Όσιος Διονύσιος ο Αθωνίτης
25 Ιουνίου 2011
Ό όσιος πατήρ ημών Διονύσιος ήταν ύστερότοκος γιος μιας οικογένειας χωρικών της Κορησσού, κοντά στην Καστοριά της Μακεδονίας (περί τό 1316). Τρέφοντας μέσα του παιδιόθεν την αγάπη γιά τον Θεό μόλις έφθασε σε κατάλληλη ηλικία (18 ετών) έτρεξε σαν διψασμένο Ελάφι στήν πηγή, στό Άγιον Όρος, νά βρει τόν μεγαλύτερο αδελφό του, τον άγιο Θεοδόσιο, πού είχε γίνει ηγούμενος της Μονής Φιλόθεου. Αφού ενεδύθη τό μοναχικό Σχήμα μετά από μερικές ήμερες, αφομοίωσε γρήγορα τις αρχές της αγγελικής πολιτείας και ρίχθηκε μέ ζήλο στους αγώνες της αρετης. Ανέλαβε πρώτα τό διακόνημα του εκκλησιαστικού και εν συνεχεία κρίθηκε άξιος της ίερωσύνης σε ηλικία τριάντα ετών. Τό λειτούργημα αυτό αντί νά σταθεί αφορμή υπερηφάνειας γιά τον όσιο, τον ώθησε αντιθέτως σε μεγαλύτερη ταπεινοφροσύνη και σε μεγαλύτερους ασκητικούς μόχθους, λησμονώντας ότι βρισκόταν πίσω του και επεκτεινόμενος πάντα, έμπροσθεν (Φιλ. 3, 14).
Πρόκοπτε έτσι ακατάπαυστα στήν νηστεία, την αγρυπνία και πρωτίστως στήν προσευχή και τον έλεγχο των κρυπτών κινημάτων της ψυχής, αλλά ή παρουσία πλήθους αδελφών γύρω του, μέ την ταραχή και τήν τύρβη πού τήν συνόδευαν, έγινε γι’ αυτόν εμπόδιο στήν διαρκή συνομιλία του μέ τον Θεό. Έτσι, μέ τήν συμβουλή συνετών Γερόντων, έφυγε κρυφά αναζητώντας τόπο πρόσφορο γιά τήν ησυχία. Εγκαταστάθηκε σε σπήλαιο πού βρισκόταν στις νότιες πλαγιές του Αντιάθωνα, κοντά στήν όποια έτρεχε πηγή μέ καθαρό νερό. Δέν είχε φέρει τίποτε μαζί του, εγκαταλείποντας τόν εαυτό του στήν θεία Πρόνοια, και αφιέρωνε όλο τον χρόνο του στήν προσευχή. Τρεφόταν μέ χόρτα και άγρια φυτά, κι όταν χρειαζόταν ψωμί πήγαινε νά τό ζητηςει σε κάποιο μοναστήρι, επιστρέφοντας κατόπιν στο έρημητήριό του πού μόνον ο Θεός γνώριζε.
Μετά άπό τρία χρόνια τόν ανακάλυψε ένας άλλος εραστης της ησυχίας πού έλαβε τήν άδεια του νά χτίσει ένα μικρό κελλί κοντά στο σπήλαιο και νά μιμηθεί τήν πολιτεία του. Λίγο αργότερα ήλθε νά τους βρει ένας άλλος ερημίτης και έκτισε μιά καλύβα. Παρά τήν επιθυμία του αγίου Διονυσίου νά παραμείνει κρυμμένος, ο Θεός φανέρωσε τό φώς τών αρετών του σε όλο και περισσότερους μοναχούς και ευσεβείς ανθρώπους πού έρχονταν νά εξομολογηθούν και του ζητούσαν νά γίνουν μαθητές του. Καθώς ο τόπος έγινε πολύ μικρός γιά νά τους χωρέσει Ολους, μέ τήν συμβουλή τού όσιου βρήκαν τοποθεσία βόρεια τού σπηλαίου, όπου έκτισαν κελλιά και έναν ναό αφιερωμένο στον Τίμιο Πρόδρομο. ο άγιος Διονύσιος δέν εγκατέλειπε τό σπήλαιο του παρά μόνο τό Σάββατο και τήν Κυριακή, γιά νά τελέσει τήν θεία Λειτουργία και να προσφέρει στους αδελφούς το μέλι της διδασκαλίας του. Όταν οί αδελφοί έγιναν δεκαοκτώ τον αριθμό, επειδή ο τόπος όπου ήσαν εγκατεστημένοι ήταν εκτεθειμένος στον βαρύ χειμώνα, ο όσιος τους συμ-βούλευσε να κτίσουν σε ένα ομαλό και πιο προστατευμένο μέρος, σε από-σταση δύο σταδίων, άλλα κελλιά και νέο ναό του Τιμίου Προδρόμου, όπου θά μπορούσαν νά ξεχειμωνιάζουν και νά επιστρέφουν τό καλοκαιρι στον «Παλαιό Πρόδρομο». Απέκτησαν επίσης και μία μικρή βάρκα για νά προ-μηθεύονται τά χρειώδη ενώ έφτιαξαν και προβλήτα με ένα μικρό παράπηγμα για νά χρησιμεύσει ώς αποθήκη. ο όσιος Διονύσιος πού ήταν σε όλα τό υπόδειγμα τους, ερχόταν συχνά νά βοηθήσει τους μαθητές του νά μεταφέρουν τά πράγματα και περνούσε την νύχτα στήν καλύβα.
