Ο Τσιτσί-μαμά
3 Αυγούστου 2011
Όπως τα περισσότερα χωριά έχουν κάποιον τύπο με τον οποίο οι υπόλοιποι περνούν την ώρα, έτσι και το δικό μας το χωριό, το μικρό Γιαγτζιλάρ, είχε έναν έφηβο, ένα παιδί, γιατί παιδί είχε μείνει ο Δημήτρης στην τόσο σύντομη ζωή του.
Ήταν από τα παιδιά που συνηθίζομε να λέμε πως είναι αδικημένα από τη φύση, γιατί από τη γέννησή τους έχουν κάποιο κουσούρι. Ο Δημήτρης λοιπόν είχε γεννηθεί αγαθός, όχι τρελός.
Μεγάλωνε το κορμάκι του αλλά το μυαλό του έμενε μωρουδίστικο. Δεν έμαθε ποτέ να μιλά. Έμαθε μόνο να λέει δύο λέξεις κι αυτές ήταν όταν πεινούσε, “τσιτσί”, δηλαδή κρέας, και “μαμά”, δηλαδή ψωμί. Όταν πεινούσε λοιπόν ο Δημήτρης, ζητούσε από όποιον άνθρωπο βρισκόταν μπροστά του “τσιτσί μαμά”. Από αυτές τις δυο λέξεις, τις μόνες που ήξερε, πήρε και το παρατσούκλι Τσιτσί-μαμά και μόνο μ’ αυτό το όνομα καταλάβαινε πως φώναζαν εκείνον. Το βαφτιστικό του σιγά σιγά ξεχάστηκε τελείως, μόνο οι γονείς του το θυμούνταν, χωρίς όμως ούτε κι αυτοί να το χρησιμοποιούν πολύ. Τον Τσιτσί-μαμά δεν τον πείραζαν οι χωριανοί όπως γίνεται συνήθως μ’ αυτούς τους ανθρώπους.
Πρώτον γιατί οι γονείς του ήταν σοβαροί κι αξιοπρεπείς άνθρωποι και δεύτερον γιατί δεν ήταν για πείραγμα ένα αγαθό πλάσμα. Ήταν πιο πολύ για λύπη παρά για πειράγματα κι αστεία. Τον έστελναν μόνο να κάνει θελήματα και κείνος πρόθυμα έτρεχε να εξυπηρετήσει όποιον του ζητούσε κάτι.
Ο Τσιτσί-μαμά λοιπόν στη μεγάλη σφαγή ήταν δεκαεφτά χρονών, έφηβος με όλα τα σημάδια της εφηβείας στο κορμί του. Ψηλός, μαλλιαρός σαν αρκούδα, κουρεμένος σύρριζα και ξυπόλητος πάντα. Αυτοί που τον γνώρισαν έλεγαν πως και να ήθελε να φορέσει παπούτσια, δε θα έβρισκε στο νούμερο του, γιατί οι πατούσες του ήταν πελώριες… Και στην εκκλησία τις Κυριακές ξυπόλυτος πήγαινε.
Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό, άρχιζαν να σφάζουν στην πλατεία, όσους είχαν την ατυχία να είναι ακόμα εκεί. Ο Τσιτσί-μαμά ούτε που καταλάβαινε τι γινόταν. Άκουγε τις φωνές εκείνων που έσφαζαν, έβλεπε το αίμα που έτρεχε, δεν έδειχνε όμως ούτε να φοβάται ούτε να καταλαβαίνει τι γινόταν. Περίμενε υπομονετικά να έρθει η σειρά του. Πλησίασε, χαμήλωσε το κεφάλι και περίμενε να σηκωθεί το τούρκικο μαχαίρι να κόψει το λαιμό του. Τα κτήνη είχαν κουραστεί, τα ρούχα τους ήταν βαμμένα κατακόκκινα από το αίμα των μαρτύρων που τους πιτσιλούσε. Όταν πλησίασε ο ανάπηρος έφηβος, κατάλαβαν ότι μ’ αυτόν μπορούσαν να διασκεδάσουν. Τον ξεντύνουν και τον αφήνουν ολόγυμνο. Πετούν κι αυτοί τα ματωμένα ρούχα τους κι αρχίζουν ο ένας μετά τον άλλον να τον βιάζουν. Μούγκριζε σαν πληγωμένο θηρίο, αντιδρούσε, σφάδαζε από τους πόνους. Τα κτήνη εξαγριώνονταν περισσότερο κι όταν κουράστηκαν, γελώντας του πήραν το κεφάλι. Ένας μάρτυρας προστέθηκε ακόμα στα νέφη των μαρτύρων, ένας ακόμα άγιος.
πηγή: Ελευθερίας Μπαντουράκη-Μπολέτη, Ταξιδεύουν στην Ιωνία τα όνειρα μας, Εκδόσεις Γερμανός, Θεσσαλονίκη 1999