Ἡ τελευταία εἴσοδος τοῦ ὁσίου Πορφυρίου στὸ Ἅγιον Ὅρος (Παπανικολάου Εὐάγγελος Ἱερεύς, Ἰατρός)
5 Μαΐου 2022
«Ἐπισκεπτόμουν τὸ Ἅγιον Ὅρος ἀπὸ παιδὶ πολὺ συχνὰ καὶ τὸ γεγονὸς ποὺ θὰ σᾶς περιγράψω δὲν μπορῶ νὰ τὸ τοποθετήσω ἄριστα στὸν χρόνο. Ἦταν μᾶλλον μετὰ τὸ 1990, ἡ δὲ περίοδος τοῦ χρόνου ἦταν μᾶλλον Φθινόπωρο καὶ ταξίδευα μόνος μου γιὰ τὰ Κατουνάκια, γιὰ τὸν παπα–Εφραὶμ καὶ τοὺς Δανιηλαίους.
Οἱ προσκυνητὲς ἦσαν λίγοι. Τὸ καΐκι, ποὺ ἔκανε τὴν διαδρομὴ Δάφνη–Λαύρα, ἦταν δεμένο στὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ τότε Ἀρσανὰ καὶ τὸ κουμαντάριζε ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Ἰορδάνης μὲ τὴν οἰκογένειά του. Ἄνθρωπος εὐλαβής, πεισματάρης μὲ τὴν θάλασσα, γνώστης τῶν καιρῶν καὶ κυρίως τῶν μικρῶν ἰδιοτροπιῶν τῶν πατέρων. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἦταν νοτιάς, ἡ θάλασσα εἶχε δυσκολία, ὁ Ἰορδάνης εἶχε ἀκυρώσει τὸ δρομολόγιο γιὰ τὴν Λαύρα καὶ φώναζε σὲ ὅλους μας, «τελευταῖος σταθμὸς Ἁγία Ἄννα». Ἡ ἀλήθεια ἦταν, ὅτι δὲν μὲ βόλευε ἀλλὰ σκέφτηκα νὰ μπῶ στὸ καΐκι καὶ νὰ κατέβω Ἁγία Ἄννα καὶ νὰ ἀνεβῶ στὸ κάθετο καρδερίμι καὶ μετὰ παράλληλα μὲ τὴν ἀκτὴ νὰ περπατήσω μὲ τὰ πόδια γιὰ τὰ Κατουνάκια. Ἤμουν νέος καὶ εἶχα τότε ἀντοχὲς γιὰ αὐτὲς τὶς διαδρομές.
»Ὅταν μπῆκα καὶ κάθισα στὸν πάγκο, ἔσκυψα καὶ εἶδα στὸν πάτο τοῦ καϊκιοῦ ἕνα κουβάρι, ἕνα μπόγο, μία κουβέρτα ἀπὸ τὴν ὁποία πρόβαλε ἕνα καλογερικὸ σκουφὶ πλεκτό. Κατάλαβα, ὅτι κάποιος ἀσθενὴς γεροντάκος καλόγερος ταξίδευε μαζί μας. Δίπλα του στεκόταν ἕνας ἄλλος σεμνὸς καλόγερος, φορώντας τὰ συνήθη ροῦχα τῶν μοναχῶν, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν διακονοῦσε. Ἦταν ὅμως σκοτάδι ἐκεῖ μέσα καὶ δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω ποιὸς ἦταν. Μαζί μας μπῆκαν καὶ καμμιὰ δεκαριὰ ἄλλοι προσκυνητὲς καὶ κάνα δυὸ μοναχοί. Ὁ Ἰορδάνης ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ ἄρχισε νὰ μανουβράρη τὴν βάρκα του, γιὰ νὰ φύγουμε ἀπὸ τὸ λιμανάκι τῆς Δάφνης καὶ νὰ προχωρήσουμε πρὸς τὰ νότια. Συνέχισε νὰ φωνάζη καὶ νὰ λέη «τὸ καράβι θὰ πάη μέχρι τὴν Ἁγία Ἄννα καὶ ἐκεῖ θὰ κατεβῆτε ὅλοι· ἔχει φουρτούνα καὶ καιρὸ καὶ δὲν θὰ σᾶς πνίξω ἐγώ».
