Θεολογία και ΖωήΟρθόδοξη πίστη

Θεολογία γεγονότων (Τίτ. γ 8-15) (Λαμπρόπουλος Βαρνάβας

16 Ιουλίου 2023

Θεολογία γεγονότων (Τίτ. γ 8-15) (Λαμπρόπουλος Βαρνάβας

Θεολογία γεγονότων (Τίτ. γ 8-15) (Λαμπρόπουλος Βαρνάβας
Ἀρχιμανδρίτης)

Μία ἐπιφανειακὴ ἀνάγνωση τοῦ σημερινοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος δίνει τὴν ἐντύπωση μίας στείρας ἠθικολογίας. Δύο φορὲς ὁ Ἀπόστολος ἐπαναλαμβάνει τὴν προτροπὴ νὰ μάθουν οἱ πιστοὶ νὰ προΐστανται σὲ καλὰ ἔργα, θεωρώντας τα ὡς δεῖγμα πνευματικῆς καρποφορίας· καὶ μία φορὰ τοὺς συνιστᾶ νὰ ἀποφεύγουν τοὺς αἱρετικοὺς «μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν».

Ἀληθινὸς ἢ μόνο χρήσιμος;

Εὔλογα προκύπτει ἕνα ἐρώτημα ποὺ συχνὰ τίθεται ἀπὸ πολλούς: «Γιὰ ποιὸ λόγο νὰ εἶμαι χριστιανός, καὶ δὴ ὀρθόδοξος ποὺ πρέπει νὰ ἀποφεύγω τοὺς αἱρετικούς, ἀφοῦ μπορῶ καὶ χωρὶς τὴν ἔνταξή μου στὴν Ἐκκλησία νὰ εἶμαι ἕνας πολὺ καλὸς ἄνθρωπος; Μήπως δὲν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἑτερόδοξοι, ἐτερόθρησκοι ἢ καὶ ἄθεοι, ποὺ ἔχουν πλούσια καρποφορία σὲ καλὰ ἔργα;». Προφανῶς, ὅποιος κάνει ἕνα τέτοιο ἐρώτημα, εἶναι σὰν νὰ λέει: «Δὲν μὲ ἐνδιαφέρει ἂν ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἀλήθεια ἢ ὄχι. Τὸ μόνο ποὺ μὲ ἐνδιαφέρει εἶναι πόσο μὲ βοηθάει νὰ εἶμαι καλὸς ἄνθρωπος. Κριτήριό μου δὲν εἶναι ἡ ἀλήθειά του, ἀλλὰ ἡ χρησιμότητά του». Ὅμως ἡ ἀξία τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν ἔγκειται μόνο στὸ ὅτι εἶναι χρήσιμος. Ἡ χριστιανικὴ πίστη δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα σύστημα ἠθικῆς. Ὁ κορυφαῖος ὀρθόδοξος θεολόγος π. Γεώργιος Φλορόφσκι τονίζει: «Ἡ ὀρθόδοξη πίστη εἶναι θεολογία γεγονότων». Εἶναι μαρτυρία γεγονότων. Ἂν τὰ γεγονότα, γιὰ τὰ ὁποῖα ὁ Χριστιανισμὸς δίνει μαρτυρία, εἶναι μυθεύματα, τότε κανένας εἰλικρινὴς ἄνθρωπος δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ θέλει νὰ τὸν πιστέψει, ὅσο χρήσιμος κι ἂν τοῦ ἦταν.

Καὶ ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος, στὴ σημερινὴ περικοπή, συνιστᾶ στὸν Τίτο νὰ μιλάει στοὺς πιστοὺς μὲ βεβαιότητα καὶ κύρος γι’ αὐτὰ ποὺ τοῦ ἔγραψε στὸ μόλις προηγούμενο τμῆμα τῆς ἐπιστολῆς, δὲν ἀναφέρεται σὲ ἠθικὰ παραγγέλματα, ἀλλὰ στὸ γεγονὸς τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Δηλαδή, στὸ ὅτι σὲ ἱστορικὸ χρόνο καὶ τόπο ἑνώθηκαν στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἡ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀσύγχυτα καὶ ἀχώριστα. Ὁ Χριστός, χωρὶς νὰ πάψει ποτὲ νὰ εἶναι τέλειος Θεός, ἔγινε καὶ τέλειος ἄνθρωπος «χωρὶς ἁμαρτίες». Ἔτσι κατέστη δυνατὸ ὄχι ἁπλῶς νὰ γίνουμε καλύτεροι ἄνθρωποι ἀλλὰ νὰ ἀνακαινιστοῦμε, νὰ γίνουμε καινούργιοι ἄνθρωποι καὶ νὰ κληρονομήσουμε τὴν αἰώνια ζωή. Αὐτὴ τὴ σωτήρια ἀλήθεια τὴ διετράνωσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες ποὺ συνεκρότησαν τὴν Δ\’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Χαλκηδόνα. Σήμερα γιορτάζουμε τὴ μνήμη τους. Μέσα σὲ δεκαέξι συνεδρίες, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 451 μ.Χ., κατέληξαν σὲ ὁμόφωνες ἀποφάσεις μετὰ ἀπὸ γόνιμες συζητήσεις.

