Άγιος Μαρτίνος πάπας Ρώμης
13 Απριλίου 2011
Ό στύλος αυτός της Όρθοδοξίας έζησε επί βασιλείας Κώνσταντος Β’ (641-668). Τρεις μήνες μόλις μετά τήν ανάρρηση του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο (649) συνεκάλεσε στην βασιλική του Άγιου Ιωάννη στο Λατερανό σύνοδο, στην οποία συμμετείχαν περί τους εκατό επισκόπους, πού καταδίκασε τήν αίρεση των μονοθελητών (βλ. 21 Ίαν.) και τον Τίτο πού εξέδωσε ό αυτοκράτορας, όπου λόγω πολιτικής καιροσκοπίας συγχέονταν αλήθεια και πλάνη (‘Οκτ. 649). “Εχοντας διατελέσει άποκρισάριος του πάπα Θεοδώρου στην Βασιλεύουσα, ό άγιος Μαρτίνος γνώριζε έξ ιδίας αντιλήψεως τις προθέσεις του αυτοκράτορα και των θεολόγων του οί όποιοι, διακηρύσσοντας μία μόνο θέληση στο Πρόσωπο του Χριστού, επεδίωκαν δολίως νά κερδίσουν τήν συμμαχία των μονοφυσιτών της Ανατολής. Μόλις πληροφορήθηκε τό γεγονός, ό αυτοκράτορας απέστειλε τον έξαρχο Θεόδωρο Καλλιώπα στην Ιταλία μέ εντολή νά συλλάβει τον πάπα. Φθάνοντας στήν Ρώμη, ό Καλλιώπας παρουσιάστηκε ενώπιον του ίεράρχου και τον άνέκρινε γιά τό θέμα της συνόδου. Ό άγιος Μαρτίνος του απάντησε αναθεματίζοντας οποιονδήποτε θά τολμούσε νά τον κατηγορήσει γιά τήν παραμικρή παρέκκλιση από τήν πίστη τών άγιων Πατέρων. Φοβούμενος τον παριστάμενο λαό, ό έξαρχος απάντησε υποκριτικά ότι ή πίστη του Μαρτίνου ήταν ό’μοια με τήν δική του και με ολων τών χριστιανών. Ό άγιος αποσύρθηκε τότε έπϊ τρεις ημέρες στήν βασιλική του Λατερανού μαζί μέ όλους τους κληρικούς του. Τήν Δευτέρα τό πρωί, ό Καλλιώπας απαίτησε νά διεξαγάγει έρευνα στους χώρους του παπικού ανακτόρου με τό πρόσχημα ό’τι έψαχνε γιά όπλα. Οί στρατιώτες του όρμησαν στήν βασιλική, δημιουργώντας μεγάλη αναστάτωση και ρί¬χνοντας καταγής τα ιερά σκευή, ενώ συνέλαβαν τον άγιο ιεράρχη, που έπασχε άπό ποδάγρα. Τήν Τετάρτη 19 Ιουνίου 653, τον επιβίβασαν σέ πλοίο γιά τήν Κωνσταντινούπολη. Κατά τήν διάρκεια του ταξιδιού, πού κράτησε τρεις μήνες, ό άγιος έζησε σέ άθλιες συνθήκες, στερούμενος κάθε παρηγοριάς γιά τήν πάθηση του, μή μπορώντας κάν νά πλυθεί. Στά διάφορα λιμάνια πού προσέγγιζε τό πλοίο, οι φυλακές του του απαγόρευαν νά αποβιβασθεί, τον χλεύαζαν και τον έβριζαν και κατακρατούσαν όλα τά τρόφιμα και εφόδια πού του έφερναν ιερείς και πιστοί.
“Οταν έφθασαν στήν Κωνσταντινούπολη, στις 17 Σεπτεμβρίου, τόν άφησαν πάνω στήν στρωμνή του, έκθετο στήν χλεύη και τις λοιδορίες του όχλου και κατόπιν τον έκλεισαν στις φυλακές της Πρανδεαρίας, όπου κρατήθηκε με κάθε μυστικότητα επί ενενήντα τρεΤς ημέρες. Στίς 20 Δεκεμβρίου, μετά άπό μιά παρωδία δίκης στον Ιππόδρομο, όπου δεν του επετράπη κάν νά εκφράσει τήν πίστη του, καταδικάστηκε σέ θάνατο- καταξέσχισαν δημοσίως τά ιερά του άμφια και τόν έσυραν άνά τήν πόλη μέχρι τό Πραιτώριο, μέ μιά βαρεία αλυσίδα γύρω στόν λαιμό. Γέρος, άρρωστος και άσιτος, ό άγιος μόλις πού μπορούσε νά περπατήσει, το πρόσωπο του όμως ακτινοβολούσε άπό χαρά πού υπέφερε γιά τήν αγάπη του Χρίστου και της αληθείας. Τόν μετέφεραν στίς φυλακές του Διομήδους, όπου τόν κρέμασαν, ένώ του έγδαραν τά πόδια, μέσα σέ κελλί ψηλά στον τοίχο πού προοριζόταν γιά τούς μελλοθάνατους. Τήν επομένη, ό οικουμενικός πατριάρχης Παύλος Β’, ασθενής και φοβούμενος τήν θεία κρίση, απέσπασε άπό τόν αυτοκράτορα τήν μετατροπή της θανατικής ποινής σέ εξορία. Μετά τόν θάνατο του Παύλου και τήν εκλογή του Πυρρού στόν πατριαρχικό θρόνο, ό άγιος Μαρτίνος παρέμεινε άλλες ογδόντα πέντε ημέρες φυλακισμένος, πριν σταλεί κρυφίως εξορία στήν Χερσώνα της Κριμαίας. Υπέφερε εκεί δεινά άπό τήν πείνα και άπό τήν κακομεταχείριση από τούς βάρβαρους ιθαγενείς και παρέδωσε τήν αποστολική ψυχή του στόν Κύριο στίς 16 Σεπτεμβρίου 655.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Εκδόσεις Ίνδικτος