»Ἀφοῦ ἀνοιχτήκαμε λίγο καὶ πήραμε παραλία–παραλία τὸν δρόμο μὲ σκαμπανεβάσματα ἀπὸ τὰ κύματα, καθήμενοι ἀκούνητοι στοὺς πάγκους μας, διότι ἦταν ἀδύνατον νὰ μετακινηθοῦμε ἀπὸ τὴν θάλασσα, τότε ὁ Ἰορδάνης ἄφησε τὴν λαγουδέρα, δηλαδὴ τὸ καράβι πήγαινε μόνο του, κατέβηκε τὴν μικρὴ σκάλα πρὸς τὰ ὕφαλα τοῦ καϊκιοῦ, πῆρε τὸν μπόγο στὰ δυό του στιβαρὰ χέρια καὶ τὸν ἔφερε στὸ φῶς καὶ τὸν ἔβαλε πάνω στὴν σκεπὴ τῆς μηχανῆς καὶ τότε, μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν κουβέρτα, πρόβαλε τὸ κεφαλάκι τοῦ γέροντος Πορφυρίου. Ὁ Ἰορδάνης μὲ στοργὴ μητρικὴ τὸν τακτοποίησε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα Φώτιο, ποὺ ἦταν ὁ μοναχὸς ποὺ τὸν συνόδευε, ἀλλὰ τοῦ εἶπε μὲ αὐτὸν τὸν δωρικὸ τρόπο τῆς ὁμιλίας του: «Γερω–Πορφύρη, μὴν σκεφτῆς νὰ πᾶς πέρα ἀπὸ τὴν Ἁγία Ἄννα, Καυσοκαλύβια τὸ καΐκι μου δὲν πηγαίνει, νὰ σὲ πνίξω δὲν θέλω, νὰ μὲ πνίξης δὲν θέλεις, λοιπὸν κατεβαίνεις στὴν Ἁγία Ἄννα, μένεις σὲ κάποιο Κελλὶ κοντὰ στὴν παραλία καί, ὅταν φτειάξη ὁ καιρὸς αὔριο–μεθαύριο, σὲ πάω στὰ Καυσοκαλύβια».
»Ὁ Γέροντας δὲν εἶπε τίποτα ἀλλὰ ἡ χαρὰ ὁλονῶν μας, ποὺ συνταξιδεύαμε μὲ αὐτὸν τὸν θησαυρὸ, ἤτανε ἀνομολόγητη. Κούναγε ἡ βάρκα τόσο πολὺ, ποὺ μὲ δυσκολία πήραμε τὴν εὐχή του καὶ βλέπαμε αὐτὸ τὸ κεφαλάκι νὰ ξεπροβάλλη καὶ μὲ ἕνα ἱλαρὸ βλέμμα νὰ κοιτάζη ἐμᾶς καὶ τὴν θάλασσα. Περάσαμε τὸν Ἀρσανὰ τῆς Σιμωνόπετρας καὶ πορευόμασταν πρὸς τὴν Γρηγορίου. Ἐκεῖ ἔπιασε λιμάνι τὸ καΐκι γιὰ νὰ κατέβουν τρεις–τέσσερις προσκυνητές, ἀλλὰ τὸ καΐκι τὸ ἔφερε κοντὰ στὸ μουράγιο ὁ γερω–Συμεών, ποὺ μὲ ἕνα ἄγκιστρο σὰν σάρισα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου ἔπιασε τὴν κουπαστὴ καὶ τὴν ἔσυρε στὸ μουράγιο. Μόλις εἶδε τὸν γέροντα Πορφύριο, φωνάζει: «Ρέ, Πορφύριε, ἐσὺ εἶσαι;». Ἀνεβαίνει μία μικρὴ ἀνηφόρα καὶ χτυπᾶ τὸ καμπανάκι γιὰ νὰ ἀκούσουν οἱ γέροντες καὶ φώναζε: «Ὁ Πορφύρης, ὁ Πορφύρης· ἐλᾶτε νὰ τὸν χαιρετήσετε καὶ νὰ πάρετε τὴν εὐχή του· ὁ Πορφύρης μπαίνει μέσα».
