Θεολογία και ΖωήΟρθόδοξη πίστη

Αναζητώντας το αληθινό φως (Μια αληθινή ιστορία)

21 Μαΐου 2023

Αναζητώντας το αληθινό φως (Μια αληθινή ιστορία)

Ένας λαϊκός ιεροκήρυκας, θεολόγος, ταξίδεψε κάποτε από τον Πειραιά για ένα νησάκι του Αργοσαρωνικού. Θα μιλούσε στον κεντρικό ιερό Ναό της πόλεως το βράδυ στον Εσπερινό και το πρωί στην θεία Λειτουργία.
Ο Ναός ήταν φροντισμένος, περικαλλής εξωτερικά και εσωτερικά, είχε πολύ ωραίες βυζαντινές εικόνες, τέμπλο, όλα όλα ωραία. Την ώρα του Εσπερινού ο ιεροκήρυκας αφού προσκύνησε τις εικόνες, χαιρέτησε τον χορό των ιεροψαλτών και πρόσεξε ότι κάποιος ήταν τυφλός στο χορό. Προχώρησε προς το Ιερό, ο κόσμος ήταν λίγος. Ο ιερέας τον ανέμενε, τον καλοδέχτηκε, κι εκείνος αφού ασπάστηκε το χέρι του, ασπάστηκε και τον Εσταυρωμένο πίσω από την Αγία Τράπεζα και κάθισε σε μια άκρη του Ιερού.Ο Εσπερινός έχει αρχίσει. Όλα είναι σεβαστικά, ο ιερέας ψάλλει με την απαλή και φυσική φωνή του, οι ψάλτες σε χαμηλούς τόνους, το θυμιατό γλυκά-γλυκά αντιφωνεί στους ιεροψάλτες. Όλα μοιάζουν με τον ύμνο του Εσπερινού, «Φως ιλαρόν». Ο ήλιος στην δύση του χύνει το γλυκό του φώς, σε λίγο θα δώσει τόπο στο φως του φεγγαριού και των άστρων. Ο βασιλεύων ήλιος είναι σαν να αγκαλιάζει το μεσοπέλαγο νησάκι.
Ο Εσπερινός προχωρεί, και στην ώρα του ο ιεροκήρυκας κάνει το σημείο του σταυρού και αρχίζει το κήρυγμα: «Θα δούμε απόψε ένα στίχο του Ψαλτηρίου», λέει αρχίζοντας. «“Εν τώ φωτί σου οψόμεθα φώς”. Με το δικό σου δηλαδή Φώς, Θεέ μου, θα βλέπουμε. Βλέπουμε με το φυσικό φως της ημέρας. Βλέπουμε με το φως των κεριών, των λυχναριών, των καντηλιών. Βλέπουμε και με το ηλεκτρικό φώς.
Μην αμφιβάλλετε ότι το παλάτι του Δαβίδ είχε τον τελειότερο φωτισμό για την εποχή του. Όμως γιατί ζητά το φως του Θεού; Ο Δαβίδ ζητούσε πάντοτε τον φωτισμό του Θεού για το τί να κάνει, πώς να διοικεί τον στρατό, πώς να φροντίζει για τον λαό του, πώς να καθοδηγεί το σπίτι του. Αυτά στην Παλαιά Διαθήκη. Τώρα να έλθουμε στην Καινή Διαθήκη, στην εποχή μας. Ένας από τους Τρεις μεγάλους Ιεράρχες της Εκκλησίας, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, γράφει: Ο Δαβίδ ήταν και προφήτης• με τον στίχο αυτό προανήγγειλε από τότε ότι ο Θεός θα στείλει ως φως πνευματικό την δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα το πήραμε όλοι μας με το Χρίσμα μετά την Βάπτισή μας και σε κάθε Λειτουργία μετά την θεία Κοινωνία ψάλλουν οι ψάλτες «Είδομεν το Φως το αληθινόν», δηλαδή τον Χριστό, «ελάβομεν πνεύμα επουράνιον».
Τελείωσε το κήρυγμα και ο ιεροκήρυκας μπήκε στο ιερό. Μπήκε και ένας επίτροπος και είπε στον ιερέα κάτι. Ο Εσπερινός τελείωσε και ο ιερέας λέει στον ιεροκήρυκα: «Θα έλθει ένας κύριος τυφλός, που θέλει να σας μιλήσει• σας παρακαλώ να τον ακούσετε. Εγώ θα πάω στο γραφείο• όταν τελειώσετε, θα σας δώ».
Σε λίγο μπαίνει μέσα ο τυφλός, συνοδεύεται από ένα αγόρι του Δημοτικού Σχολείου, ανεψιό του από αδελφή. «Θείε», του λέει, «θά περιμένω έξω». «Ναί», του λέει, «νά περιμένεις να πάμε σπίτι». Αρχισε ο τυφλός:
«Θα σας πώ κοντολογίς την ιστορία μου. Εδώ γεννήθηκα, εδώ βαπτίστηκα, εδώ πήρα το Άγιο Πνεύμα, όπως είπατε. Όταν τελείωσα το σχολείο και μπήκα στο Πολυτεχνείο, με έπιασε κάτι. Η γνώση η γνώση, έλεγα, τί άλλο υπάρχει; Αρχισα δειλά στην αρχή να νυχτοπερπατώ στους δρόμους της αμαρτίας. Έφυγα για την Αγγλία και Γερμανία, εκεί περπατούσα άφοβα αυτούς τους δρόμους.
