Προπαραμονή τής Παναγίας με τον Γέροντα Παΐσιο
6 Σεπτεμβρίου 2011
Πέμπτη 13 Αυγούστου, προπαραμονή της Παναγίας. Πάντα με το παλαιό ημερολόγιο. Ξύπνησα στις 6 το πρωΐ. Βαρεια μέρα σήμερα. Συννεφιά, ζέστη, υγρασία. Το πρωϊνό μας, πλούσιο: τσάϊ, καφές, ψωμί, μαρμελάδα, μέλι, γλυκό κερασάκι. Πολύ γεμάτο από πηγαία φιλόξενα αισθήματα. Oτι είχαν οι άνθρωποι, τα βγαλαν. Ο.τι είχαν στα ντουλάπια τους, ό,τι είχαν στις καρδιές τους. Μαζί με την ευλογία παίρνουμε την ευγνώμονα άνάμνηση τής αβραμιαίας φιλοξενίας του π. Χρυσοστόμου καί αναχωρούμε στίς 9:30 π,μ.
Συγκινήθηκα αλλά δεν αναπαύθηκα.Κάτι άλλο περίμενα. Ό καιρός ελαφρώς ξεμπούκωσε.Αμυδρός ήλιος καί ατμοσφαιρική θολουρα. Στόχος μας ό π. Παΐσιος. Τα μάτια αχόρταγα ρουφούν. Το μυαλό άκατάπαυστα δουλεύει. Σήμερα θά δούμε αυτό που ως τώρα φανταζόμασταν. Θεέ μου! τί γλυκεία αίσθηση δεν μου δημιουργούσε αυτός ό πόθος του αυθεντικού ασκητισμού μέσα μου! Πέρασαν τρία τέταρτα πορείας. “Ηδη είμαστε αρκετά κοντά. Θέλω φοβερά να δω, αλλά δεν θελω καθόλου να μιμηθώ. Αυτό είναι μόνο για να το θαυμάσω- όχι για να το κάνω. Αρνούμαι να το δεχθώ, έστω καί ως υποψία ή απόμακρο ενδεχόμενο μέσα μου. Αυτό αποκλείεται. Εγώ θα γίνω επιστήμονας! Θέλω να κατακτήσω αυτήν τήν ζωή. Αυτήν πού βλέπω. Για την άλλη …; «έχει ό Θεός»!
Σε λίγο, να ‘σου καί φαντάζει το ταπείνό καλυβάκι του π. Παϊσίου. Απέχει περίπου δεκαπέντε λεπτά. Ή στέγη του από λαμαρίνα. Ένα κυπαρίσσι ακριβώς δίπλά του σε υποβάλλει. Είναι κάπως πιο χαμηλά από μας. Μπορεί όμως καί να ‘ναι το ψηλότερο σημείο της γης! …; Κατεβαίνουμε το μονοπάτι με τα πόδια καί τό ανεβαίνουμε με την ψυχή. Δεν μιλούμε μεταξύ μας. Σάν κάτι μυστηριακό να προσδοκούμε. Κι εδώ έχει απόλυτη ησυχία κι ας ακούγονται πουλάκια ή τζιτζίκια ή το θρόισμα των φύλλων. Αυτή ή ησυχία δεν είναι παράξενη ή ασυνήθιστη μόνο, αλλά αναδίδει μια βαθειά αίσθηση μυστηρίου. Δεν σε προκαλεί για απόλαυση, αλλά σου δημιουργεί κατάνυξη. Δεν ξεκουράζει, αλλά αφυπνίζει. Σιωπάς καί τα πάντα μέσα σου λειτουργούν τόσο έντονα όσο ποτέ. Αγωνιάς, αλλά εΐσαι πρωτόγνωρα ειρηνικός. Προσδοκάς …;
Όχι, ή ησυχία εδώ δεν έχει καμμία σχέση με την ησυχία των Καρυών μετά την δύση του ηλίου, ούτε πολύ περισσότερο με την ησυχία της Δάφνης μετά την αναχώρηση του λεωφορείου. Οι άλλες ησυχίες σε κάνουν να μην ακούς τίποτε. Αυτή σου γεννά νέες ακοές, σου φέρνει μηνύματα καί μελωδίες πού είναι του άλλου κόσμου. Μέσα σ’ αυτήν την ησυχία ακούς τους χτύπους της καρδιάς σου, κατανοείς τα βάθη σου- αντιλαμβάνεσαι τα βάθη Του, ακούς αυτά πού «ους ουκ ήκουσε»(Α’ Κορ. β’ 9), «άρρητα ρήματα» (Β’ Κορ. ιβ’ 4). Κάτι ακούγεται εδώ πού δεν ακούγεται πουθενά άλλου.
