Ἡ προσευχή τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ του Ἀθωνίτη (Anthony Bloom Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
18 Ιουλίου 2023
Γιὰ πολὺ καιρὸ ὁ Γέροντας Σιλουανὸς ἦταν οἰκονόμος, ὑπεύθυνος στὰ ἐργαστήρια τοῦ μοναστηριοῦ. Σ’ αὐτὰ ἐργάζονταν κυρίως νεαροὶ Ρῶσοι χωρικοί, ποὺ συνήθιζαν νὰ ἔρχονται στὸ Ὅρος γιὰ ἕνα ἢ δύο χρόνια γιὰ νὰ κερδίσουν ἐργαζόμενοι λίγα χρήματα. Κυριολεκτικά, δεκάρα, δεκάρα τὰ μάζευαν γιὰ νὰ γυρίσουν στὰ χωριά τους μὲ λίγα χρήματα μήπως καὶ μπορέσουν νὰ βοηθήσουν τὴν οἰκογένεια τους, νὰ κτίσουν κάποια καλύβα ἢ ν’ ἀγοράσουν σιτηρὰ γιὰ νὰ ἀρχίσουν κάποια καλλιέργεια.
Μιὰ μέρα, οἱ μοναχοί, ποὺ ἦταν ὑπεύθυνοι σὲ ἄλλα ἐργαστήρια στὸ μοναστήρι, ρώτησαν:
«Πάτερ Σιλουανέ, πῶς συμβαίνει οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐργάζονται στὰ δικά σου ἐργαστήρια νὰ δουλεύουν τόσο καλὰ ἀφοῦ ποτὲ δὲν τοὺς ἐπιβλέπεις, ἐνῶ ἐμεῖς ξοδεύουμε τὸν καιρὸ μας νὰ τοὺς παρακολουθοῦμε καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ ἐκεῖνοι διαρκῶς προσπαθοῦν νὰ μᾶς ἐξαπατήσουν;»
Ὁ Γέροντας Σιλουανὸς ἀπάντησε:
Δὲν ξέρω. Μπορῶ ὅμως νὰ σᾶς πῶ τί κάνω σχετικὰ μ’ αὐτό.
Ἔρχομαι τὸ πρωὶ στὸ ἐργαστήρι, ἀφοῦ προηγουμένως ἔχω προσευχηθεῖ γιὰ ὅλους αὐτούς τούς ἀνθρώπους. Ἔρχομαι μὲ τὴν καρδιά μου γεμάτη στοργὴ καὶ ἀγάπη γι’ αὐτούς, καὶ ὅταν μπαίνω στὸ ἐργαστήρι, ἡ ψυχή μου κλαίει ἀπὸ ἀγάπη γιὰ ὅλους αὐτούς τούς ἀνθρώπους,
Κατόπιν δίνω τίς δουλειὲς ποὺ θὰ κάνει ὁ καθένας ὅλη τὴ μέρα καὶ ὅσο αὐτοὶ ἐργάζονται ἐγὼ προσεύχομαι γι’ αὐτούς. Μπαίνω στὸ κελί μου καὶ ἀρχίζω νὰ προσεύχομαι γιὰ τὸν καθένα ἀτομικά.
Στέκομαι μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ λέω:
Ω, Κύριε, θυμήσου τὸ Νικόλαο. Εἶναι νέος, μόλις εἴκοσι χρόνων. Ἄφησε στὸ χωριό του, τὴ γυναῖκα του, πιὸ νέα ἀπ’ αὐτὸν καὶ τὸ πρῶτο τους παιδί. Ξέρεις τὴ δυστυχία ποὺ ὑπάρχει ἐκεῖ γιὰ ν’ ἀναγκαστεῖ νὰ τοὺς ἀφήσει καὶ νὰ ἔρθει ἐδῶ. Δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ζήσουν μὲ τὴ δουλειά του στὴν πατρίδα. Προστάτεψε τοὺς τώρα ποὺ αὐτὸς ἀπουσιάζει. Γίνου ἡ ἀσπίδα τοὺς ἐναντίον κάθε κακοῦ. Δῶσε στὸν ἴδιο θάρρος νὰ ἀγωνιστεῖ στὴ διάρκεια αὐτοῦ τοῦ χρόνου ἐδῶ καὶ νὰ γυρίσει πίσω, νὰ τοὺς συναντήσει μὲ χαρὰ καὶ μὲ πολὺ θάρρος ν’ ἀντιμετωπίσει τίς δυσκολίες.
Ὁ Γέροντας Σιλουανὸς συνέχισε:
Στὴν ἀρχὴ προσευχόμουνα μὲ δάκρυα συμπάθειας γιὰ τὸ Νικόλαο, τὴ νεαρὴ σύζυγο του καὶ τὸ μικρὸ παιδί τους.
Ἀλλὰ καθὼς συνέχιζα νὰ προσεύχομαι ἡ αἴσθηση τῆς θείας Παρουσίας ἄρχιζε νὰ αὐξάνεται μέσα μου καὶ σὲ κάποια στιγμὴ αὐξήθηκε τόσο ὥστε ἔχασα τὴν αἴσθηση τοῦ Νικολάου, τῆς συζύγου του, τοῦ παιδιοῦ τους, ἔπαψα νὰ μιλῶ γιὰ τίς ἀνάγκες του καὶ τῶν συγχωριανῶν του καὶ αἰσθανόμουνα μόνο τὸ Θεό.
Βυθιζόμουνα στὴν αἴσθηση τῆς θείας Παρουσίας ὅλο καὶ περισσότερο μέχρις ὅτου, ξαφνικά, μέσα στὸ κέντρο αὐτῆς τῆς Παρουσίας, συνάντησα τὴ θεία ἀγάπη νὰ κρατάει τὸ Νικόλαο, τὴ γυναῖκα του καὶ τὸ παιδί τους.
Τώρα πιὰ προσευχόμουνα μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅλους αὐτούς, ἀλλὰ καὶ πάλι μπῆκα πιὸ βαθιὰ σ’ αὐτὴ τὴν παρουσία καὶ πάλι βρῆκα τὴ θεία ἀγάπη.
Ἔτσι περνῶ τίς μέρες μου, συνέχισε ὁ Γέροντας, προσευχόμενος γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ αὐτούς τούς ἀνθρώπους μὲ τὴ σειρά, γιὰ τὸν ἕνα, μετὰ τὸν ἄλλον.
Ὅταν τελειώσει ἡ μέρα πηγαίνω νὰ τοὺς συναντήσω, τοὺς λέω λίγα λόγια, προσευχόμαστε μαζί, καὶ αὐτοὶ μέν, πᾶνε νὰ ξεκουραστοῦν, ἐγὼ δὲ γυρίζω στὸ κελί μου νὰ ὁλοκληρώσω τὸν κανόνα μου.
Πηγή: agiazoni.gr