Βίος του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Στρατηλάτου (μέρος 1ο)
8 Ιουνίου 2011
μοναχού Βατοπαιδινού
Ο μεγαλομάρτυς Θεόδωρος ζούσε στους χρόνους του βασιλέως Λικινίου, γύρω στα 320 μ.Χ. και καταγόταν από την πόλη Ευχάϊτα της Γαλατίας.
Η ομορφιά του σώματός του, η σύνεσή του και η ρητορική του δεινότητα τον έκαναν την εποχή εκείνη πασίγνωστο στους κύκλους των ισχυρών. Αυτή ήταν η αιτία που γνωρίστηκε και με αυτόν τον βασιλέα Λικίνιο, ο οποίος έκπληκτος από την εξαίρετη προσωπικότητά του, τον τίμησε με το αξίωμα του αρχιστράτηγου και ταυτόχρονα του έδωσε την διοίκηση της πόλεως Ηράκλειας που βρισκόταν στον Εύξεινο Πόντο.
Δεν γνώριζε βέβαια ο ίδιος ότι η ομορφιά της προσωπικότητας του Θεοδώρου εστιαζόταν κυρίως στην αρετή και σύνεσή του, που είχαν προκαλέσει την Χάρη του Αγίου Πνεύματος να είναι μαζί του. Δεν γνώριζε επίσης ότι ο Θεόδωρος ήταν Χριστιανός.
Πόσο επέδρασε η προσωπικότητά του μέσα από το μεγάλο αξίωμα που είχε φάνηκε στην συνέχεια, διότι μιλώντας με παρρησία για τον Χριστό στην πόλη που διοικούσε, έπεισε σχεδόν τους πάντες να γίνουν Χριστιανοί.
Αυτά μέν συνέβαιναν στην Ηράκλεια. Ο δε Λικίνιος διαμένοντας προσωρινά στην Νικομήδεια, άκουσε για την δράση του Θεοδώρου και λυπήθηκε πολύ. Προσποιήθηκε όμως άγνοια και έγραψε στον Θεόδωρο περίπου τα εξής: «Λικίνιος ο βασιλεύς και αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, στον στρατηλάτη Θεόδωρο, Χαίρε! Επειδή από την δύναμη και το θέλημα των μεγάλων θεών έχουμε την τιμή και την βασιλεία, είναι φυσικό και χρειάζεται να προσπαθούμε να κάνουμε το θέλημά τους και ό,τι είναι αρεστό σ αυτούς, προκειμένου να ευτυχούμε και μακροημερεύουμε. Πρέπει λοιπόν πρώτα εμείς να τους τιμούμε, οι οποίοι έχουμε τιμηθεί απ αυτούς και έχουμε την βασιλεία και τις διοικητικές θέσεις, έπειτα δε να τους τιμά και όλος ο λαός. Η προσκύνηση και η λατρεία των θεών είναι επιβεβλημένη.
»Την φιλική αυτή επιστολή σου την στέλλω για δύο λόγους. Αφ ενός μέν για να ετοιμάσουμε διαταγές που θα απευθύνονται σ όλη την χώρα ώστε όλοι να προσκυνούν και λατρεύουν τους θεούς μας και αφ ετέρου για να θυσιάσουμε πρώτοι εμείς στους θεούς μας, δίνοντας έτσι το παράδειγμα ώστε ο λαός βλέποντας την αγάπη μας προς αυτούς, να αυξάνουν τον πόθο τους. Υγίαινε!».
Επιφανής αποστολή με βασιλικούς απεσταλμένους, έφθασε στον Θεόδωρο και επέδωσαν την επιστολή. Αυτός δε τους τίμησε, τους φιλοξένησε και τους χάρισε πολλά δώρα. Όταν κατά τον προσδιορισμένο χρόνο έπρεπε να μεταβεί στον βασιλέα, του έστειλε επιστολή στην οποία έγραφε περίπου τα εξής:
«Θεόδωρος ο στρατηλάτης προς τον βασιλέα Λικίνιο, Χαίρε! Την εντιμότατη επιστολή σου έλαβα και προσκύνησα. Μου γράφεις βέβαια, υψηλότατε, να έλθω εκεί, αλλά δεν είναι τούτο εύκολο σε μένα προς το παρόν, διότι μεγάλη αναταραχή υπάρχει εδώ από τους Χριστιανούς, οι οποίοι άφησαν την πατροπαράδοτη πίστη και προσκυνούν τον Χριστό και έτσι κινδυνεύει όλη η Ηράκλεια να επαναστατήσει εναντίον σου. Γι αυτό σε παρακαλώ δώσε εντολή να μεταφερθούν εδώ τα αγάλματα των μεγαλύτερων θεών για να ειρηνεύσεις τον κόσμο και ταυτόχρονα να προσφέρουμε από κοινού θυσία μπροστά στον λαό για να μας μιμηθούν. Υγίαινε!».
Μεγάλη χαρά προξένησε στον βασιλέα αυτή η επιστολή, αφού όπως νόμιζε επιβεβαιώθηκε ότι ο Θεόδωρος δεν ήταν Χριστιανός. Εξάλλου του ήταν και πολύ χρήσιμος.
Ο Θεόδωρος, όμως, ήθελε να μαρτυρήσει εκεί στην πατρίδα του και έτσι να ενισχυθούν οι πιστοί από την δική του παρρησία στην πίστη.
Οκτώ χιλιάδες άνδρες, πλήθος αγαλμάτων των μεγαλύτερων θεών και αυτός ο ίδιος ο Λικίνιος πορεύονταν στην πορεία από την Νικομήδεια στην Ηράκλεια.