Παρουσίαση νέου βιβλίου Σεβασμ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου
21 Ιανουαρίου 2011
Πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 19 Ιανουαρίου ε.έ. στην Στοά του Βιβλίου στην Αθήνα η παρουσίαση του δίτομου έργου του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου «Εμπειρική Δογματική, της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη».
Την εκδήλωση-παρουσίαση διοργάνωσε η εκδότρια Ιερά Μονή Γενεθλίου Θεοτόκου – Πελαγίας της Ιεράς Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας.
Όπως είπε και η Γερόντισσα Σιλουανή προλογίζοντας την εκδήλωση, «μέχρι τώρα δεν έχει γίνει στην Ελλάδα παρουσίαση κανενός βιβλίου του Σεβασμιωτάτου, όμως θεωρήθηκε αναγκαία αυτή η παρουσίαση του δίτομου έργου του “Εμπειρική Δογματική κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη”, για να προβληθή και να τιμηθή η προσωπικότητα του αειμνήστου πρωτοπρεσβυτέρου και πανεπιστημιακού καθηγητού, π. Ιωάννου, με την ευκαιρία μάλιστα της δεκαετίας από την κοίμησή του» (1-11-2001).
Την εκδήλωση τίμησε με την παρουσία του ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, Αρχιερείς, μεταξύ των οποίων ο Σεβ. Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας κ. Γεώργιος, υπό την δικαιοδοσία του οποίου βρίσκεται η Ιερά Μονή, Καθηγητές Πανεπιστημίου, Ιερείς και λαϊκοί που γέμισαν την διπλή αίθουσα παρουσιάσεων της Στοάς του Βιβλίου.
Αξίζει να σημειωθή και η παρουσία ορισμένων προσώπων, πέρα από τους εισηγητές, που συνδέονταν ιδιαιτέρως με τον π. Ιωάννη, όπως η αδελφή του κ. Παρθενία Ρωμανίδου – Ott, η οποία ταξίδευσε από την Νέα Ζηλανδία για να συμμετάσχη στην εκδήλωση, ο κ. Αθανάσιος Σακαρέλλος, μαθητής του π. Ιωάννου στο Γραφείο του οποίου παρέδιδε μαθήματα θεολογίας και ιστορίας πρίν και μετά την συνταξιοδότησή του και ο οποίος διέσωσε μαγνητοφωνημένες πολλές ομιλίες του κ.ά.
Οι δόκιμοι και έγκριτοι εισηγητές που παρουσίασαν το βιβλίο και μίλησαν για τον συγγραφέα και για τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη ήταν ο Αιδεσιμολ. Πρωτοπρεσβύτερος και Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών π. Γεώργιος Μεταλληνός, ο Αιδεσιμολ. Πρωτοπρεσβύτερος και Γραμματέας της Συνοδικής Επιτροπής επί των Διορθοδόξων Σχέσεων, π. Στέφανος Αβραμίδης και ο Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Λάμπρος Σιάσος.
Η εκδήλωση άρχισε με τον σύντομο πρόλογο από την Γερόντισσα της εκδότριας Ιεράς Μονής μοναχή Σιλουανή, η οποία αναφέρθηκε στο εκδοτικό της έργο, αφού η Αδελφότητα «παράλληλα με τα λοιπά μοναχικά καθήκοντα και διακονήματα των μοναχών, ασχολείται με την επιμέλεια, την έκδοση, την μετάφραση και την διακίνηση των συγγραφικών έργων του Πνευματικού μας Πατέρα, Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου. Είναι διακόνημα που προέκυψε από την πολυετή ποιμαντική διακονία του, την ενασχόλησή του με τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας και συμβάλλει στους ιεραποστολικούς σκοπούς και στην συντήρηση της Μονής μας».
Ευχαρίστησε δε τον Μακαριώτατο κ. Ιερώνυμο, καθώς και τον διάδοχό του στην Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας κ. Γεώργιο για την πατρική προστασία και το έμπρακτο ενδιαφέρον τους για το Μοναστήρι.
