Ως πτωχοί πολλούς δε πλουτίζοντες
3 Οκτωβρίου 2011
Ο Απόστολος Παύλος, μιλώντας για το ήθος των χριστιανών, αναφέρει –μεταξύ άλλων-προς τους Κορινθίους ότι οι χριστιανοί, ενώ είναι φτωχοί, κάνουν πολλούς να πλουτίσουν (Β’ Κορ. 6, 10). Ο Παύλος δεν περιορίζει την σκέψη και το βίωμά του στην υλική κατάσταση. Εννοεί ότι για τον κόσμο οι χριστιανοί είναι φτωχοί ως προς τις απολαύσεις, φτωχοί ως προς τη ζωή της αμαρτίας, φτωχοί ως προς το κοσμικό ήθος, το οποίο καθιστά τον άνθρωπο ανάλγητο σε σχέση με τους άλλους, τον παραδίδει στο «εγώ» και τον εαυτό του, φτωχοί ως προς την μόδα της κάθε εποχής, ως προς τους προσανατολισμούς για την ευτυχία. Είναι φτωχοί οι χριστιανοί διότι πιστεύουν σ’ έναν ταπεινό Θεό, έναν Θεό που μπορούσε να τιμωρήσει τους εχθρούς Του, που μπορούσε να μην ανεχτεί το κακό, την ύβρη, τον θάνατο, αλλά να συντρίψει τον διάβολο και τα όργανά του. Οι χριστιανοί είναι φτωχοί ως προς το ήθος της εξουσίας, η οποία κάνει τον άνθρωπο να θέλει να επιβάλει στο συνάνθρωπό του όχι τι είναι σωστό και δίκαιο, αλλά τι συμφέρει στον ίδιο. Οι χριστιανοί είναι φτωχοί ως προς τα δικαιώματά τους, για τα οποία είναι πρόθυμοι να παραιτηθούν, εάν αυτό ωφελήσει τον πλησίον. Οι χριστιανοί είναι φτωχοί ακόμη και στη στάση τους έναντι του θανάτου, διότι δεν λυπούνται όπως οι υπόλοιποι άνθρωποι, αλλά ελπίζουν και προσδοκούν την Ανάσταση. Οι χριστιανοί είναι φτωχοί ως προς την απολυτοποίηση του χρήματος, διότι το βλέπουν ως μέσο και όχι ως σκοπό της ζωής. Οι χριστιανοί είναι φτωχοί ως προς την αμαρτία που κατατρώγει τον άνθρωπο και με τα πάθη και με τους λογισμούς.
Πλουτίζουν όμως πολλούς οι χριστιανοί. Τους πλουτίζουν με την αγάπη που βλέπει τι αληθινά χρειάζεται ο άνθρωπος και μάλιστα σε σχέση με την κατά Θεόν ζωή του. Τους πλουτίζουν με την ελπίδα, ότι ο Θεός δεν θα ξεχάσει τους ανθρώπους που έπλασε κατ’ εικόνα Του και θα τους δώσει δύναμη να αντέξουν κάθε λογής σταυρό στη ζωή τους. Τους πλουτίζουν με την πίστη ότι τα πάντα ανήκουν στο Θεό και Εκείνος είναι το νόημα της ζωής. Τους πλουτίζουν με τη χαρά ότι έχουν γίνει παιδιά του Θεού, από την στιγμή που μετέχουν στη ζωή της Εκκλησίας. Τους πλουτίζουν με την δύναμη της καρδιάς που κάνει τον άνθρωπο ελεύθερο από τα πάθη και τις ανάγκες των επιθυμιών. Τους πλουτίζουν με το άνοιγμα της προσευχής και της συμπαράστασης, του λόγου που παρηγορεί και ελέγχει όχι για να εξουθενώσει, αλλά για να λυτρώσει. Τους πλουτίζουν με την υπομονή. Με την διάκριση. Με το παράδειγμα των Αγίων, που νίκησαν τον θάνατο και προκαταγγέλουν την Ανάσταση.
Η μεγαλύτερη αλλοτρίωση την οποία έχει υποστεί ο άνθρωπος είναι ο πολιτισμός του «εδώ» και η άρνηση του «επέκεινα». Γι’ αυτό ο άνθρωπος μπορεί να έχει χρήματα, αλλά δεν έχει ελπίδα στο χρόνο που ζει. Μόνο αγωνίζεται να τον ξεγελάσει με τα αγαθά του. Και όταν καταρρέει το σύστημα που δημιουργούσε την ψευδαίσθηση της ευτυχίας ο άνθρωπος του «εδώ» νιώθει ξεκρέμαστος. Και αναζητεί την παρηγοριά στην εικόνα της τηλεόρασης. Στα λόγια των λαοπλάνων. Σ’ αυτούς που δείχνουν ότι ξέρουν. Κι όμως, όλοι αυτοί δεν μπορούν να μας πλουτίσουν, διότι απουσιάζει από την καρδιά τους ο αληθινός πλούτος της σχέσης με το Χριστό, την Εκκλησία, το «επέκεινα». Μόνο αυτή η σχέση μπορεί να νοηματοδοτήσει αληθινά τη ζωή μας και να μας κάνει να νικήσουμε εξουσίες, ισχυρούς, επιθυμίες, αγωνίες. Να μας κάνει να μπορούμε «έχοντες διατροφάς και σκεπάσματα, τούτοις αρκεσθησόμεθα» (Α’Τιμ. 6,8). Και ταυτόχρονα, να βοηθήσουμε να πλουτίσουν και οι άλλοι από Χριστό και ελπίδα ζωής.
Οι χριστιανοί δεν παύουμε να αγωνιζόμαστε για το «εδώ». Δεν έχουμε αγωνία όμως γι’ αυτό. Ζητούμε το καλό και την βελτίωση της ζωής των συνανθρώπων και της δικής μας, αλλά δεν λησμονούμε πού βρίσκεται ο αληθινός πλούτος. Και γι’ αυτό δεν φοβόμαστε, αλλά θα περάσουμε αλώβητοι μέσα από την κρίση. Και θα συνεχίσουμε να καλούμε σε μετάνοια όλους όσους νικήθηκαν από τον πολιτισμό του «εδώ». Και θα υπενθυμίζουμε και στους εαυτούς μας ότι στο Θεό η ελπίδα. Κύριος ο βοηθός μας και δεν θα δειλιάσουμε. Ξεκινώντας από την κατά Θεόν πτωχεία, θα επιμείνουμε στον πλούτο της Βασιλείας, στο ήθος της πίστης και θα μιλήσουμε με τη γλώσσα του «επέκεινα» που γίνεται «εδώ» στον κόσμο, που έχει ανάγκη τον δικό μας πλούτο. Γιατί αυτός απευθύνεται στην καρδιά, στο βάθος της ύπαρξης, στη ζωή που δε νικιέται. Και γι’ αυτό θα παραμείνουμε χαρούμενοι και αισιόδοξοι.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 2 Οκτωβρίου 2011