Μια μέρα πήγα από περιέργεια στον Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας του Λονδίνου. Ήταν Κυριακή, ήταν η στιγμή του κηρύγματος. Μιλούσε στον άμβωνα του Ναού ένας κήρυκας ιερέας, σεμνός. Ο λόγος του ήταν σαν την ψιλή σιγανή βροχούλα, έπεφτε ειρηνική, σταθερή. Τα λόγια του με συντάραξαν. Μιλούσε για τον Ασωτο, που έφυγε από το σπίτι του και τελικά ζούσε με τους χοίρους, έτρωγε τα ξυλοκέρατα της αμαρτίας. Ο ά… σωτος, τί σημαίνει αυτό; ότι ο άσωτος δεν έχει σωτηρία, δεν έχει τόπο στον Παράδεισο. Όμως ο νέος άφησε τους χοίρους, γύρισε στο σπίτι του, τον καλοδέχτηκε ο πατέρας του. Τον έβαλε πάλι στο σπίτι, δηλαδή στον χώρο της Εκκλησίας και από κεί στον Παράδεισο.
Δεν άντεξα να καθίσω στο Ναό περισσότερο, πήρα δρόμο και έφυγα κλαίγοντας. Γύρισα στην Ελλάδα, αγκάλιασα τη μάννα μου, της λέω «μάννα, πήγαινέ με στον Πνευματικό των παιδικών μου χρόνων. Γύρισα, σου λέω, δεν είμαι άσωτος!» Με πήγε κλαίγοντας και αυτή και εγώ. Ο Πνευματικός με άκουσε, έκλαψε κι αυτός. Κάποτε με άφησε και κοινώνησα, τώρα κοινωνώ και ψάλλω.
Έπιασα δουλειά. Κάποια στιγμή έπεσε, λές, κεραυνός στο κεφάλι μου, πονοκέφαλος φοβερός, πήγα παντού, Ελλάδα εξωτερικό. Διαπίστωσαν ότι έχω όγκο στο κεφάλι. Αρχισα να χάνω το φως μου, τέλος το έχασα. Κανείς απ’ τους γιατρούς δεν ήθελε να αναλάβει την ευθύνη για την θεραπεία μου». Έκλαιγε ο τυφλός και ο ιεροκήρυκας. «Ακούστε», μου λέει, «πήγαινα με τα δυο μου μάτια στον γκρεμό και είπε ο Θεός να του πάρω τα μάτια μήπως αρχίσει να βλέπει. Ναί, τώρα βλέπω, δεν είμαι άσωτος, βλέπω, βλέπει η ψυχή μου».
Πέρασαν χρόνια. Πόσα; Ο ιεροκήρυκας βρέθηκε σε ένα νησί στο Ιόνιο Πέλαγος. Τώρα έχει λίγες ψιχάλες άσπρες στο κεφάλι του. Θα μιλήσει στον Μητροπολιτικό Ναό της πρωτεύουσας του νησιού το βράδυ. Είπε τα ίδια που είχε πεί κάποιο Σάββατο στον Αργοσαρωνικό, με προσθήκη την συζήτηση με τον τυφλό. Δεν είπε το όνομα του τυφλού στο κήρυγμα. Το κήρυγμα τελείωσε. Ο κόσμος φεύγει χαιρετώντας. Ένα ζευγάρι περιμένει διακριτικά να φύγει ο κόσμος, πλησιάζουν τον ιεροκήρυκα.
«Καλησπέρα σας», λέει ο σύζυγος, «η σύζυγός μου σας γνωρίζει. Είναι από το νησάκι του Αργοσαρωνικού όπου πήγατε κάποιο Σάββατο και μιλήσατε. Είναι το μικρότερο παιδί του ξενοδόχου που σας φιλοξένησε, και το μεσημέρι σας πήρε ο πατέρας για φαγητό στο σπίτι τους.
Πήρε αμέσως το λόγο η σύζυγος: «Ήμουν κι εγώ στην ομιλία του Σαββάτου και της Κυριακής. Χαρήκαμε τότε που ο πατέρας μου σας έφερε στο τραπέζι. Τώρα όλοι φύγαμε από το σπίτι, έχουμε παντρευτεί. Έμεινε μόνο ο μικρός αδελφός μου και ανέλαβε τα ξενοδοχεία. Αύριο φεύγω με τον σύζυγό μου για το νησάκι μας. Στον Ναό που μιλήσατε τότε, θα γίνει το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο του Σωτήρη. Πέθανε κοινωνημένος και λέγοντας: “Πήγαινα με τα δυο μου μάτια στο χοιροστάσιο της αμαρτίας. Είπε ο Θεός, θα του πάρω τα μάτια μήπως αρχίσει να βλέπει. Ναί, τώρα δεν είμαι άσωτος. Τώρα βλέπω. Βλέπω! Ο Θεός με παίρνει στο σπίτι του, στην Βασιλεία του”».
Έκλαιγε το ζευγάρι και ο ιεροκήρυκας. Χρόνια, χρόνια στην θύμησή του ήταν η ιστορία αύτή. «Κύριε», λέει η σύζυγος, «μάς άφησε ο Σωτήρης ένα ίχνος που μας οδηγεί στον ουρανό. Να μας φωτίσει ο Θεός να το ακολουθήσουμε». «Ναί», είπε ο ιεροκήρυκας, «νά το ακολουθήσουμε».

πηγή: Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας