Άγιοι ασκητές & γεροντάδες στην Κρήτη (με πλούσιο φωτογραφικό υλικό) (2)
11 Σεπτεμβρίου 2011
Ο άγιος Ιωσήφ Γεροντογιάννης
Ο άγιος Ιωσήφ ο Γεροντογιάννης (1799-1874, τιμάται 7 Αυγούστου) ήταν ένας σκληρός και ασεβής κτηνοτρόφος από το χωριό Λιθίνες της Σητείας, πατέρας τεσσάρων παιδιών. Όταν όμως έχασε το κοριτσάκι του, ένιωσε συντριβή, μετανόησε και στράφηκε προς το Θεό. Κάποια στιγμή έζησε μια πολυήμερη οπτασία του παραδείσου και της κόλασης και απέκτησε το χάρισμα να θεραπεύει ασθένειες. Αυτό έγινε αφορμή να συρρέουν πλήθη ασθενών στο χωριό του, τους οποίους θεράπευε με το όνομα του Χριστού, φυσικά δωρεάν. Ο επίσκοπος Ιεροσητείας Ιλαρίων, χωρίς να τον γνωρίζει, τον έλεγξε ως αγύρτη, είδε όμως με τα μάτια του ένα θαύμα του αγίου και τον ευλόγησε (η φοράδα του επισκόπου γέννησε και μετά αφηνίασε και αποστράφηκε το μωρό της, κι όμως με μια κουβέντα του αγίου το δέχτηκε και το θήλασε).
Οι Τούρκοι όμως του χωριού του τον συκοφάντησαν ότι κρύβει επαναστατικούς σκοπούς κι έτσι ο Μουσταφά πασάς, διοικητής της Κρήτης, τον κάλεσε τρεις φορές σε απολογία στο Ηράκλειο. Κάθε φορά η άφιξή του γινόταν αφορμή μεγάλης συγκέντρωσης, ενώ πολλά θαύματα τελούνταν υπό το βλέμμα των Τούρκων. Την τρίτη φορά ο άγιος τέλεσε δύο θαύματα στο σπίτι του πασά. Θεράπευσε την πεθερά του, κατάκοιτη επί σειρά ετών από ανίατη ασθένεια, και το γιο του, που είχε τραυματιστεί σοβαρά πέφτοντας από τη σκάλα. Τότε ο πασάς τον απέλυσε εν ειρήνη και μάλιστα του έστειλε στο χωριό ένα φορτίο με δώρα, τα οποία ο άγιος μοίρασε στους ανθρώπους, κρατώντας μόνο κάποια καντήλια, που περιλαμβάνονταν στα δώρα, για την εκκλησία. Στη συνέχεια, θέλοντας να αποφύγει το πλήθος των ασθενών που τον καταδίωκε, αποσύρθηκε στα ερείπια της ιεράς μονής του Τιμίου Προδρόμου (μονή Καψά), αλλά κι εκεί σύντομα περικυκλώθηκε από ασθενείς και από υποψήφιους μοναχούς. Έτσι… επιδόθηκε σε πολυετή προσπάθεια ανακαίνισης της μονής, στην οποία έζησε έκτοτε, με μικρά διαλείμματα, και όπου βρίσκεται ο τάφος του και φυλάσσονται τα λείψανά του (1).
«Ο Χατζη-Ανανίας, κατά κόσμον Αντώνιος Μπαρμπεράκης, γεννήθηκε το έτος 1837 στις Μάλλες από απλούς, φτωχούς αλλά θεοσεβείς γονείς. Λέγεται ότι ως βρέφος δε θήλαζε Τετάρτη και Παρασκευή και αρνούνταν να πιάσει τον μαστό της μητέρας του. Δεν έφαγε ποτέ κρέας, ψάρι και τυροκομικά. Μόνο τα Σαββατοκύριακα και τις μεγάλες εορτές έτρωγε λάδι και το Πάσχα κατέλυε οστρακοειδή, σουπιές και καλαμάρια. Ήταν ξυπόλυτος και ντυμένος κατάσαρκα με τρίχινα και χονδρά ράσα, ενώ για κρεβάτι του είχε το δέρμα ενός ζώου, συνήθως προβάτου, και μαξιλάρι του μία πέτρα. Σε ηλικία μόλις 14 ετών εγκατέλειψε το σπίτι του και κατέφυγε στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καψά, όπου εκάρη Μοναχός και υπήρξε μαθητής του Οσίου Ιωσήφ του Γεροντογιάννη, ο οποίος τον όρισε διάδοχό του.