Μία φορά, καθώς έβγαινε νά αναπέμψει τίς νυκτερινές δεήσεις του προς τον Θεό και στρεφόταν προς τήν δύση, είδε ενα θεϊκό φώς πού έλαμπε σάν λαμπάδα νά βγαίνει άπό έναν βράχο πού υψώνεται ογδόντα μέτρα πάνω άπό τήν θάλασσα στήν έξοδο της ρεματιάς. Φοβούμενος μήπως είχε πέσει θύμα απάτης του δαίμονα, δεν είπε τίποτε στους μαθητές του και πηγε νά συμβουλευθεί εναν ιερομόναχο γνωστό για τήν μεγάλη διάκριση του, τον Δομέτιο, πού ζούσε στά Βουλευτήρια. Επέστρεψαν μαζι στο μέρος εκείνο και υπήρξαν μάρτυρες του ίδιου θεάματος επί τρεις συνεχείς νύχτες. Ανακοίνωσαν τότε τό συμβάν στους αδελφούς, οι όποιοι τήν προηγούμενη νύχτα είχαν δει όλοι τό φώς πάνω άπό τον βράχο. ο Δομέτιος τους διαβεβαίωσε ότι επρόκειτο για θεϊκό σημάδι πού τους καλούσε νά ιδρύσουν στον τόπο εκείνο κοινοβιακή μονή και προσφέρθηκε νά βοηθήσει και ο ίδιος για νά αναλάβουν χωρίς χρονοτριβή τό έργο προς δόξαν Θεού. Έπιασαν αμέσως δουλειά, και άπό τον φόβο τών Τούρκων πειρατών πού ερήμωναν συχνά τις ακτές του Άθω έκτισαν πρώτα έναν τετράγωνο πύργο είκοσι μέτρα ύψος, χάρις στις δωρεές μοναχών και λαϊκών πού έρχονταν νά εξομολογηθούν στον όσιο Διονύσιο. ο πρώτος του Αγίου Όρους συμφώνησε νά παραχωρήσει τήν γη στήν αδελφότητα και έτσι προχώρησε ή ανέγερση της Μονής του Άγιου Ιωάννη τού Προδρόμου (1366).
Όταν ο όσιος Διονύσιος έμαθε ότι ο αδελφός του Θεοδόσιος είχε μόλις χειροτονηθεί μητροπολίτης Τραπεζούντος (1370), θέλοντας νά τον συγχαρεί και ελπίζοντας με τήν υποστήριξη του νά λάβει βοήθεια από τόν αυτοκράτορα Αλέξιο Γ’ Κομνηνό, ανέλαβε τό ταξίδι μέσω θαλάσσης μέχρι τήν πρωτεύουσα τού Πόντου, μαζι μέ μερικούς μαθητές του. ο Θεοδόσιος τόν παρουσίασε στον αυτοκράτορα, ο όποιος γοητευμένος από τό ταπεινό και φωτεινό παρουσιαστικό τού ασκητή, τού επεφύλαξε μία γεμάτη σεβασμό υποδοχή• και καθώς ο όσιος τού πρότεινε νά συναριθμηθεί μεταξύ τών αυτοκρατόρων και ηγεμόνων πού μνημονεύονται ες άεί γιά τήν σωτηρία της ψυχής τους ιδρύοντας μοναστήρια στό Άγιον Όρος, πρόθυμα εκείνος ικανοποίησε τό αίτημα του και τού χορήγησε ένα ποσό ικανό γιά τήν ανέγερση τού μοναστηρίου, καθώς και μία ετηςια πρόσοδο, διασφαλισμένα μέ χρυσόβουλλο (1374) πού έθετε ως μοναδικό όρο την ες αεί μνημόνευση του αυτοκράτορα, της οικογένειας και της δυναστείας του στις καθημερινές Ακολουθίες.
