Υπόθεση Μονής Βατοπαιδίου

Συμβολή στη συζήτηση για τον χωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος και την εκκλησιαστική περιουσία

2 Μαΐου 2009

Συμβολή στη συζήτηση για τον χωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος και την εκκλησιαστική περιουσία

του Σπύρου Β. Μπαζίνα*

Ανωτέρου Στελέχους της Νομικής Υπηρεσίας των Η.Ε. στην Βιέννη

Το θέμα του χωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος και της εκκλησιαστικής περιουσίας  είναι πολύ ευρύ και σύνθετο για να αναπτυχθεί σε ένα σύντομο άρθρο. Όμως, θα ήθελα απλά να σκιαγραφήσω σύντομα κάποιες σκέψεις ως μια μικρή συμβολή στον διάλογο που διεξάγεται (βλ. Γεώργιο Ι. Μαντζαρίδη, Ρεσάλτο, τ. 34, Δεκ. 2008, σ. 49-50 και Δημήτριο Τσομώκο, Ρεσάλτο, τ. 35, Ιαν. 2009, σ. 47-48). Η βασική μου θέση είναι ότι πρέπει να υπάρξει ένας ευρύτατος διάλογος όλων των διαστάσεων αυτού του θέματος, της πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής, νομικής, θεολογικής η φιλοσοφικής και ιστορικής. Εννοώ ένα έντιμο και ειλικρινή διάλογο μεταξύ της ηγεσίας, των ειδικών αλλά και των απλών ανθρώπων για να βρεθεί μια κοινά αποδεκτή λύση, και όχι παράλληλους μονόλογους μεταξύ ανθρώπων που έχουν εκ των πρότερων καταλήξει και κάνουν ένα προσχηματικό διάλογο, όπως δυστυχώς πολλές φορές γίνεται στην χώρα μας. Υποστηρίζω επίσης την θέση ότι, αν δεν μπορούμε να κάνουμε ένα τέτοιο διάλογο η αν αυτός ο διάλογος δεν καταλήξει σε κοινά αποδεκτές λύσεις, καλύτερα να το αφήσουμε το θέμα «άχρι καιρού». Διαφορετικά, με εκ τις εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις που υπάρχουν, κινδυνεύουμε … να καταλήξουμε σε ένα νέο εθνικό διχασμό. Για να υποστηρίξω αυτή την θέση παραθέτω ενδεικτικά και σύντομα, χωρίς να εξαντλώ όλες τις απόψεις η όλα τα επιχειρήματα, κάποιες απόψεις, που δείχνουν την ανάγκη για αυτόν τον διάλογο.

Αν η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, πόσο εφικτός είναι σήμερα ο χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους, όταν ένα μεγάλο τμήμα του λαού διαφωνεί; Μια πλευρά υποστηρίζει ότι δεν έχει σημασία αν η πλειοψηφία είναι εναντίον αυτού του χωρισμού γιατί το μέτρο αυτό αφορά την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (π.χ. προστασία της προσωπικότητας και της θρησκευτικής ελευθερίας του καθενός, ανεξιθρησκείας του Κράτους), και τα ανθρώπινα δικαιώματα και της πιο μικρής μειοψηφίας πρέπει να προστατευθούν. Μια άλλη πλευρά υποστηρίζει ότι η απάντηση αυτή, ενώ είναι κατ’ αρχήν σωστή, δεν είναι επαρκής, γιατί και τα ανθρώπινα δικαιώματα της πλειοψηφίας χρήζουν προστασίας. Υποστηρίζει επίσης ότι χριστιανικό Κράτος δεν σημαίνει αυτόματα Κράτος που παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ αντίθετα ένα άθρησκο Κράτος (ιδίως αυτήν την εποχή) παραβιάζει και τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα θεανθρώπινα δικαιώματα που οι άνθρωποι έχουν ως εικόνες Θεού (π.χ. δικαίωμα αξιοπρεπούς μισθού και κοινωνικής ασφάλισης).