Το έτος 1877 κατέφυγε στη Μονή Παναγίας της Εξακουστής Ιεράπετρας, κατεστραμμένη εντελώς από τους Τούρκους, όπου βρήκε μια θαυματουργή εικόνα της Παναγίας στο βάθος ενός σπηλαίου και επιδόθηκε στο ανακαινιστικό έργο της Μονής. Η φωτισμένη προσωπικότητα και η αγιότητα του Χατζή-Ανανία προσέλκυσε και άλλους Μοναχούς στο Μοναστήρι, το οποίο σύντομα ήκμασε. Τόσο ο Γεροντογιάννης, όσο και ο Χατζη-Ανανίας, έκαναν με τη χάρη του Θεού πολλά θαύματα. Ενδεικτικά, μαρτυρείται από πολλούς ότι όσες φορές μετέβαιναν στο απέναντι από το Μοναστήρι νησί, το Κουφονήσι, αντί για βάρκα ή κάποιο άλλο πλεούμενο χρησιμοποιούσαν το ράσο τους. Έκαναν το σταυρό τους και μια σύντομη προσευχή, σταύρωναν τη θάλασσα με το ραβδί τους, άπλωναν το ράσο πάνω στη θάλασσα, και άφοβα ανέβαιναν πάνω. Ο ίδιος ο ηγούμενος Ανανίας εκοιμήθη οσιακά τη νύχτα του Πάσχα, στις 22 Απριλίου του 1907, την ώρα της τελετής της Αναστάσεως. Εκτός από το χάρισμα της ιάσεως ασθενών, ήταν προικισμένος από τον Θεό και με προορατικό χάρισμα, με το οποίο βοήθησε πολλούς πιστούς να συναισθανθούν την αμαρτωλότητά τους και να μετανοήσουν. Τα Λείψανά του μετά την εκταφή αποπνέουν άρρητη ευωδία και επιτελούν θαύματα σε όσους με πίστη επικαλούνται την βοήθεια του. Σήμερα η Παναγία Εξακουστή είναι ενεργός γυναικεία Μονή» (2).
«Ο άγιος Γέροντας»
Νότια του νομού Ρεθύμνης, στην παράλια περιοχή των χωριών Ακούμια και Βρύσες της επαρχίας (και σήμερα δήμου) Αγίου Βασιλείου, μεταξύ πολλών άλλων ασκητών ξεχωρίζει ο μοναχός Γεράσιμος, που έμεινε στη συνείδηση των ντόπιων ως «άγιος Γέροντας». Έζησε το 18 ο αιώνα ώς τις αρχές του 19 ου και αγωνίστηκε ασκητικά σε μια απόκρημνη σπηλιά κοντά στο εξωκλήσι του αγίου Ονουφρίου (του ακροβολισμένου γυμνού ασκητή της αιγυπτιακής ερήμου του 5 ου αι. μ.Χ.). Τα αγιοπνευματικά του χαρίσματα ήταν εφάμιλλα των μεγάλων αγίων Γερόντων της εποχής μας κι έτσι στη μνήμη των κατοίκων της περιοχής έχουν σωθεί, κληροδοτημένα από γενιά σε γενιά, πολλές προφητείες, θαύματα και συμβουλές του. Γύρω στο 1821 δυο καπετάνιοι, τουρκομάχοι, τον επισκέφτηκαν, ίσως και με κακούς σκοπούς. Ο ένας του ζήτησε νερό και ο άγιος γέμισε ένα κύπελο που είχε και του το πρόσφερε. Ο παλικαράς το κοίταξε με κάποια φρίκη, δεν το ήπιε, αλλά ζήτησε ένα άλλο. Το ίδιο όμως συνέβη και με το δεύτερο. Και τότε ο άγιος του λέει: «Πιες το, παιδί μου· το αίμα του αδερφού σου είναι» (τον οποίο είχε σκοτώσει). Διασώζονται δύο παλιές εικόνες του αγίου Γέροντα, που η μία τουλάχιστον αναφέρει ως χρονολογία της κοίμησής του το 1835 και είναι έργο του επίσης αγιασμένου μοναχού και αγιογράφου Νέστορα Βασσάλου (1872-1957). Ο γέροντας Νέστορας, όταν του ζητήθηκε από κάποιον πιστό χριστιανό να αγιογραφήσει τον άγιο Γέροντα, προβληματίστηκε αρκετά, γιατί δεν είχε κάποιο πρότυπο να ακολουθήσει. Και το βράδυ χτύπησε η πόρτα του κελιού του και μπήκε ένας άγνωστος γέρος μοναχός, που του έδειξε το πρόσωπό του και του είπε: «Ίδε και γράφε» (=δες και ζωγράφιζε). Έτσι φιλοτέχνησε την εικόνα του αγίου με βάση το πρόσωπο του μοναχού και τον ζωγράφισε με υψωμένο χέρι να δείχνει το πρόσωπό του. Κοντά στο ασκητήριο του αγίου Γέροντα οικοδομήθηκε πριν από λίγα χρόνια εξωκλήσι αφιερωμένο σ’ αυτόν, όμως, επειδή δεν είναι επίσημα αναγνωρισμένος ως άγιος ώστε να γιορτάζεται η μνήμη του, το εξωκλήσι καθιερώθηκε στη μνήμη του αγίου Γεράσιμου Κεφαλληνίας [λίγα για τον άγιο και εδώ · για το γέροντα Νέστορα τον αγιογράφο αναλυτικά εδώ ].