Να! Βρισκόμαστε κιόλας έξω από την πόρτα της καλύβης. Της καλύβης του Τιμίου Σταυρού. Έξω από το άσκητήριο του π. Παϊσίου. Έχω φόβο. Αυτό κυριαρχεί μέσα μου. Το καταλαβαίνω. Άλλα απροσδιόριστο φόβο. “Ανομολόγητο δέος καί ανέκφραστο θαυμασμό. Χτυπάμε διακριτικά, αν καί κάπως επίμονα, την πόρτα της αυλής. Ένα σίδερο κάνει πολύ καλύτερη δουλειά από τα σύγχρονα ηλεκτρικά κουδούνια. Περνούν πέντε λεπτά. Απόκριση καμμία. Μπορεί καί να μη μας ανοίξει. Αυτό, λένε, είναι το πιο πιθανό. Συνήθως δεν διακόπτει την συνομιλία του με τον Θεό. Εμείς πάντως ελπίζουμε. Ψιθυρίζουμε μεταξύ μας. Δεν τολμούμε να μιλήσουμε πιο δυνατά άπ’ όσο χρειάζεται για να ακουγόμαστε. Ούτε αποφασίζουμε να ξαναχτυπήσουμε. Χωρίς αμφιβολία το πρώτο χτύπημα ακούστηκε μέσα στην υποβάλλουσα ησυχία. Ή επανάληψη του θα την μόλυνε με τον εγωισμό καί την ανυπομονησία μας. Ό γέροντας σίγουρα προσεύχεται, αφού αδιαλείπτως αυτό κάνει.
Το χτύπημα δεν είναι για να ακούσει αυτός, αυτός ακούει. Είναι για να ζητιανέψουμε έμεϊς. Να ζητήσουμε πριν εκείνος δώσει, όχι να λάβουμε χωρίς την ταπείνωση της αιτήσεως. Προκρίνουμε την αναμονή. Περιμένουμε άλλο ένα πεντάλεπτο. Μόλις αποφασίζουμε να ξαναδοκιμάσουμε, να, κάτι ακούγεται, μια πόρτα πού ανοίγει. Καί κάποιος φαίνεται. Εΐναι αυτός πού κρύβεται καί μόλις τώρα φανερώνεται.
«Δόξα σοι, ό Θεός», ακούν τ’ αυτιά μου την φωνή του. «Δόξα σοι, ό Θεός», ακούει κι ή καρδιά μου την φωνή της. Μας άνοιξε, είπα ανακουφιστικά, αν καί με κάποιον φόβο, μέσα μου. Έρχεται αργά καί σταθερά, σιωπηλός. Ανοίγει την πορτούλα. Στόν χαιρετισμό μας «ευλογείτε», ή τρεμάμενη από την κατάνυξη καί ασθενική από την σπάνια χρήση φωνή του απαντά: Ό Κύριος. Περάστε.
Ρίχνω μια βαστική ματιά επάνω του. Ούτε άντεξα, ούτε τόλμησα για δεύτερη. Ή καρδιά μου χτυπά γρήγορα. Έχω περιέργεια να ανακαλύψω το μυστήριο της άγιωσύνης του. Και φόβο,να μην άποκαλύψει το μυστικό της άμαρτωλότητός μου. Αυτός κρύβεται από ταπείνωση,εγώ απο εγωισμό. Μπαίνουμε στο απέριττο καλυβάκι, τον. Ολα μικρά. Οί πόρτες στενές καί χαμηλές.Τα ταβάνια επίσης χαμηλά. Άκομη καί οι γεωμετρικές διαστάσεις έχουν ταπείνωση εδώ. Προχωροϋμε στο έκκλησάκι του. Το τέμπλο απλό, σανιδένιο. Εικόνες ρώσικες αναγεννησιακές, από σκέτο χαρτί, στερεωμένες με πινέζες και καρφιά στο πλαίσιο πού δημιουργεί το σανίδι του τέμπλου, δίχως ξύλινη πλάτη. Με λίγη πίεση σχίζονται. Όλα στα όρια της φυσικής αντοχής καί άναγκαιότητος,
Εμείς προσκυνούμε καί ό π. Παϊσιος συνοδεύει ισοκρατώντας:«Δόξα σοι ό Θεός», «Κύριε έλέησον». Μου έκανε εντύπωση ότι, ενώ σ’ όλες σχεδόν τις εικόνες τα χέρια των αγίων ήταν λειωμένα, στην εικόνα του Κυρίου, τα πόδια Του ήταν σβησμένα. Κάποια άλλη φορά, έκλεψα την ευκαιρία καί του φανέρωσα την παρατήρηση μου. Μου είπε τότε: «Στό πρόσωπο φιλούμε με αγάπη, στα χέρια από σεβασμό, στα πόδια φιλούμε μόνο με συντριβή. Τον Θεό δεν Τον άσπαζόμεθα στο πρόσωπο, όταν υπάρχουν τα πόδια Του. Τους αγίους τολμούμε να τους φιλήσουμε στα χέρια. Τον Χριστό όμως μόνο στα πόδια αντέχουμε να Τον ασπασθούμε. Καί έτρεχαν τα μάτια του …;»
Έξω από το καλύβι ό τάφος του παπα-Τύχωνα, γέροντος του π. Παϊσίου, πού είχε κοιμηθεί προ τριετίας. Δύο-τρείς ρίζες δενδρολίβανο. ένα κλήμα κι ένα κυπαρίσσι από αυτά πού μόνο πού τα βλέπεις σου ανεβάζουν την ψυχή στον ουρανό.
Μπαίνουμε στο άρχονταρίκι του, στο καθιστικό του, δύο επί δυόμισυ περίπου μέτρα. Όχι μεγαλύτερο. Μια φυσική προεξοχή στην ρίζα του τοίχου, με μια καφέ στρατιωτική κουβέρτα έπάνω της.παίζει το ρόλο του καναπέ. Το κέρασμα του, νερό καί λουκούμι. Περιμένουμε κάτι να μας πει. Αυτός τίποτε, ήρεμα σκυμμένος, πλέκει ένα κομποσχοίνι χωρίς να βγάλει λέξη για αρκετή ώρα. Κάποιος σπάει την σιωπή. Δεν θυμάμαι τί ακριβώς ρώτησε. Θυμάμαι μόνο το πώς ό γέροντας με την τρεμουλιαστή φωνή του περιέγραφε την αγάπη του Θεού πρώτα, καί πώς ή αίσθηση της γεννά καί την δική μας αγάπη σ’Αυτόν. Όλα τα παρουσίαζε τόσο γλυκά. Μιλούσε για τα γλυκίσματα του Θεού, την λιακάδα της παρουσίας Του, την αρχοντιά των αγίων, την λεβεντιά των μαρτύρων καί το δικό μας φιλότιμο.
Μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα, μι ανάλογο τόνο, ρυθμό καί λεξιλόγιο, περιέγραφε το μεγαλείο της προσευχής ως αίσθησης της παρουσίας του Θεού καί κίνησης της δικής μας αγάπης προς Αυτόν. Εγώ μόνο άκουγα. Ρουφούσα με μάτια, αυτιά καί σκέψη ο,τι μπορούσα, κυρίως πέραν από όσα έλεγε ή έδειχνε. Το υφός του εννοούσε, ασφαλώς, περισσότερο από τον λόγο του. Αυτό έλεγε όσα αυτός έκρυβε. Οί ερωτήσεις γίνονταν έτσι για τις ερωτήσεις. Εγώ δεν άνοιξα το στόμα μου, πήρα όμως την απόφαση να ξαναπάω με συγκεκριμένο ρεπερτόριο έρωτήσεων. Διψούσα για το πέραν του συμβατικού, του ηθικά σωστού, του μετρίου. Είχα βαρεθεί τους τσελεμεντέδες της πνευματικής ζωής. Εδώ ήταν εμφανές το αυθεντικό και μερακλίόικο. “Εφτιαχνε δικά του φαγητά, πού έγλειφες τα δάχτυλα σου. Δεν άκουγε μόνο τα «άρρητα ρήματα» της ησυχίας, αλλά μέσα στην αφάνεια του ό άνθρωπος αυτός φανέρωνε. Εδώ άκούς τα άρρητα καί βλέπεις τα αθέατα. Κάθε ασκητήριο είναι σαν ένα βαθύ πηγάδι. Από κει μέσα το εξηγούν οί Φυσικοί- μπορεί καταμεσήμερο να δείς καί τ’άστρα. Όπως τα τοιχώματα του πηγαδιού απορροφούν τίς ανακλώμενες επάνω τους ακτίνες του ηλίου, έτσι καί ό τόπος της ασκήσεως απορροφά κάθε ήχο, εικόνα ή μέριμνα, δίνοντας στον ασκητή την δυνατότητα να ακούει, να βλέπει καί να σκέπτεται καθαρά καί απερίσπαστα. Πολύ ευγενικά καί χαριτωμένα, μας έδωσε να καταλάβουμε ότι έπρεπε να πηγαίνουμε. Ήδη εμείς βιαζόμασταν. Βγήκαμε στην αυλή. Εκείνος επιστρέφει να μας φέρει ως ευλογία από ένα κομποσχοινάκι πού ό ίδιος έπλεξε. Δίπλα μας, στην κουφάλα ενός δένδρου, διακρίνω ένα γυάλινο βάζο με φουντούκια ωμά. Επάνω έγραφε «ευλογία». Τα πάντα εδώ προσφέρονται ως ευλογία.
Έρχεται μαζί μας να μας δείξει ένα μονοπάτι για να συντομεύσουμε τον δρόμο μας. Τον άποχαιρετούμε. Παίρνουμε την ευχή του κα ξεκινούμε. Σκέψεις πολλές ζάλιζαν τον νου μου. Μήπως πήγαμε φιλοπερίεργα καί όχι από δίψα; Μήπως τελικά έχασε τον χρόνο του μαζί μας; Από την δική μας ζωή εξαρτάται ή αξία του δικού του χρόνου. Γύρισα πίσω να κλέψω μια ματιά, να δω εστω την ράχη του. Εΐχε εξαφανισθεί. Βιαζόταν να επιστρέψει στην προσευχή του!
Στόν π. Πάίσιο πήγα καί το 1976 με έναν συμφοιτητή μου. Καί τότε θυμάμαι την χάρη καί την γλύκα των λόγων του.
-Τί σπουδάζετε, παλληκάρια; μας ρώτησε.
-Φυσική, του απαντούμε.
-Καί οί δύο φυσικοί είστε;
-Ε, τότε πρέπει να μάθετε καί την φυσική της μεταφυσικής. Ξέρετε για την πνευματική διάσπαση του ατόμου; Όταν γνωρίσουμε τον εαυτό μας, όταν δηλαδή φθάσουμε σε αυτογνωσία, τότε γίνεται ή διάσπαση του ατόμου μας. Αν δεν ταπεινωθούμε ωστέ να διασπάσουμε το άτομο μας. δέν θά βγεί ή πνευματική ενέργεια πού χρειάζεται για να ξεπεράσουμε την βαρύτητα ης φύσεως μας. Μόνον έτσι, παλληκάρια, θά μπορέσουμε να διαγράψουμε πνευματική τροχιά.
Τι ωραίος αιφνιδιασμός! Μας μίλησε τήν γλώσσα μας με την γλώσσα του.
Η πνευματική ζωή είναι εύκολη, μας είπε. «Ό ζυγός μου χρηστός καί το φορτίον μου έλαφρόν εστί» (Ματθ. ια’ 30), λέγει ό Κύριος.
Μα «στενή ή πύλη καί τεθλιμμένη η οδός» (Ματθ. ζ’ 14), του αντιλέγει ο φίλος μου χαριτωμένα καί ευγενικά.