Αἵρεση: χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ

Αὐτὲς οἱ συζητήσεις, βέβαια, δὲν εἶχαν καμία σχέση μὲ τὶς ἀνόητες συζητήσεις, τὶς ὁποῖες ὁ ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ τὸ Τίτο νὰ ἀποφεύγει. Πρόκειται γιὰ «μωρὲς ζητήσεις» (Τίτ. 3,9), ποὺ κατέληγαν σὲ μάταιες φιλονικίες καὶ διαμάχες γύρω ἀπὸ ζητήματα τοῦ ἰουδαϊκοῦ νόμου. Τὶς προκαλοῦσαν ἰουδαΐζοντες χριστιανοί, προσκολλημένοι στὸ γράμμα τοῦ νόμου, ποὺ ἐπέμεναν νὰ κρατοῦν σὲ ἰσχὺ τὸν ἀτελῆ καὶ προδρομικὸ αὐτὸ νόμο στὴν ἐποχὴ τοῦ τέλειου εὐαγγελικοῦ νόμου καὶ τῆς φανέρωσης τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Αὐτό, φυσικά, ὁδηγοῦσε -ἂν ὄχι σὲ ἀκύρωση- ἔστω σὲ ἀλλοίωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ὁδηγοῦσε τελικὰ σὲ αἵρεση.
Ἑπομένως «αἵρεση» γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἁπλῶς μία θεωρητικὴ διαφωνία. Εἶναι λανθασμένος τρόπος ζωῆς. Ἔστω κι ἂν ἐξωτερικὰ μπορεῖ νὰ εἶναι μία ἠθικὰ ἄψογη ζωή, εἶναι ψευδὴς ζωή, γιατί εἶναι ἀποκομμένη ἀπὸ τὴ σώζουσα ἀλήθεια καὶ τὴν ἑνότητα τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ζοῦσαν πολὺ αὐστηρὴ καὶ ἠθικὰ ἄμεμπτη ζωή. Ὁ Χριστὸς ὅμως εἶπε ὅτι τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσης θὰ ἀκούσουν τὸ «οὐκ οἶδα ὑμᾶς» ἄνθρωποι, ποὺ ὄχι μόνο ἔζησαν ἠθικὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ ἀξιώθηκαν «ἐν τῷ ὀνόματί του» καὶ νὰ προφητευόσουν, καὶ νὰ ἐκβάλουν δαιμόνια, καὶ νὰ κάνουν πολλὰ θαύματα (Ματθ. 7,22-23).
Αὐτὰ εἶχε στὸν νοῦ του ὁ ἀββὰς Ἀγάθων τοῦ Γεροντικοῦ, ὁ ὁποῖος -ἐνῶ δέχθηκε ἀδιαμαρτύρητα τὶς κατηγορίες ὅτι εἶναι «πόρνος, ὑπερήφανος, φλύαρος καὶ κατάλαλος»- ὅταν τὸν εἶπαν «αἱρετικό», ἀντέδρασε καὶ εἶπε: «Δὲν εἶμαι αἱρετικός». Καὶ ὅταν τὸν ρώτησαν «διατὶ τὸν λόγον τοῦτον οὐκ ἐβάστασας;», Τοὺς ἀπάντησε: «Τὰ πρῶτα, τὰ χρεώνω τὸ ἑαυτό μου καὶ προκαλοῦν ὠφέλεια στὴν ψυχή μου, τὸ δὲ αἱρετικὸς εἶναι χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό· καὶ δὲν θέλω νὰ χωριστῶ ἀπὸ τὸν Θεό». Γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἀγάθωνα «χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ» δὲν εἶναι χωρισμὸς ἀπὸ μία ὑποκειμενικὴ ἀντίληψη περὶ Θεοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ σώζουσα ἀλήθεια τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ χωρισμὸς ἀπὸ τὴν ὄντως Ζωή.

Ἡ εὐθύνη τῆς ἔνταξης στὴν Ἐκκλησία

Ἕνας τέτοιος θανάσιμος χωρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ ἀφήνει ἀδιάφορο τὸν ποιμένα, ὁ ὁποῖος ὀφείλει μὲ ἐπανειλημμένες νουθεσίες νὰ προσπαθεῖ νὰ ἐπαναφέρει τὸν πλανηθέντα στὴ μάνδρα τῆς σωτηρίας. Τὸ ὅριο τῶν δύο προσπαθειῶν, ποὺ θέτει ὁ Ἀπόστολος, προφανῶς δὲν πρέπει νὰ ἐκληφθεῖ κατὰ γράμμα. Ἡ μεταστροφὴ τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου σίγουρα δὲν ἦταν καρπὸς δύο νουθεσιῶν τῆς ἁγίας Μόνικας. Καὶ ὁ Ἑβραῖος γιατρὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου δὲν ἔγινε χριστιανὸς μὲ δύο μόνο προσπάθειες τοῦ Ἁγίου. Ὁ Παῦλος θέλει ἁπλῶς νὰ τονίσει ὅτι ὁ ἔμπειρος ποιμένας ἔχει τὴ διάκριση νὰ καταλάβει πότε πλέον πρέπει νὰ σταματήσει τὶς ἀπόπειρες «ἐπισυναγωγῆς» τοῦ πλανωμένου ἢ τοῦ ἐκπεσόvτος, γιὰ νὰ μὴ «δέρνει ἀέρα», κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. Τότε, βέβαια, αὐτὸς ποὺ ἐπιμένει στὴν πλάνη του γίνεται αὐτοκατάκριτος, γιατί δὲν ἔχει πιὰ τὴ δικαιολογία ὅτι κανεὶς δὲν τὸν συμβούλευσε.

Ἑπομένως, κάθε ἄλλο παρὰ ἀπόσπασμα ἀπὸ ἐγχειρίδιο ἠθικῆς εἶναι τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ἀφοῦ μᾶς θυμίζει ὅτι σκοπὸς τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἠθική μας βελτίωση, ἀλλὰ ἡ ἐνσωμάτωσή μας στὴ μία Ἐκκλησία του, δηλαδὴ ἡ κατὰ χάριν θέωση καὶ αἰώνια σωτηρία μας, γιὰ τὴν ὁποία εἴμαστε ἀπόλυτα ὑπεύθυνοι.

Πηγή: agiazoni.gr