Η Μονή Κουδουμά και οι άγιοί της
«Κατά τα τέλη της περιόδου της Τουρκοκρατίας και τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Τούρκους (1898 μ.Χ.), έζησαν στα Αστερούσια οι Όσιοι πατέρες Παρθένιος και Ευμένιος που με τους αγώνες και την Αγιότητά τους έδωσα μεγάλη αναγέννηση στο Μοναχισμό. Γεννήθηκαν στα Πιτσίδια και το 1862 έγιναν μοναχοί στη Μονή Οδηγήτριας. Αφού ασκήτεψαν 12 χρόνια στο Μάρτσαλο προχώρησαν ανατολικά στην περιοχή της Μονής Κουδουμά όπου ασκήτευσαν μερικά χρόνια στη σπηλιά του Αγίου Αντωνίου και στον Αββακόσπηλιο (γνωστό ως Βαρβακόσπηλιο). Εκεί ανοικοδόμησαν και επαναλειτούργησαν την ερειπωμένη Μονή Κουδουμά.
Στα χρόνια τους η Μονή Κουδουμά και τα Αστερούσια γενικά γνώρισαν μεγάλη πνευματική ακμή. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που σώζονται, ο αριθμός των μοναχών έφτασε τους 70 [και πλήθος ερημιτών στις σπηλιές, αλλά και μοναχοί και μοναχές που έζησαν στα χωριά τους, όπως η γερόντισσα Μάρθα από το χωριό Καπετανιανά, κοντά στον Κουδουμά, που πέθανε και αναστήθηκε από τον άγιο Παρθένιο για να μπορέσει να γίνει μοναχή, όπως επιθυμούσε]. Εκτός της Μονής Κουδουμά, λειτούργησαν υποδειγματικά η Μονή Αγίου Νικολάου κοντά στις Στέρνες ως μετόχι της Μονής Κουδουμά και η Μονή των Τριών Εκκλησιών με τη χαρισματική και φωτισμένη ηγουμενία του Αγίου Παρθενίου. Πλήθος κόσμου από την περιοχή της Μεσαράς και από άλλα μέρη της Κρήτης συνέρεαν στη Μονή Κουδουμά για να προσκυνήσουν, να αναθερμάνουν τη πίστη τους και να απολαύσουν τη θεόπνευστη διδασκαλία του Αγίου Παρθενίου που συνοδευόταν με πολλά θαύματα. Οι περισσότεροι κάτοικοι της Μεσαράς και των Αστερουσίων έχουν προσωπικές εμπειρίες από την ευεργετική παρουσία και δράση των Αγίων. Μερικοί που πήγαιναν στον Κουδουμά να κοινωνήσουν, στο δρόμο έκλεβαν κάποιο ζώο (κατσίκι ή πρόβατο) και το έκρυβαν σε κάποια σπηλιά για να το πάρουν στην επιστροφή να το φάνε. Ο Άγιος Παρθένιος που είχε το προορατικό και διορατικό χάρισμα τους περίμενε στην είσοδο της Μονής και τους έλεγε «πήγαινε να αφήσεις το ζώο που έκλεψες και μετά έλα να εξομολογηθείς και να κοινωνήσεις». Η συγκλονιστική αυτή εμπειρία ήταν ικανή να μεταμορφώσει πολλούς κλέφτες σε ευσεβείς χριστιανούς που δεν θα έκλεβαν ποτέ άλλοτε στη ζωή τους» (3). [Και σήμερα ακόμη υπάρχουν γέροντες μεγάλης πνευματικότητας στη μονή Κουδουμά · ο ενδιαφερόμενος ας πάει να το διαπιστώσει ].