Στον δρόμο της επιστροφής, ο όσιος και οι συνοδοί του γλύτωσαν από μία επίθεση Τούρκων πειρατών στον Ελλήσποντο, χάρις στήν παρέμβαση τού Τιμίου Προδρόμου, ο οποίος απώθησε τους βαρβάρους και τους παρέλυσε κραδαίνοντας τό ραβδί του. Φθάνοντας στον Άθω μίσθωσαν εργάτες και προχώρησε γρήγορα ή οικοδόμηση τού ναού, τών κελλιών, της τράπεζας, ενός ξύλινου υδραγωγείου και ενός όχυρωματικού περιβόλου. Όταν εξαντλήθηκαν τά χρήματα, ο Διόνυσος έκανε δεύτερο ταξίδι στήν Τραπεζούντα γιά νά εισπράξει τήν δεύτερη δόση της χορηγίας άπό τόν αυτοκράτορα. Κατά τήν διάρκεια της απουσίας του, όμως, εισεβαλαν πειρατές στό Άγιον Όρος, λεηλάτησαν τήν μονή και οδήγησαν αιχμαλώτους όλους τους μοναχούς στήν Μικρά Ασία. Βρίσκοντας στον γυρισμό τό μοναστήρι άδειο και ρημαγμένο, ο όσιος ανέπεμψε στον Κύριο θρήνο ισάξιο τού Ίώβ.
Βρήκε όμως γρήγορα το θάρρος του και σύντομα ξεκίνησε νά αναζητηςει τούς μαθητές του, σάν τον καλό ποιμένα πού γυρεύει το χαμένο ποίμνιο του. Τούς ανακάλυψε και ξόδεψε όλα τά χρήματα για τήν εξαγορά τους.
Επέστρεψαν Ολοι στο μοναστήρι και οί εργασίες ξανάρχισαν, άλλά οί πόροι δεν ήσαν αρκετοί γιά τήν συντήρηση της άδελφότητος πού ολοένα μεγάλωνε. ο όσιος αποφάσισε ως εκ τούτου νά ταξιδέψει γιά τρίτη φορά στήν Τραπεζούντα και απέσπασε άπό τον συμπονετικό ηγεμόνα τήν υπόσχεση γιά μία τρίτη χορηγία. Προτού όμως εκπληρωθεί ή υπόσχεση αυτή ο μακάριος αρρώστησε και παρέδωσε τήν ψυχή του στον Θεό, μακριά άπό τό ποίμνιο του. Ήταν ηλικίας εβδομήντα ετών περίπου (περί το 1389). Το σώμα του πού ενταφιάσθηκε στον καθεδρικό ναό δέν άργησε νά θαυματουργεί και έτιματο άπό ολόκληρη τήν πόλη. Όταν οί συνοδοιπόροι του έφεραν τό λυπηρό νέο στο Άγιον Όρος, μεγάλη θλίψη κυρίευσε όλα τά πνευματικά τέκνα του οσίου. ο Δομέτιος, τον οποίο ο όσιος Διονύσιος είχε αφήσει ώς αναπληρωτή του, παρηγόρησε τούς μοναχούς και τούς διαβεβαίωσε ότι ο πατέρας τους δέν θά έπαυε νά τούς βοηθά άπό τον ουρανό και νά άγρυπνα διαρκώς γιά τό μοναστήρι του. Ένώ ο ερημίτης ετοιμαζόταν νά γυρίσει ξανά στήν ησυχία, οί αδελφοί τον ίκέτευσαν νά δεχθεί τήν διαδοχή, και ο Δομέτιος τούς καθοδηγούσε στήν οδό του Κυρίου μέχρι τήν τρισόλβια ανάπαυση του (μεταξύ 1405 και 1410).
Ό όσιος Διονύσιος συνήθιζε νά παροτρύνει τους μοναχούς του νά επαγρυπνούν και νά φυλάσσουν τήν καρδιά τους άπό τους ρυπαρούς λογισμούς πού σπιλώνουν τήν ψυχή και ανοίγουν τον δρόμο προς τήν έμπρα-κτη αμαρτία, και τούς συμβούλευε νά χρησιμοποιούν γι’ αυτό τήν εγκράτεια, τήν υπακοή, τήν υπομονή, τήν σιωπή, τήν προσευχή, άλλά κυρίως τήν ανυπόκριτη αγάπη προς τον Θεό και τον πόθο γιά τά αιώνια αγαθά πού Εκείνος μας έχει υποσχεθεί.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις Ίνδικτος