Ο Μακαριώτατος κ. Ιερώνυμος στόν χαιρετισμό του εξέφρασε την συγκίνηση και την χαρά του για την εκδήλωση στην οποία θα γίνη «ἐμβάθυνση στά θέματα αὐτά τοῦ πατρός Ἰωάννου Ρωμανίδου, μάλιστα ἐπεξεργασμένα ἀπό πολύ δυνατά χέρια καί δυνατό μυαλό». Την συγκίνησή του απέδωσε σε τέσσερεις κυρίως λόγους:
Στην μακροχρόνια γνωριμία και αγαστή συνεργασία του με τον τότε Ιεροκήρυκα και νύν Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιερόθεο και με την Αδελφότητα της Ιεράς Μονής Γενεθλίου Θεοτόκου την οποία εκείνος καθοδηγεί και η οποία ζή και πορεύεται μέσα στην ορθόδοξη μοναστική παράδοση της Εκκλησίας. Δεύτερον, στην χαρά του για κάθε νέο βιβλίο του Μητροπολίτου Ναυπάκτου.
Διετύπωσε δε χαρακτηριστικά το ερώτημα που κάθε φορά του δημιουργείται: «Πότε τα προλαβαίνει όλα αυτά τα πράγματα; Πότε προλαβαίνει να είναι πανταχού παρών σε όλες τις εκδηλώσεις, να δίνη λόγο σε κάθε θέμα, να ανταποκρίνεται σε δημοσιεύματα και να μας προλαμβάνη όλους σε εκπλήξεις, όπως αυτό το βιβλίο;».
Τρίτον στην προσωπική του γνωριμία με τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, με τον οποίον είχε ο Μακαριώτατος πολλές φορές συζητήσει επί μακρού.
Τέλος, για τον λόγο ότι την παρουσίαση ανέλαβαν δόκιμοι δάσκαλοι και Κληρικοί, κάνοντας λόγο για «σταθερά σημεία πάνω στα οποία θα πατήσουμε» στην εποχή μας, εποχή συγχύσεως.
Είπε δε χαρακτηριστικά ότι «Πιστεύω πώς όταν έχουμε τέτοιους καθοδηγητάς, είτε καθηγητές στο Πανεπιστήμιο με αυτό το πνεύμα είτε σεβαστούς Ιεράρχες της Εκκλησίας μας, είτε μελετητές αυτών των έργων και παρουσιαστές, νομίζω αυτά είναι ιδιαίτερα τα αντισώματα σε αυτήν την εποχή που θα μας βοηθήσουν να αντιμετωπίσουμε τις πολλές ασθένειες και να βρούμε τον δρόμο που μας χρειάζεται».
Τέλος, ο Μακαριώτατος έκλεισε τον χαιρετισμό του ευχαριστώντας και ευχόμενος: «Σάς ευχαριστούμε πάρα πολύ Σεβασμιώτατε, Άγιε Ναυπάκτου, και ευχόμαστε μέσα από την καρδιά μας ο Θεός να σάς δίνη πολλή δύναμη, υπομονές –όχι υπομονή– δύναμη, ώστε το έργο σας το καρποφόρο να είναι για μας μια αισιοδοξία, μια ελπίδα σε έναν δύσκολο δρόμο».
Έπειτα, ο λόγος δόθηκε στην αδελφή του π. Ιωάννου, κ. Παρθενία, η οποία με την βοήθεια της μεταφράστριας και παρουσιάστριας της εκδήλωσης κ. Έφης Μαυρομιχάλη, αναφέρθηκε με έκδηλη συγκίνηση στα προσωπικά βιώματά της από τον αείμνηστο αδελφό της, με τον οποίο είχε αδιατάρρακτη ειλικρινή αδελφική επικοινωνία, αν και ζούσαν κυριολεκτικά σε αντίθετες πλευρές της γής.
Ανέφερε τα πολλά και εξαιρετικά χαρίσματα και προσόντα του, από την ικανότητά του να πιλοτάρη πολλούς τύπους αεροπλάνων, μέχρι την μουσική και τα αθλήματα, εξέφρασε την συγκίνησή της για την συμμετοχή της στην εκδήλωση μαζί με συνεργάτες και φίλους και πρόσωπα που αγαπούν και τιμούν τον αδελφό της και απηύθυνε τις ευχαριστίες στόν συγγραφέα: «Σεβασμιώτατε Ιερόθεε, Σάς ήξερα πολύ καλά πρίν σάς γνωρίσω κάν. Πόσο λυπηρό ήταν που η πρώτη φορά που συναντηθήκαμε ήταν στην κηδεία του αδελφού μου. Σάς ευχαριστώ θερμά για την ευγένειά σας, γιατί στηρίζατε πάντα τον αδελφό μου και ήσασταν δυναμικά αφοσιωμένος και πιστός σ’ αυτόν. Ο αδελφός μου μαζί με την μητέρα μου χαμογελούν και είναι πολύ χαρούμενοι».
Έπειτα τον λόγο έλαβε ο π. Γεώργιος Μεταλληνός ως πρώτος εισηγητής και συντονιστής της παρουσίασης. Ο π. Γεώργιος παραλλήλισε τον «αναστάσιμο σεισμό» που προξένησε το πέρασμα του π. Ιωάννη στην νεοελληνική πραγματικότητα με την έκδοση του παρουσιαζόμενου τόμου, στόν οποίο ο συγγραφέας προσφέρει την «πεμπτουσία της θεολογίας του μεγίστου των νεωτέρων δογματολόγων μας», σε μια έκδοση υποδειγματική, από τον καταλληλότερο, κατά την έκφρασή του, για τον σκοπό αυτό.
Είπε χαρακτηριστικά: «Πιστεύω δε ότι ο Άγιος Ναυπάκτου ήταν ο καταλληλότερος για την σύνθεση αυτού του μνημειώδους έργου και θεολογικά ως ο άριστος συνεχιστής του π. Ιωάννη και εκκλησιαστικά ως Ιεράρχης, που έστω και ανεπίσημα εκφράζει την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας μας διακηρυκευόμενος την εμπειρική θεολογία της Ορθοδοξίας, την όντως δηλαδή Θεολογία μας». Θεώρησε δε πολύ σημαντική την έκδοση και λόγω της συγκυρίας της πνευματικής και θεολογικής κρίσης στην πατρίδα μας.
Συνοπτικά δε παρέθεσε μια προσωπική του αποτίμηση του έργου του π. Ιωάννη, ανανεώνοντας την πεποίθησή του ότι μπορούμε να μιλούμε για προ και μετά Ρωμανίδη εποχή στα θεολογικά πράγματα στην Ελλάδα.
Ο π. Ιωάννης «ανέτρεψε όλα τα αυτονόητα, τον ευσεβισμό και την μαγική αντίληψη που είχαμε για την Εκκλησία και την αποστολή της στόν κόσμο. Έφερε και πάλι στην επιφάνεια την άσκηση ως αγιοπνευματική ζωή, την ανάγκη της άκτιστης θείας χάρης και τον τρόπο προσλήψεώς της, στα όρια της συνεργείας μας με τον Θεό.
Κυρίως δέ, αποσπώντας μας από την διανοητική θεολόγηση, επανασύνδεσε το δόγμα με την λατρεία και αμφότερα αυτά με την ιστορία, φωτίζοντας με το φώς της παραδόσεώς μας και αυτόν τον ήδη εκδυτικισμένο ακαδημαϊκό χώρο».
Ο π. Γεώργιος μίλησε ακόμη για τους μαθητές του αειμνήστου, τους κρυφούς και φανερούς, αλλά και τους εχθρούς του, που στην πραγματικότητα στο πρόσωπο του π. Ιωάννη πολεμούν την θεολογική πατερική παράδοση.
Επίσης σημείωσε ως προσόν του βιβλίου το ότι παρουσιάζει και τον άμεσο, φυσικό άνθρωπο π. Ιωάννη Ρωμανίδη. Τέλος προσυπέγραψε τα λόγια του επίσης αειμνήστου π. Θεοκλήτου Διονυσιάτου για τον π. Ιωάννη.