Η μονή Κουδουμά, στο βάθος μιας εξαιρετικά απόκρημνης χαράδρας, αναδείχτηκε πραγματικό «γυμναστήριο της συνειδήσεως» και ασκήτεψαν σ’ αυτήν αρκετοί άγιοι μοναχοί. Από τους πιο γνωστούς είναι οι γέροντες Γεννάδιος και Ιωακείμ, δύο άγιοι μοναχοί καταγόμενοι από χωριά του νομού Ρεθύμνης.
Ο γέροντας Ιωακείμ Αντωνάκης καταγόταν από το χωριό Ρούπες Μυλοποτάμου και ήταν νάνος, τόσο κοντός, ώστε έλεγαν πως κυκλοφορούσε όρθιος κάτω από το τραπέζι. Από μικρός μόνασε στου Κουδουμά και έγινε γνωστός για την αρετή του, αλλά και τα αγιοπνευματικά του χαρίσματα, όπως το χάρισμα να «τηλεμεταφέρεται» και να πληροφορείται τα «κρυπτά της καρδίας» των ανθρώπων που τον επισκέπτονταν. Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως μια μέρα, που τον επισκέφτηκαν κάποιοι χωριανοί του και του κρατούσαν φρούτα, κάποια από τα οποία είχαν «δανειστεί» από ξένο περιβόλι, τα άδειασε μπροστά τους και τους είπε: «Ελάτε τώρα να τα μοιράσουμε. Αυτό δικό μου, αυτό δικό σου, αυτό δικό σου» κ.τ.λ., επιστρέφοντάς τους διακριτικά όλα τα κλεμμένα φρούτα και κρατώντας μόνο τα δικά τους. Ο γέροντας Ιωακείμ (το «Ιωακειμάκι» ή «Καλογεράκι», λόγω του μικρού ύψους του) κοιμήθηκε το 1948 (4).
Ο γέροντας Γεννάδιος, από το χωριό Αγκουσελιανά Αγ. Βασιλείου, αρχικά μοναχός του Κουδουμά, επέστρεψε κάποια στιγμή στην περιοχή του Ρεθύμνου και ασκήτεψε σ’ ένα κελί στην Ακουμιανή Γιαλιά (κοντά στο σημείο όπου είχε ζήσει και ο άγιος Γέροντας), δίπλα στο εκκλησάκι της αγίας Άννας. Εκεί, αν και αγράμματος, καθοδήγησε πνευματικά πολλούς χριστιανούς και η φήμη της αγιότητάς του ήταν πολύ μεγάλη. Το διορατικό του χάρισμα, οι προφητείες και τα θαύματά του είναι ανεξίτηλα στη μνήμη πολλών κατοίκων της περιοχής, αλλά και της πόλης του Ρεθύμνου. Κοιμήθηκε το 1982. Μεταξύ άλλων, μεταφέρθηκε σε μια μάχη στο Λίβανο και διαπίστωσε με τα μάτια του τη φρίκη του πολέμου. Μεταφέρθηκε επίσης στο τουριστικό χωριό του νομού Χανίων Γεωργιούπολη το Μάιο του 1972, όταν είχε πάει εκεί εκδρομή το Γυμνάσιο Σπηλίου, και προσπάθησε να αποτρέψει τις μαθήτριες που ετοιμάζονταν να κάνουν βαρκάδα. Εκείνες δεν έδωσαν σημασία και λίγο αργότερα η βάρκα ανατράπηκε και 21 κοπέλες βρήκαν το θάνατο – πρόκειται για το πιο πολύνεκρο μαθητικό ατύχημα στα ελληνικά χρονικά. Αργότερα ο γέροντας, συντετριμμένος, έλεγε πως είδε τις ψυχές τους ν’ ανεβαίνουν στον ουρανό κρατώντας στεφάνια και βεβαίωνε πως όλες σώθηκαν λόγω της παρθενίας τους (5).
Σημείωση του blog μας: Όπως αναφέρεται εκτενώς στο βιογραφικό του, αλλά και στο παραπάνω βιβλίο, ο γέροντας Γεννάδιος ακολουθούσε το παλαιό εορτολόγιο (ήταν παλαιοημερολογίτης). Ωστόσο, η αγιότητά του είναι αναμφισβήτητη ακόμη και από ιερείς και μοναχούς του νέου ημερολογίου, που τον γνώριζαν. Οι αγαθές πνευματικές του σχέσεις με (αξιοσέβαστους) ιερείς του νέου ημερολογίου αναφέρονται εδώ .
