Όσιος Ανδρέας Κρήτης
17 Οκτωβρίου 2011
Ό άγιος ‘Ανδρέας καταγόταν από τη νήσο Κρήτη και έζησε επί βασιλείας του είκονομάχου αύτοκράτορος Κωνσταντίνου Ε’ Κοπρωνύμου (741-775). Ήδη από την τρυφερή παιδική ήλικία επιδιδόταν μέ ζήλο στα έργα της αρετής και έκάρη μοναχός στην ιδιαίτερη πατρίδα του. “Εχοντας ακούσει για τους διωγμούς που έξαπέλυαν οί εικονομάχοι κατά των ορθοδόξων, ο άγιος αποφάσισε να πάει στη Βασιλεύουσα για να ομολογήσει την άληθή πίστη. Φθάνοντας εκεί, πήγε στο παλάτιο τού ‘Αγίου Μάμαντος, όπου έκείνη ακριβώς την ώρα, ο αυτοκράτορας άνέκρινε οσίους και αγίους άσκητές οι όποιοι έκατηγορούντο ότι εύλαβούντο τις ιερές εικόνες. ο άγιος ένιωσε μεγάλη οδύνη μπροστά στό θέαμα αυτό και μέ θάρρος παρουσιάσθηκε στον αυτοκράτορα και τον ρώτησε: «Χριστιανός, λοιπόν, ει, ώ βασιλεύ;» ο τύραννος έμεινε προς στιγμήν άναυδος μπροστά στό θράσος τού ξένου αύτού μοναχού καϊ κατόπιν, μήν μπορώντας να αντέξει την παρρησία του, διέταξε τη φρουρά του νά τον συλλάβει. Οι στρατιώτες έπεσαν πάνω στον άγιο σάν άγρια θηρία• τον έριξαν καταγής, τον μαστίγωσαν μέ βούνευρα και τον έμπόδισαν νά ομολογήσει την άληθή πίστη κτυπώντας τον μέ πέτρες στό πρόσωπο. Τίποτε όμως δεν μπορούσε νά καταβάλει τον ζήλο τού αγίου, ο όποιος στράφηκε προς τον αύτοκράτορα και μέ το στόμα γεμάτο αίματα τού είπε: «Αν τιμωρείτε, εσείς οι επίγειοι ηγεμόνες, όσους έχουν το θράσος νά προσβάλλουν τους άνδριάντες και τις παραστάσεις σας, θεωρώντας ότι η προσβολή θίγει αυτό το ίδιο το πρόσωπο σας, πόσο φοβερότερη θά είναι η όργή καϊ η τιμωρία πού επιφυλάσσει ο Θεός σέ όσους προσβάλλουν και καταστρέφουν τις εικόνες τού Κυρίου ημών Ίησού Χρίστου καϊ τών αγίων Του!» ‘Ακούγοντας τά λόγια αύτά, ο αυτοκράτορας έξεμάνη καϊ διέταξε νά δέσουν τον άγιο μέ ένα σχοινί και νά τον σύρουν στην αγορά. Βλέποντας το θέαμα αύτό, το αίμα τού γενναίου άθλητή τού Χριστού νά βάφει το χώμα κόκκινο, ένας κάτοικος της πόλης, παρακινημένος από δαίμονα, επεσε πάνω του μ’ έναν μπαλτά και τού εκοψε το πόδι. Μετά την τελευταία αυτή δοκιμασία, ο άγιος Ανδρέας παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο. το τίμιό του σκήνωμα το πέταξαν στον τόπο πού ονομαζόταν Κρίσις, όπου συνήθιζαν νά ρίχνουν τα πτώματα των κακούργων. Αργότερα, δώδεκα δαιμονισμένοι έφθασαν την ‘ίδια στιγμή στο μέρος αυτό χωρίς νά είναι συνεννοημένοι, και ανακάλυψαν το τίμιο λείψανο μεταξύ των άλλων πτωμάτων. Το μετέφεραν και το έθαψαν σέ καθαγιασμένο το πο, κερδίζοντας ετσι την άπελευθέρωση άπό την επήρεια των άκαθάρτων πνευμάτων.