Στην συνέχεια τον λόγο έλαβε ο π. Στέφανος Αβραμίδης, ο οποίος αναφέρθηκε στην παλαιά γνωριμία του π. Ιωάννη στην Αμερική, όπου τον είχε καθηγητή στην Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης και απολάμβανε την «συναρπαστική διδασκαλία» του.
Εκεί όπου ο π. Ιωάννης τους «άνοιξε τα μάτια» στην θεολογία τους έμαθε τα θεολογικά θεμέλια της διαφορετικής ασκήσεως και τρόπου ζωής που παρετηρείτο μεταξύ των Ορθοδόξων και των Καθολικών και Προτεσταντών που κυριαρχούσαν πληθυσμιακά τους έδωσε ορθόδοξα κριτήρια του θεολογείν και διαλέγεσθαι, ώστε να παύσουν να χρησιμοποιούν την ετερόδοξη θεολογική αντιρρητική τους δίδαξε για το ορθόδοξο δόγμα ως εμπειρία των θεουμένων τους εισήγαγε στην επιστημονική θεολογική μελέτη της πατερικής σκέψης από την μία και του φιλοσοφικού υπόβαθρου των ετεροδόξων και αιρετικών, ώστε να κατανοήσουν στο βάθος την αιτία της διαφοροποίησης της θεολογίας τους εκκάθαρε τις βιβλικές έννοιες από τις σχολαστικές και φιλοσοφικές παρερμηνείες κλπ. Σε σχέση και με το παρουσιαζόμενο βιβλίο, υπογράμμισε τρεις βασικές θεολογικές σκέψεις-κριτήρια του π. Ιωάννου:
α) την διάκριση κτιστού και ακτίστου, β) την έλλειψη κάθε ομοιότητας μεταξύ τους, γ) την διάκριση ουσίας και ενεργείας. Επίσης, μίλησε για την κριτική της θεολογίας του ιερού Αυγουστίνου και για τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ως προς τα κοινά σημεία που τον συνέδεαν με τον π. Ιωάννη, υπογράμμισε την αγάπη για μαθήματά του, την κοινή καταγωγή τους, τον κοινό πνευματικό πατέρα τους, τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, στόν οποίο έκανε εκτενέστερη αναφορά, την Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Βοστώνης, όπου φιλοξενείτο μια περίοδο η μητέρα του π. Ιωάννη, η «γιάγια-Ρωμανίδη», όπως την έλεγαν οι φοιτητές.
Τέλος μίλησε για την επανασύνδεσή τους στην Ελλάδα, όπου συνεργάσθηκαν στην υπηρεσία της Εκκλησίας και της Ιεράς Συνόδου.
Και ο π. Στέφανος τελείωσε ως εξής: «Όταν την 1η Νοεμβρίου το 2001 έφυγε από κοντά μας για να πάη κοντά στόν Χριστό που τόσο αγάπησε και υπηρέτησε, σ’ όλους εμάς που τον ξέραμε και τον αγαπήσαμε και που με την προσωπικότητα και διδασκαλία του μας σημάδευσε ανεξίτηλα, άφησε ένα κενό μέσα μας, που μέχρι τώρα ο χρόνος δεν μπόρεσε να γιατρέψη. Ας είναι αιωνία η μνήμη του».
Έπειτα ο καθηγητής κ. Λάμπρος Σιάσος παρουσίασε το βιβλίο με έναν ιδιαιτέρως γλαφυρό και ρητορικό λόγο.
Μίλησε για την μέθοδο που ο ίδιος το ανέγνωσε το βιβλίο για να κρίνη την όλη έκδοση, από το περιεχόμενο μέχρι τον τίτλο και το εξώφυλλο, χαρακτηρίζοντάς τα «εργόχειρα λεπτοφυή χειρών φιλοκαλικών, ασυνήθη, καινοφανή, αρτιπαγή».