Τα ξίγγια, ευλογημένε, την κάνουν στενή. Πέταξε τα καί θα δεϊς πόσο εύκολα είναι τα πράγματα. Ή αγάπη μας πρέπει να είναι ίδια πρός όλους. Μόνο τότε είναι αγάπη Θεού.Αν αγαπούμε κάποιους περισσότερο καί άλλους λιγότερο, πρέπει να ύποψιασθούμε εγωισμό. Όσο ξεχνούμε τον εαυτό μας, τόσο αγνωρίζουμε στην ζωή μας τίς εύλογίες του Θεού. Καί τί δεν μας δίνει ό πανάγαθος Θεός! (Τί ζεστά καί γλυκά πού το είπε αυτό το «πανάγαθος»!) Ώρες ώρες νοιώθουμε τα κόκκαλα της υποστάσεως μας σαν κέρινα, να μην αντέχουν το βάρος των δωρεών Του. Κάτω από την αγάπη του Θεού τα πάντα λυγίζουν. Δίπλα της όλα λειώνουν.
Μας μίλησε καί για τα θαυμαστά της προσευχής καί της χάριτος του Θεου, πώς γνώρισε κάποιον μοναχό πού με απλότητα, βασιζόμενος στην αγιογραφική ρήση καί στον λόγο του Κυρίου ότι έχει δώσει στους δικούς Του την εξουσία «του πατεΐν επάνω οφεων καί σκορπιών» (Λουκ. ι’ 19), αυτός έπιανε δηλητηριώδη φίδια με τα χέρια του καί τα πετούσε έξω από την μάνδρα δίχως κανέναν φόβο.
Επίσης για κάποιον πού ή χάρις του Θεοϋ κατά τίς στιγμές της προσευχής του τον μετέφερε σε μάκρυνα μέρη, οπού έπιτελοϋσε θαυμαστά έργα καί φανέρωνε την δύναμη του Θεού, καί μετά τον επέστρεφε. Αυτός κάποτε, όταν ξύπνησε, βρήκε ένα λουλούδι πού μόνο στην Κασπία φύεται. Εκεί τον είχε πάει ό Θεός.
Μ’ όλα αυτά έσπαζε ό γέροντας το κέλυφος του ορθολογισμού μας. Δημιουργούσε υποψίες άλλου φρονήματος ζωής. Μια υποψία όμως δεν κατάφερε να γεννήσει μέσα του. Την υποψία της κλήσεως μου. Εγώ επίμονα αρνιόμουν να δω προς αυτήν την κατεύθυνση …; Ύστερα από δώδεκα χρόνια, το 1988, βρέθηκα στο Όρος με σύμμαχο την κλήση μου αυτήν την φορά. Είχε ένα κατάξερο καλοκαίρι. Για μήνες δεν είχε πέσει ούτε μία σταγόνα βροχής. Οι πηγές, τα ρυάκια είχαν στερέψει,οι βρύσες είχαν στεγνώσει. Κανενός τα κηπευτικά δέν μπορούσαν να αναπτυχθούν. Έβλεπες τίς ντοματιές καί καμμιά δέν ξεπερνούσε το ένα μέτρο ύψος. Σάν φυματικές κοπέλλες κρέμονταν από τα στηρίγματα τους δημιουργώντας ένα θέαμα αποκαρδιωτικό. Το ίδιο καί χειρότερα οι πιπεριές, οί κολοκυθιές καί οί αγγουριές. Εξαίρεση ο κήπος του π. Παϊσίου. Αυτός δεν φιύτευε άπ’ όλα τα λαχανικά. Μόνον αυτά πού δέν χρειάζονταν μαγείρεμα, μια πού το ασκητικό του πρόγραμμα δεν μπορούσε να συμπορευθεί με κάτι τέτοιο. Έβαζε εννέα ρίζες ντοματιές και μια αγγουράκια. Οί απότιστες ντοματιές του, την χρονιά εκείνη, ξεπερνούσαν τα δυο μέτρα- όσο τους έλειπε το νερό, τόσο κέρδιζαν σε ύψος. Οί δέ ντομάτες του ήταν σαν μικρά πεπόνια. Έκθαμβος άντίκρυζα το θαύμα. Το ζών ύδωρ της θεϊκής χάριτος αντικαθιστούσε την αναγκαιότητα του νεροϋ της φύσεως. Με το ελάχιστο νεράκι καί την πολλή μας προσδοκία στον Θεό. Τον παρακαλούμε πνευματικά καί μεταμορφώνει την φύση.
