Εξομολόγησης συνέχεια…
24 Σεπτεμβρίου 2011
Ρωτούν κάποιοι για το χρόνο προσέλευσης στην εξομολόγηση. Ασφαλώς δεν μπορεί να υπάρξει απάντηση ίδια για όλους. Ωστόσο είναι αναγκαίο να πω ότι, ό,τι γίνεται στην εκκλησία έχει ως βάση την ελευθερία του ανθρώπου. Γι’ αυτό και διαφοροποιείται από άνθρωπο σε άνθρωπο, ο τρόπος και ο χρόνος τήρησης «πνευματικών κανόνων».
Άλλοι θέλουν μια τυπική σχέση με τον εξομολόγο τους, που απλά θα ακούει κατά διαστήματα τις πραγματικές ή νομιζόμενες αμαρτίες τους, θα τους δίνει κάποιες συμβουλές «για να πάει καλύτερα η ζωή τους» και θ’ αναχωρούν «ξαλαφρωμένοι».
Άλλοι θέλουν μια πιο ουσιαστική σχέση με τον πνευματικό, να επικοινωνούν συχνά και για όλα τα θέματα της ζωής τους. Άρα η εξομολόγησή τους είναι μέρος της σχέσης τους με τον πνευματικό τους πατέρα κι όχι αποκομμένη.
Εδώ χρειάζεται προσοχή, διάκριση. Το ζητούμενο δεν είναι ο χρόνος αλλά ο τρόπος σχέσης με τον πνευματικό μας. Κι αυτό πάλι καθορίζεται ουσιαστικά από τη σχέση μας με το Θεό και την Εκκλησία Του. Αν δηλαδή η σχέση μας με τον πνευματικό είναι τυπική, περιοριζόμενη σε μια εξομολόγηση κατ’ αραιά διαστήματα, τότε αναπόφευκτα πορευόμαστε μόνοι στις λεπτομέρειες της πνευματικής πορείας. Αν πάλι θέλουμε μια ανθρωποκεντρική ή συναισθηματική σχέση, χωρίς επιθυμία να γνωρίσουμε την «οδόν του Κυρίου», τότε βρισκόμαστε σε λάθος δρόμο.
Ο πνευματικός, ως πατέρας, πρέπει να είναι στη ζωή μας, να συμπορεύεται και να μας χειραγωγεί διακριτικά προς το Χριστό. Κι εμείς, από την άλλη, να είμαστε στη ζωή του ως παιδιά που ενδιαφέρονται γι’ αυτόν, προσφέροντάς του την αγάπη μας, την προσευχή μας, τις ανθρώπινες παρηγορίες.
Μπορεί να έχουμε μάθει να ζούμε σε απόσταση από τους κληρικούς. Αυτό όμως δεν υπάρχει στην Ελληνορθόδοξη παράδοσή μας, που θέλει τον παπά να βρίσκεται σ’ όλες τις πτυχές της ζωής των παιδιών του και οι άνθρωποι να τον αισθάνονται πατέρα τους, δηλαδή «σαρξ εκ της σαρκός τους».
Ευθύνη γι’ αυτό βέβαια έχουν και οι ίδιοι οι παπάδες, που φοβούμενοι να «αποκαλυφθούν» ως άνθρωποι, κράτησαν τον κόσμο μακριά, με θλιβερές συνέπειες τόσο για τους ίδιους όσο και για τους ανθρώπους. Οι μεν πρώτοι βιώνουν τη μοναξιά τους, χωρίς σχέσεις και επικοινωνία, οι δε δεύτεροι ουσιαστικά ορφανοί χωρίς πατέρα που μετατράπηκε σε «υπηρεσία θρησκευτικών αναγκών».
Νομίζω πως η εξομολόγηση, όπως γίνεται σήμερα από τους παραπάνω, ενθαρρύνει την απομόνωση κλήρου – λαού και την καλύπτει. Μπορεί όμως να γίνει αφετηρία, για να βιωθεί το γεγονός της Εκκλησίας ως σχέση, ως οικογένεια του Θεού, που θα φέρει, παρ’ όλες τις δυσκολίες που συνεπάγεται, χαρά, υγεία, ωριμότητα, ανάπτυξη, βίωση της «εντός ημών Βασιλείας του Θεού».
π. Ανδρέας Αγαθοκλέους