Υπογράμμισε το αξιοθαύμαστο του ελέγχου του τεράστιου υλικού που είχε στα χέρια του ο συγγραφέας, ο οποίος το δούλεψε με την μέθοδο και την σκέψη του π. Ιωάννη, αφού ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου μαθήτευσε στόν π. Ιωάννη Ρωμανίδη «καί τώρα, πράγμα τίμιον, τιμά τον διδάσκαλον».
Παρουσίασε τον πρωτότυπο τίτλο του βιβλίου ως συναίρεση των δύο γνωστών όρων “εμπειρική θεολογία” και “δογματική και συμβολική θεολογία”.
Πέρασε από το «φαινόμενο» του βιβλίου στο «νοούμενο», υπογραμμίζοντας τον λόγο ότ «η μέθεξη του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού γίνεται με τον συνδυασμό των Μυστηρίων και της ασκήσεως».
Παρουσίασε το όλο βιβλίο ως σταυρό, στην βάση του οποίου ακούγεται ο θρήνος ενός Επισκόπου για όλες τις αλλοιώσεις που πληγώνουν το εκκλησιαστικό σώμα, τις οποίες δεν απαριθμεί με τον δικό του λόγο, αλλά «βάζει την φωνή του ατίθασου Καππαδόκη να τα εξιστορή».
Ενώ φαινομενικά το βιβλίο ακολουθεί το σχεδιάγραμμα μιάς συμβατικής δογματικής, ωστόσο παρουσιάζεται με την δωρική μορφή του Συμβόλου της Πίστεως και «αναποδίζει και την τροφοδοσία και την στήριξη και την ιεράρχηση», με κεντρικό άξονα ότι προηγείται το εμπειρικό γεγονός της αυτοφανέρωσης του Θεού σε κεκαθαρμένους Προφήτες, Αποστόλους, Αγίους και έπεται η καταγραφή αυτής της φανερώσεως-αποκαλύψεως με κτιστά ρήματα και νοήματα, με ύψιστη μορφή θεοφανείας την Πεντηκοστή.
Χαρακτήρισε δε άθλο το ότι ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου «αξιοποιώντας την διδασκαλία του Ρωμανίδη ολοκλήρωσε ό,τι εκείνος δεν επρόφθασε», και εισήγαγε την ησυχαστική, ασκητική, εμπειρική παράδοση σε όλα τα κεφάλαια της θεολογίας και εν προκειμένω της δογματικής, και την εισήγαγε, κατά την έκφραση του εισηγητού την «αναστήλωσε» στο μέσο του εκκλησιαστικού σώματος, δηλαδή στα ιερά Μυστήρια. Υπογράμμισε δύο κεντρικά σημεία που διέπουν το όλο έργο, α) την διάκριση νού – λογικής ή αλλιώς νοεράς – λογικής ενέργειας, και β) την διάκριση εκκλησιαστικής εμπειρικής θεολογίας και στοχασμού.
Πρόσθεσε δε ότι σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά μπορεί να υπογραμμισθή και η διάκριση εμπειρικής από Θεού θεολογίας και εμπειρικής από δαιμόνων “θεολογίας”.
Τέλος, ανέφερε ότι η επιτυχία του βιβλίου είναι ήδη δεδομένη από πλευράς κυκλοφορίας, και από πνευματική πλευρά θα φανερώνεται κάθε φορά που ένας άνθρωπος θα ανέρχεται τα στάδια της τελειώσεως προς τον ουρανό και κάθε φορά που ένας Ιερεύς θα θεραπεύη με την Χάρη του Θεού έναν άνθρωπο.
Τέλος μίλησε ο Σεβασμιώτατος συγγραφέας Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος, ο οποίος αφού ευχαρίστησε τους εισηγητές, παρουσίασε τέσσερα «πώς», που αφορούν την έκδοση του συγκεκριμένου έργου, ήτοι α) πώς ανακάλυψε τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, β) πώς εξετίμησε τα κείμενά του, γ) πώς εργάσθηκε για να ολοκληρώση το δίτομο έργο της «εμπειρικής δογματικής» και δ) πώς αισθάνθηκε τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, κυρίως όσο δούλευε με τα κείμενά του.
