Προσευχή υπέρ των κεκοιμημένων – Θαυμαστές διηγήσεις
10 Μαρτίου 2011
Ό Ιερέας των ειδώλων πού ήτανε στην κόλαση,είπε στον άγιο Μακάριο τον ΑΙγύπτιο.«Όταν σπλαγχνισθής όσους είναι στην κόλαση καί προσευχηθής γι’ αυτούς, βρίσκουν παρηγορία… βλέπει κάπως ό ένας το πρόσωπο του άλλου. Αυτή είναι ή παρηγορία» Ό άγιος αυτός δεν έκανε είδική προσευχή για τον κολασμένο ειδωλολάτρη, έφ’ όσον ήταν άγνωστος γι’ αυτόν, αλλά γενική προσευχή για όλους τους κολασμένους. Καί είχε ισχύ! Πόσο μάλλον ή είδική προσευχή! Γι αυτό ό κάθε χριστιανός έχει χρέος, υποχρέωση να προσεύχεται για την ανάπαυση των συγγενών του και γνωστών του.Να λέει υπέρ αυτών το Κύριε έλέήσον.Τί είναι για μας ένα Κύριε έλέησον; “Ενα δευτερόλεπτο!Για την ψυχή όμως αυτό το δευτερόλεπτο είναι θησαυρός!
Το 1973, πέθανε ή μάνα ενός μονάχου, του π. Σεραφείμ,της μονής Αγίου Παύλου Αγίου Όρους. Ό μοναχός αυτός,παρακαλεί τον π. Κωνστάντιον,ένάρετον μοναχόν της ίδιας μονής, για να κάνει προσευχή για την ψυχή της μάνας του.Πράγματι ό π. Κωνστάντιος επί σαράντα μέρες έκανε προσευχή. Άφοϋ πέρασαν οί σαράντα μέρες, ό π. Κωνστάντιος βλέπει σ’ όραμα μια άγνωστη γυναίκα.- Ποια είσαι; ρωτάει.- Είμαι ή μάνα του π. Σεραφεΐμ.- Καί τί θέλεις;- Ήρθα να σου ‘πώ πώς με την προσευχή σου βρήκα μεγάλη ανακούφιση καί ταυτόχρονα να σε ευχαριστήσω γι’ αυτό. (Γεροντικό Αγίου Όρους τ.Β. σελ. 112).Όχι μόνο παρηγορούνται πρός στιγμή οί ψυχές,άλλά γίνεται ακόμα κάτι πιο τολμηρό! Από την κόλαση πάνε στον παράδεισο!
‘Επίσης στον βίο του οσίου Παίσίου, αναφέρεται: Μοναχός, ανυπάκουος, κολάσθηκε.Όμως, μέ τίς προσευχές του οσίου Παϊσίου σώθηκε! Πήγε στον παράδεισο!
Το συγκλονιστικότερο, δμως, γεγονός περιγράφεται στο βιβλίο του άρχιμ. Κακαβέλα, ανέκδοτα διηγήματα {σελ. 77-87). Περιληπτικά: Κάποιος μοναχός συνέτρωγε με τον Επίσκοπο Κύρου Θεοδώρητο. Στήν τράπεζα ό μοναχός έκρυβε με το ράσο του το χέρι του. Ο Ό επίσκοπος ρωτάει τον μοναχό γιατί σκεπάζει το χέρι του και τραβά το ράσο (ό Επίσκοπος) καί το ξεσκεπάζει.Καΐ βγαίνει μια ανυπόφορη δυοωδία.Διηγείται ο μοναχός: Ή μάνα μου έμεινε χήρα.Ηταν πολύ όμορφη,καί πόρνευε.Καί πέθανε. Άφοϋ γνώρισα την ματαιότητα της ζωής, έγιναν μοναχός. Είχα, όμως, μεγάλη αγωνία αν σώθηκε ή μάνα μου.Πήγα στην Θηβαΐδα σ’ ένα γέροντα, περίφημο ασκητή καί άγιο. Καί τον ρώτησα γι’ αυτό.Επί επτά ήμερες,καί οΙ δύο μας, κάναμε όρθιοι θερμή προσευχή. Καί είδα σ’ όραμα την κόλαση,καί την μάνα μου να κοχλάζει στα καζάνια της κολάσεως. Καί να βογγά «παιδί μου σώσε με!» Την αρπάζω από την κόλαση καί την βάζω στον παράδεισο. Καί ξύπνησα. Καί τι να δω: το χέρι μου, πού έπιασε την μάνα μου ήταν πληγωμένο καί μύριζε ανυπόφορα, όπως τώρα. Τό ϊδιο όραμα είδε καί ό άγιος ασκητής.(Αρχ.Βασ.Μπακογιάννη:”Μετά θάνατον”)
Ό άγιος Γρηγόριος ό Διάλογος διηγείται: Κάποιος μοναχός, ό Ίούστος,φιλάργυρος,αρρώστησε καί πέθανε. “Εγιναν υπέρ της ψυχής του τριάντα συνεχείς θείες λειτουργείες. Καί «παρουσιάσθη ό ϊδιος ό αποθανών αδελφός είς τον σαρκικόν του άδελφόν Καπιόσον μιαν νύχτα. Αμέσως ό Καπιόσος τον ήρώτησε: – Πώς ευρίσκεσαι έκεί; Καί ό αποθανών Ίούστος άπαντα:- Μέχρι τώρα ήμουν πάρα πολύ κακά” τώρα όμως καλά. Αμέσως τότε ό Καπιόσος, ήλθεν είς το Μοναστήριον καί μας έφανέρωσε το όνειρον. Αφού λοιπόν ύπελογίσαμεν μετ’ ακριβείας τάς ημέρας, εύρήκαμεν πραγματικά ότι κατ’ αυτήν την ήμέραν συνεπληρώθη ή τριακοστή λειτουργία διά τήν συγχώρησιν συνεπληρώθη ή τριακοστή λειτουργία δια την συγχώρησιν του αποθανόντος αδελφού» (Εύεργετ. τόμ. Β. σελ. 109).