Η Γερόντισσα Ξένη
Αξίζει ν’ αναφερθούμε και στη μοναχή Ξένη Παττακού από το Χρωμοναστήρι Ρεθύμνης, που γεννήθηκε το 1878 και κοιμήθηκε, τυφλή και πλήρης ημερών, στην ιερά μονή Σαββατιανών, στο Ηράκλειο, στις 7.8.1995. Σε νεαρή ηλικία ασκήτεψε στα δάση κοντά στο χωριό Άγιος Θωμάς Ηρακλείου και εκεί άσκησε την προσευχή και έφτασε σε μεγάλο ύψος πνευματικότητας. Με το πρόσωπό της συνδέονται αρκετές παραδόσεις περί υπερφυσικών σημείων και εμφανίσεων, όπως ότι, όταν ασκήτευε στον Άγιο Θωμά, ένας ντόπιος ξεκίνησε από το χωριό του να τη βιάσει (ήταν πανέμορφη)· επέστρεψε όμως άπρακτος και έντρομος, γιατί είδε δύο ένοπλους άντρες (αγγέλους) να φρουρούν την είσοδο του κελλιού της. Όπως και οι παλαιοί ασκητές (αλλά και πολλοί από εκείνους που αναφέρονται σ’ αυτή την εργασία), η γερόντισσα Ξένη πολλές φορές αντιμετώπισε το διάβολο καταπρόσωπο με διάφορες μορφές και σώθηκε χάρη στην άμεση επέμβαση, σε όραμα, της Παναγίας. “Παραισθήσεις από την απομόνωση, τη νηστεία και τις εμμονές”, θα πουν κάποιοι× δεν μπορώ να βεβαιώσω κανέναν για το αντίθετο –απλώς καταγράφω τις μαρτυρίες, που δεν έχω λόγο να τις αμφισβητήσω, αν και δεν είμαι άγιος για να τις ερμηνεύσω με βεβαιότητα. Η διάκριση των πνευμάτων (να ξέρεις, δηλαδή, από πού προέρχονται τα οράματά σου, να διακρίνεις τα αληθινά από τα ψεύτικα) είναι η «βασίλισσα των αρετών» για τους ορθόδοξους ασκητές, που συχνά αντιμετώπισαν το πρόβλημα της τρέλας ή των διαβολικών δοκιμασιών. Κατά τον άγ. Ιωάννη της Κλίμακος, μόνον οι τέλειοι είναι σε θέση να γνωρίζουν από τις σκέψεις της ψυχής τους «ποία μεν του συνειδότος, ποία δε Θεού, ποία δε δαιμόνων έννοια» · όμως «εν δυσίν όμμασιν αισθητοίς φωτίζεται το σώμα, και εν ορατή και νοητή διακρίσει οι οφθαλμοί της καρδίας λαμπρύνονται» ( Κλίμαξ , ΚΣΤ΄, Β΄, ο΄) [είναι απόσπασμα από εδώ ].
Σημειώσεις
(1) Βλ. λεπτομέρειες στο βιβλίο Η ιερά μονή Καψά Σητείας και ο όσιος Ιωσήφ ο Γεροντογιάννης , έκδ. της μονής Καψά, χ.χ.
(2) Από εδώ . Βλ. και: Ο Όσιος Χατζη-Ανανίας, ο Κτήτορας της Ιεράς Μονής Εξακουστής Ιεράπετρας , έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως Ιεραπύτνης και Σητείας.
(3) αρχιμ. Παρθενίου, ηγουμένου ιεράς μονής Οδηγήτριας, «Ο μοναχισμός στα Αστερούσια: Ιστορία και προσφορά» (Εισήγηση στο 2ο Συνέδριο Μεσαράς – βρίσκεται στο Διαδίκτυο, εδώ ).
(4) Βλ. Στυλ. Μ. Παπαδογιαννάκη, Γεννάδιος και Ιωακείμ, Δύο Ρεθύμνιοι Άγιοι Μοναχοί , Ρέθυμνο 2002 [για το βιβλίο -& αγορά- εδώ (τα έσοδα πάνε στην Ιεραποστολή)].
Πηγή: http://o-nekros.blogspot.com/2011/07/blog-post_4004.html