Ο Σεβασμιώτατος τόνισε την ενωτική προοπτική που είχε το θεολογικό έργο του π. Ιωάννη στην βάση της πνευματικής θεραπείας των Χριστιανών, καθώς και το ότι η κριτική που ασκούσε στους αιρετικούς και ετεροδόξους εντασσόταν σε αυτήν την προοπτική, από την άποψη ότι έβλεπε την αίρεση και την κακοδοξία ως διασπαστικές της ενότητας των Χριστιανών.
Ανήγγειλε δε ότι μελετά ιδιαιτέρως αυτήν την πλευρά της θεολογικής προσφοράς του π. Ιωάννη και εν καιρώ θα δημοσιεύση την μελέτη αυτή. Τελειώνοντας ο Σεβασμιώτατος ευχαρίστησε τους διοργανωτές της εκδήλωσης και όσους βοήθησαν στην έκδοση του βιβλίου.
Ιδιαιτέρως μνημόνευσε την εκδότρια Ιερά Μονή, τον κ. Αθανάσιο Σακαρέλλο γιατί στο γραφείο του δίδαξε ο π. Ιωάννης και αυτός διέσωσε ένα μεγάλο αριθμό κασετών, «τον Σεβ. Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας κ. Γεώργιον, αγαπητό εν Χριστώ αδελφό, που ευλογεί αυτήν την προσπάθεια, που αποτελεί και το ιεραποστολικό έργο της Ιεράς Μονής και το εργόχειρο των μοναζουσών της», τον Μακαριώτατο κ. Ιερώνυμο, «ο οποίος ως Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας προστάτευσε εμένα και το Μοναστήρι και υπήρξε ο κύριος αίτιος όλου αυτού του έργου, ακόμη και του εκδοτικού». Ευχήθηκε δε «ο Θεός να αναπαύση την ψυχή του μακαριστού π. Ιωάννου Ρωμανίδη, του Θεολόγου και “Προφήτου της Ρωμηοσύνης” για τους κόπους που κατέβαλε για να διδάξη την “εμπειρική δογματική” καί, φυσικά, με την υπόμνηση ότι έχουμε καθήκον να φροντίζουμε για το πώς το δόγμα θα γίνη τροφή και ζωή».
Ο Σεβασμιώτατος περάτωσε τον λόγο του με μια ρήση του Αλέξη Χομιακώφ, σύμφωνα με τον οποίον οι ηγετικές προσωπικότητες δεν ηγούνται της δικής τους γενιάς, διότι προχωρούν πολύ μπροστά και η γενιά τους η οποία δεν μπορεί να τους καταλάβη επειδή δεν είναι έτοιμη, αλλά ηγούνται των επομένων γενεών.
Ένας τέτοιος ηγέτης ήταν, σύμφωνα με τον Σεβασμιώτατο, και ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, που επηρέασε την γενιά του, αλλά θα επηρεάση περισσότερο τις επόμενες γενιές.
Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός κλείνοντας την όλη εκδήλωση ευχαρίστησε τον Σεβασμιώτατο για όλα και ανήγγειλε το ευχάριστο γεγονός της έναρξης μεταφράσεως των έργων του π. Ιωάννη σε γλώσσες των ανατολικών ορθοδόξων, από τις οποίες ήταν «αποκλεισμένος από ένα αόρατο χέρι».
Η εκδήλωση έκλεισε με την προβολή σχετικού οπτικοακουστικού υλικού και ακούσθηκε η φωνή του π. Ιωάννου.
Θα κλείσουμε την σύντομη αυτή αναφορά στην σημαντική εκδήλωση-παρουσίαση με τα λόγια του π. Γεωργίου Μεταλληνού: «Άν το πέρασμα του μακαριστού π. Ιωάννη Ρωμανίδη από την ελληνική πραγματικότητα υπήρξε σεισμός αναστάσιμος, που μας έβγαλε από την θεολογικοεκκλησιαστική βαβυλώνεια αιχμαλωσία μας, το ίδιο ισχύει και για το δίτομο έργο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου για την θεολογία του π. Ιωάννη».
πηγή: Romfea.gr