Επίσης, πόσο εφικτή είναι η απαλλοτρίωση η η φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, αφού ένα μεγάλο τμήμα του λαού διαφωνεί; Μια πλευρά απαντά ότι είναι απόλυτα εφικτή. Το Κράτος οφείλει να απαλλοτριώσει την περιουσία της Εκκλησίας αφού η περιουσία αυτή ιστορικά δόθηκε από τον λαό στην Εκκλησία για να διασωθεί από τους ξένους κατακτητές (που σέβονταν την εκκλησιαστική περιουσία!), και επομένως, αφού ιδρύθηκε ελληνικό Κράτος, πρέπει να αποδοθεί στο Κράτος. Επίσης, κατά την πλευρά αυτή, το Κράτος οφείλει τουλάχιστον να  φορολογήσει την εκκλησιαστική περιουσία, αφού όλοι πρέπει να συνεισφέρουμε στο Κράτος κατά το μέτρο των δυνατοτήτων μας. Μια άλλη πλευρά απαντά ότι, αν χωριστεί η Εκκλησία από το Κράτος κατά το πρότυπο των Δυτικοευρωπαϊκών Κρατών, η Εκκλησία οφείλει να διατηρήσει την περιουσία της. Διαφορετικά, δεν θα είναι σε θέση να επιτελέσει την αποστολή της στον κόσμο και θα βρεθεί σε μειονεκτική θέση απέναντι σε δοξασίες της εποχής μας που έχουν αδρή χρηματοδότηση από κέντρα του εξωτερικού. Αυτή η πλευρά προσθέτει ότι βεβαίως η περιουσία της Εκκλησίας ανήκει στον λαό, αλλά καλύτερος διαχειριστής αυτής της περιουσίας είναι η Εκκλησία και, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι λογικό η δίκαιο περιουσία που δόθηκε από Χριστιανούς στην Εκκλησία να αποδοθεί σε ένα Κράτος μη Χριστιανικό, χωρισμένο από την Εκκλησία ως λαό, που ίδρυσε το Κράτος. Όσον αφορά την φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, η πλευρά αυτή υποστηρίζει ότι, αν το Κράτος φορολογήσει την Εκκλησία, δηλαδή ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δίκαιου το όποιο επιτελεί ένα τεράστιο κοινωφελές έργο που το Κράτος είτε δεν μπορεί είτε δεν θέλει να επιτελέσει, χωρίς ταυτόχρονα να αναλάβει το τεράστιο αυτό έργο, αυτό είτε θα εγκαταλειφθεί με αρνητικές συνέπειες για την κοινωνία είτε θα απαιτήσει αύξηση των εισφορών των μελών της Εκκλησίας, δηλαδή έμμεση, μη αναλογική και, στο βαθμό που αφορά παλαιές συνεισφορές, αναδρομική φορολογία.

Την μια πλευρά διαπνέει ο ορθολογισμός και ο διαφωτισμός, ενώ την άλλη η πίστη στην Εκκλησία, δηλαδή στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό ως κεφαλή και όλους τους πιστούς (ζώντες και εκτιμημένους) ως μέλη (πολλοί αγνοούν την βασική αυτή διαφορά ανάμεσα στην Ορθόδοξη και την αλλόδοξη εκκλησιολογία και νομίζουν ότι Εκκλησία είναι μόνο οι κληρικοί, και χρεώνουν ακόμα και την Ιερά Εξέταση στην Ορθόδοξη Εκκλησία!). Είναι εφικτή η προσέγγιση αυτών των δυο κοσμοθεωριών; Πολύ αμφιβάλλω. Η μια πλευρά θεωρεί εαυτή ανεξίθρησκη, ενώ η άλλη θεωρεί τον ορθολογισμό ασθένεια της ψυχής (αφού το μέρος, η λογική, καταδυναστεύει το όλο, την ψυχή) και τον διαφωτισμό, αντιθρησκευτικό και άθεο κίνημα (και αφού θεωρεί τον Θεό φως, θεωρεί τον αθεϊσμό σκοταδισμό). Έτσι, η πλευρά αυτή δεν θεωρεί ανεξίθρησκο το άθρησκο Κράτος, είτε στην καπιταλιστική η είτε στην  σοσιαλιστική του έκφραση. Η πλευρά αυτή κάνει αναφορά στην γενικά πλέον αποδεκτή ανάλυση του Μάξ Βέμπερ για την σχέση του προτεσταντικού πνεύματος με τον καπιταλισμό, στην θεοποίηση ιδεολογικών κατασκευασμάτων και πρόσωπων στον υπαρκτό σοσιαλισμό, αλλά και στην επίδραση της θρησκείας στην πολιτική «ανεξίθρησκων» Κρατών, όπως για παράδειγμα η Αμερική. Η πλευρά αυτή επίσης υποστηρίζει ότι ο πνευματικός χωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος (γιατί ο διοικητικός διαχωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος είναι θεολογικά ορθός και αποτελεί πραγματικότητα), από θεολογική άποψη, δεν είναι θεμιτό αίτημα για την Εκκλησία γιατί η Εκκλησία δεν μπορεί να αποσύρει την ευλογία της από το Κράτος. Τέτοια ενέργεια, υποστηρίζεται, θα οδηγούσε σε πνευματική εγκατάλειψη του Κράτους αφού θρησκευτικά ουδέτερος χώρος δεν υπάρχει. Η πλευρά αυτή τέλος υποστηρίζει ότι, αν το Κράτος ζητήσει τέτοιο χωρισμό, η Εκκλησία θα τον αποδεχτεί. Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση οφείλει να διατηρήσει τα μέσα να προστατεύσει τον λαό της από τα δεινά που θα επακολουθήσουν τον χωρισμό των συνιδρυτών του νέου Ελληνικού Κράτους.

Από ιστορική άποψη, μια πλευρά υποστηρίζει ότι ένας τέτοιος χωρισμός θα απελευθέρωνε τον Ελληνισμό από τον «θανάσιμο εναγκαλισμό» (!) του Χριστιανισμού και θα μας επέτρεπε να επανέλθουμε στην σοφία των αρχαίων Ελλήνων και να απελευθερωθούμε από μια ιουδαϊκή αίρεση που μας κατέστρεψε! Η εκ διαμέτρου αντίθετη πλευρά υποστηρίζει ότι αυτό θα ήταν διακοπή 2000 χρόνων κοινής πορείας Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Υποστηρίζει επίσης ότι ο Χριστιανισμός ανανέωσε και διέσωσε τον αρχαίο κόσμο που έπνεε τα λοίσθια (πληρώνοντας βαρύ τίμημα αίματος με 13 εκατομμύρια μάρτυρες μόνο τους πρώτους τρεις αιώνες) και σήμερα μιλάμε για την αρχαία σοφία στον βαθμό που η Εκκλησία την διέσωσε. Υποστηρίζει τέλος ότι η νίκη του Παύλου στο να μη αναγκάζονται οι εξ Ελλήνων Χριστιανοί να κάνουν περιτομή, οι Οικουμενικές Σύνοδοι και οι αγώνες των Πατέρων μας ξεχώρισαν από τον Ιουδαϊσμό.

Από οικονομική άποψη, μια πλευρά υποστηρίζει ότι η ανάπτυξη της χώρας εμποδίζεται όταν η Εκκλησία εξακολουθεί να κατέχει την πιο αξιόλογη ακίνητη περιουσία. Υποστηρίζει επίσης ότι δεν είναι δίκαιο η σωστό να μη φορολογείται η μεγάλη ακίνητη περιουσία της Εκκλησίας. Μια άλλη πλευρά υποστηρίζει ότι το Κράτος χρωστάει στην Εκκλησία και όχι η Εκκλησία στο Κράτος. Από την Επανάσταση και μετά, τεράστιες εκτάσεις της Εκκλησίας παραχωρηθήκαν στο Κράτος, αφού Εκκλησία και Κράτος ταυτίζονταν. Με την τελευταία μεγάλη παραχώρηση εκκλησιαστικής περιουσίας στο Κράτος το 1952, το Κράτος ανέλαβε κατά τα δυο τρίτα της μισθοδοσίας των κληρικών. Υποστηρίζεται επίσης η άποψη ότι, αν χωριζόταν η Εκκλησία από το Κράτος, το Κράτος θα όφειλε να παύσει την μισθοδοσία των κληρικών, αφού όμως επιστρέψει στην Εκκλησία την περιουσία της μετά τον συνυπολογισμό των δαπανών του Κράτους για την μερική μισθοδοσία των κληρικών από το 1952. Πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη μας ότι το 1821 η Εκκλησία ήταν ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης γης, ενώ το 1988 το Κράτος (κεντρική διοίκηση και αυτοδιοίκηση) είχε στην κυριότητα του 61 εκ. στρέμματα και η Εκκλησία 1,2 εκατομμύρια στρέμματα, από τα οποία μόνο 170.000 στρέμματα είναι γεωργική καλλιεργήσιμη γη (στοιχεία της Αγροτικής Τραπέζης, βλ. http://www.oodegr/com/code/koinonia/perius1.htm).

Φαίνεται λοιπόν ότι χωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος είναι οικονομικά ασύμφορος για το Κράτος, εκτός αν το Κράτος απαλλοτριώσει την περιουσία της Εκκλησίας. Αυτό όμως δεν είναι δυνατό για νομικούς λόγους. Η προσπάθεια να απαλλοτριωθεί ουσιαστικά η εκκλησιαστική περιουσία προσκρούει σε βασικές αρχές του δικαιικου πολιτισμού της Ευρώπης για την προστασία της προσωπικότητας, της περιουσίας και της ελευθερίας θρησκευτικής η άλλης έκφρασης. Μια τέτοια προσπάθεια φαίνεται να γίνεται σε σχέση με το Βατοπαίδι (αλλά και άλλα Μοναστήρια και την Εκκλησία στο σύνολο της), όπου αμφισβητούνται τα δικαιώματά του να διεκδικεί και να αξιοποιεί την περιουσία του (ακόμη και κατά την άποψη του Καθηγητή Μιχάλη Σταθόπουλου που δημοσιεύτηκε στο τελευταίο Νομικό Βήμα, το Βατοπαίδι έχει τουλάχιστον δικαιώματα κατοχής και εκμετάλλευσης στην Βιστωνιδα, και η εκμετάλλευση ήταν η αρχική πρόθεση του Μοναστηριού προτού το Κράτος το μπλέξει σε ανταλλαγές και πωλήσεις διαφόρων ακινήτων). Τέτοιες προσπάθειες όμως να απαλλοτριωθεί η εκκλησιαστική περιουσία έχουν καταδικαστεί από τα Ευρωπαϊκά δικαστήρια.

Για το Άγιον Όρος πρέπει επίσης να προστεθεί ότι η περιουσία του εντός των ορίων του Αγίου Όρους έχει άλλο νομικό καθεστώς, αφού το Άγιον Όρος είναι αυτοδιοίκητο τμήμα της Ελλάδος με ιδιαίτερο καθεστώς κατοχυρωμένο με συνταγματικές διατάξεις και διατάξεις των συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το όποιο ούτε κοινός ούτε ο συνταγματικός νομοθέτης μπορεί να αλλάζει κατά το δοκούν. Βεβαίως και σε αυτό το θέμα οι απόψεις διίστανται. Η εκτός του Αγίου Όρους περιουσία υπάγεται στον κοινό νομοθέτη, ο όποιος καθιέρωσε προ ετών, το επί αιώνες ισχύον εθιμικά αφορολόγητο καθεστώς, αναγνωρίζοντας έτσι ότι το τεράστιο κοινωφελές έργο του Αγίου Όρους. Όμως, και σε αυτό το θέμα δεν υπάρχει συμφωνία. Μια πλευρά υποστηρίζει ότι αυτή η περιουσία πρέπει να φορολογηθεί. Μια άλλη πλευρά πρεσβεύει ότι και για την εκτός του Αγίου Όρους περιουσία του Αγίου Όρους το Ελληνικό Κράτος δεν μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις κατά το εκάστοτε δοκούν, τόσο ηθικά όσο και νομικά, αφού αυτή ανήκει στον ευρύτερο Ελληνισμό αλλά και την Ορθοδοξία στο σύνολο της, συμπεριλαμβανομένων Ορθοδόξων χωρών που εξακολουθούν να θεωρούν πολύτιμο το έργο της Εκκλησίας και έχουν Μοναστήρια στο Άγιον Όρος, όπως η Ρωσία, η Σερβία, η Ρουμανία και η Βουλγαρία. Υποστηρίζεται επίσης ότι τα οικονομικά μέσα που το Κράτος τυχόν θα αφαιρέσει από το Άγιον Όρος δεν θα δαπανηθούν για να εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον καλύτερα από ότι το κάνει το Άγιον Όρος.

Τέλος, πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας τις διεθνείς διαστάσεις του θέματος. Η μια πλευρά είναι ότι οφείλουμε να προστατεύουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα των μη Ορθοδόξων η μη Χριστιανών Ελλήνων υποκοων και των κατοίκων της χώρας μας, ανεξάρτητα από το αν και άλλα Κράτη όπου κατοικούν Έλληνες κάνουν το ίδιο. Ένα πολιτισμένο και Χριστιανικό Κράτος είναι πολιτισμένο και Χριστιανικό από πεποίθηση, και όχι από συμφέρον. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί η χώρα μας να διεκδικεί αντίστοιχα δικαιώματα των Ελλήνων στο εξωτερικό η να προστατεύει τα δικαιώματα των ορθοδόξων Πατριαρχείων. Η άλλη πλευρά όμως είναι ότι δεν μπορούμε να απαξιώνουμε ιστορικούς θεσμούς συνυφασμένους με την ύπαρξη του Ελληνισμού η της Ορθοδοξίας, όπως το Άγιον Όρος. Ούτε μπορούμε να διαθέτουμε ως Κράτος κατά το δοκούν μεγέθη μεγαλύτερα του Κράτους μας, όπως ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία, θίγοντας έτσι τον απανταχού Ελληνισμό η και άλλα ορθόδοξα Κράτη, όπως η Ρωσία η η Σερβία, και διακυβεύοντας το κύρος της Ορθοδοξίας στον κόσμο.


* Οι απόψεις στο άρθρο αυτό απηχούν αποκλειστικά τις προσωπικές απόψεις του συγγραφέα.

Πηγή:  Περιοδικό Ρεσάλτο, Aπρίλιος τεύχος 38, σ. 49-51.