να διανύσει…»
Υ.Γ. Ειλικρινές και ξεχωριστό “ευχαριστώ” στον spiroos…