Όσο ή λογική αύτού του κόσμου καί η παχύτητα της επιγειότητος συστέλλονται μέσα μας, τόσο ζωντανότερος καί αληθινότερος προκύπτει ό Θεός καί στην ατμόσφαιρα της ψυχής μας καί στο περιβάλλον της ζωής μας.
Αστειευόμενος μ’ έβαζε ανάμεσα στα φυτά καί μου έλεγε: – Κρίμα, καί νόμιζα πώς είσαι ψηλός. Εδώ σε ξεπερνούν καί οί ντοματιές μου. Καί πού να τις πότιζα κιόλας!
Από τις ντοματιές του π. Παϊσίου παρηγορήθηκε ολόκληρη ή περιοχή, όλα τα κελλιά. Δεν ξέρω τελικά αν τρεφόμασταν με ντομάτες, σίγουρα όμως γευόμασταν την ευλογία του Θεού. Αυτός πού ήθελε τα λίγα, απολάμβανε τα πολλά. Μια τέτοια εμπειρία πώς κανείς να την ξεχάσει; Αυτά τα βιώματα αρδεύουν καί τις πιο χέρσες ψυχές των Αγιορειτών καί τις αναγκάζουν στους άνυδρους καιρούς μας να παράγουν με θαυμαστό τρόπο τους πιο χυμώδεις καί ευγευστούς καρπούς της εποχής μας. «Αυτών ή πίστις καί ζωή την οικουμένην στηρίζει».
Μου έλεγε συχνά ότι, όταν επισκέπτεται ό Θεός την καρδιά, ό άνθρωπος γίνεται τόσο λεπτός καί απαλός στην σχέση του με την φύση, πού δεν την ενοχλεί, οΰτε αμύνεται απέναντι της, δεν σπάει ένα λουλουδάκι, δεν πατάει μια τσουκνίδα, δεν σκοτώνει ένα μυρμήγκι, δεν διώχνει απότομα μια μύγα, αλλά σέβεται το σπασμένο κλαδάκι, το άκαρπο δένδρο, το ενοχλητικό ζωύφιο, το απειλητικό ζώο. Όταν συναντήσεις ένα θηρίο ή ένα φίδι, αν το αγαπάς έτσι, δεν θα σε πειράξει, σε αγαπά κι εκείνο. Γίνεσαι φίλος της κτίσης καί αυτή σου ανταποδίδει την αγάπη καί την εμπιστοσύνη. Την σέβεσαι στον στεναγμό καί στην αδυναμία της,την ποτίζεις με προσευχή καί αυτή σου άπαντα με θαυμαστούς καρπούς.
Οι ντομάτες, η συγκομιδή πού παίρνεις, δεν είναι συνέπεια μιας φυσικής νομοτέλειας, αλλά απόδειξη της ευλογίας του Θεου. Έτσι μεταμορφώνεται το περιβάλλον σε ναό καί οί νόμοι αντικαθίστανται από το θαύμα καί την θεϊκή παρέμβαση. Αυτή είναι ή ασκητική οικολογία. Ό π. Παΐσιος του 1988 καί οί ντοματιές του επαλήθευαν τα λόγια της γλυκόηχης διδασκαλίας του, του 1976 και επιβεβαίωναν τις βαθειές εντύπωσεις πού χάραξαν την υπόσταση μου κατά τι ευλογημένη εκείνη συνάντηση του 1971
Θυμάμαι, τότε, δεν είχα ανάγκη να τον βλέπω ούτε ακόμη καί να τον άκούω. Μου αρκούσε ή αίσθηση ότι βρέθηκα δίπλα σ’ έναν υπερβατικό άνθρωπο, γνώρισα έναν ασκητή, αντάμωσα έναν άγιο.
(Από το βιβλίο:”‘Άγιον “Ορος, το ύπέρτατο σημείο της γης” Έκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2000)
Πηγή: http://ahdoni.blogspot.com/2011/09/blog-post_4930.html#more