“Μόνος Χριστιανός καθόλου Χριστιανός”
20 Μαΐου 2011
«Όλοι όσοι πίστεψαν είχαν μία καρδιά και μία ψυχή. Κανείς δεν θεωρούσε ότι κάτα από τα υπάρχοντά του ήταν δικό του, αλλά όλα τα είχαν κοινά. Οι απόστολοι κήρυτταν και βεβαίωναν με μεγάλη πειστικότητα ότι ο Κύριος Ιησούς αναστήθηκε. Κι ο Θεός έδινε σε όλους πλούσια τη χάρη του. Δεν υπήρχει κανείς ανάμεσά τους που να στερείται τα απαραίτητα. Γιατί όσοι είχαν χωράφια ή σπίτια τα πουλούσαν, κι έφερναν το αντίτιμο αυτών που πουλούσαν, και το έθεταν στη διάθεση των αποστόλων. Απ’ αυτό δινόταν στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του. ΄Ετσι έκανε κι ο Ιωσής, ένας λευίτης από την Κύπρο, που οι απόστολοι τον ονόμασαν Βαρνάβα, όνομα που μεταφράζεται «ο άνθρωπος της παρηγοριάς». Αυτός είχε ένα χωράφι, που το πούλησε κι έφερε τα χρήματα και τα έθεσε στη διάθεση των αποστόλων».
Το πιο πάνω κείμενο από τις Πράξεις των Αποστόλων (4,32-37) φανερώνει τη ζωντανή ύπαρξη της Εκκλησίας στον κόσμο της διάσπασης, του εγωκεντρισμού και της αθλιότητας.
Πάντοτε και σήμερα η πλειοψηφία των ανθρώπων κινείται με κριτήρια ατομισμού και συμφέροντος, με αποτέλεσμα την αδικία, την εκμετάλλευση, την κοινωνική ανισότητα.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο κόσμο παρουσιάζεται η Εκκλησία ως γεγονός ζωής που αντιτίθεται στον τρόπο ζωής του κόσμου. Εδώ στόχος ζωής δεν είναι το ατομικό αλλά το κοινό. Ο πλησίον δεν είναι η κόλαση μας αλλά ο Παράδεισός μας.
Με κέντρο το Χριστό ενωνόμαστε αληθινά, έχοντας «μια καρδιά και μια ψυχή». Η κοινή πίστη στον κοινό Κύριο και Θεό μας, μας οδηγεί στην κοινή ζωή: μοιραζόμαστε τη χαρά, τον πόνο, τα υλικά, την αποτυχία, την αγιότητα. Γινόμαστε ένα σώμα, το σώμα της Εκκλησίας, που είναι το σώμα του Θεανθρώπου Κυρίου μας.
Όμως διαπιστώνουμε πως ένας τέτοιος τρόπος ζωής δεν υπάρχει στους σημερινούς Χριστιανούς. Ο καθένας ζει τον πόνο του, τις δυσκολίες του, τον αγώνα του, τη ζωή του. Μπορεί να ενωνόμαστε στη σύναξη της Κυριακής στη Θεία Λειτουργία, αλλά όλη τη βδομάδα καμιά επικοινωνία δεν έχουμε μεταξύ μας και πολύ περισσότερο τίποτα από τη ζωή μας δεν μοιραζόμαστε.
Μόνος του ο καθένας πορεύεται, με κάποιους που τυχόν θα συναντήσει στη ζωή του, που τις περισσότερες φορές «δεν είναι της Εκκλησίας».
Η Εκκλησιαστική κοινότητα έγινε ενορία για εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών. Η ενότητα με τους αδελφούς, έγινε τυπική επικοινωνία συνανθρώπων. Η Θεία Κοινωνία έγινε ατομική υπόθεση για αυτοδικαίωση.
Η διαπίστωση αυτή προκαλεί πόνο ψυχής, για όσους αναζητούν την όντως Ζωή και θέλουν αληθινά να σωθούν. Όμως μπορεί να γίνει και γόνιμος προβληματισμός που θα οδηγήσει στη γεύση της Εκκλησιαστικής ζωής, όπως την παρέδωσε σε μας ο Χριστός και οι απόστολοι και την έζησαν οι Χριστιανοί δια μέσου των αιώνων.
Είναι αναγκαίο να γνωρίζουμε πως Εκκλησία σημαίνει ενότητα (από το εκ και καλώ, δηλαδή προσκαλώ, ενώνω). Ενότητα όμως χωρίς αγάπη, υπέρβαση του εγωϊσμού, δεν νοείται. Κι ακόμα, σωτηρία σημαίνει ολοκλήρωση (από το σώος δηλαδή ολόκληρος).
Έτσι γίνεται αυτονόητο, πως μέσα στην εκκλησία ως κοινότητα ομοπίστων ανθρώπων, που ενώνονται αληθινά έχοντας «μια καρδιά και μια ψυχή», ο Χριστιανός μπορεί να ολοκληρωθεί ως πρόσωπο, αποβάλλοντας όλα εκείνα τα πάθη και τα ψυχικά νοσήματα που τον καθιστούν ανήμπορο να αγαπήσει και να μπορεί στη συνέχεια να χαρεί τον εαυτό του, τον πλησίον, τον κόσμο, το Θεό. Αυτό δηλαδή που έζησαν και ζουν οι Άγιοι.
Εδώ ασφαλώς βρίσκεται η ευθύνη των κληρικών αλλά και των λαϊκών. Γιατί η Εκκλησία ως γεγονός ζωής, δεν είναι αυτό που ετοιμάζουν οι άλλοι να ζήσω, αλλά αυτό που και εγώ συμβάλλω να ζήσουμε όλοι, ώστε να σωθούμε όλοι.
π. Ανδρέας Αγαθοκλέους
Λάρνακα – Κύπρος