»Ποδοβολητὰ ἀκούστηκαν καὶ ξεπρόβαλαν καμμιὰ σαρανταριὰ νέοι μοναχοὶ νὰ τρέχουν στὸ καρδερίμι νὰ πάρουν τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντα. Ὁ Ἰορδάνης, φοβούμενος τὸν καιρὸ καὶ νὰ μὴν ἀναποδογυρίση ἡ βάρκα μὲ τόσους ποὺ ἐρχόντουσαν νὰ χαιρετήσουν, ἔβαζε τὴν τάξη. Ὁ Γέροντας, μὲ προσήνεια καὶ ὀφθαλμὸ χαρούμενο, τοὺς χαιρετοῦσε ὅλους καὶ ἀσπαζόταν ὅλων τὸ χέρι. Τὰ ἴδια γίνανε καὶ στὴν Διονυσίου. Στὴν Ἁγίου Παύλου εἶχε τόσο θάλασσα ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ πιάση, στὴν Νέα Σκήτη, τὸ κολωνάκι τοῦ Ἁγίου Ὅρους ὅπως λένε, εἶχαν κατέβει πατέρες στὴν παραλία εἰδοποιημένοι πιθανὰ τηλεφωνικὰ ἀπὸ τὴν Γρηγορίου. Τὰ ἴδια καὶ ἐδῶ, ἕνα πανηγύρι ἀγάπης.
»Ἡ θάλασσα μανίαζε χειρότερα, ὅσο προχωρούσαμε στὶς ἄκρες τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Στὴν Ἁγία Ἄννα μπῆκε στὸ λιμανάκι τοῦ Ἀρσανὰ ὁ Ἰορδάνης καὶ εἶπε, «τέρμα, κατεβαίνετε ὅλοι ἐδῶ». Τί νὰ κάνουμε; Βγήκαμε ἀπὸ τὴν βάρκα. Ὁ γέρων Πορφύριος ἀκούνητος. Ὁ Ἰορδάνης ἀσφάλισε καλὰ τὴν βάρκα στὸ μουράγιο, πῆρε ξανὰ τὸν Γέροντα ἀγκαλιὰ καὶ τὸν ἔβγαλε ἔξω. Ὁ Γέρων ἔλεγε, «θὰ πᾶμε, Ἰορδάνη, θὰ καλυτερέψη ὁ καιρός». Ὁ Ἰορδάνης ἀπάντησε: «Τόσα χρόνια ἐγὼ δὲν εἶδα σὲ τέτοια φουρτούνα νὰ καλυτερεύη· παπά, ἐσὺ τὴν δουλειά σου τὴν ξέρεις καὶ ἐγὼ τὴν δικιά μου», ἀκούμπησε τὸν Γέροντα σὲ ἕνα πεζούλι, ἀφοῦ τοῦ ἔστρωσε τρεις–τέσσερις κουρελοῦδες, καὶ τοῦ εἶπε πὼς θὰ εἰδοποιοῦσε κάποιο σπίτι τῆς παραλίας νὰ τὸν φιλοξενήση. Ἐγὼ δὲν ἔφευγα· ρωτάω τὸν πατέρα Φώτιο: «Νὰ πάω μὲ τὰ πόδια ἢ νὰ μείνω μαζί σας καὶ νὰ γλυτώσω τόσο κόπο;». Ὁ πατὴρ Φώτιός μοῦ εἶπε: «Ἐμεῖς πάντως θὰ πᾶμε, ἀφοῦ τὸ λέη ὁ Γέροντας, ἐσὺ κάνε ὅπως θέλεις». Περίμενα κανένα μισάωρο, ὁ καιρὸς χειροτέρευε ἀλλὰ καὶ ὁ Γέροντας δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὸ πεζούλι. Εἶχαν ἔρθει καὶ πατέρες ἀπὸ τὰ γύρω Κελλιά, τοῦ φτειάξανε καὶ φασκόμηλο καὶ κουβεντίαζαν μία χαρά, περιμένοντας νὰ φτειάξη ὁ καιρός. Ἡ νεανική μου ἀνυπομονησία εἶχε φτάσει στὰ ὅριά της. Πλησίασα τὸν γέροντα Πορφύριο καὶ τὸν ρώτησα:
-Πάτερ Πορφύριε, νὰ μείνω μαζί σας, θὰ πᾶμε σήμερα, ἢ νὰ φύγω μὲ τὰ πόδια νὰ πάω στὸν πάτερ Ἐφραίμ; Καὶ μοῦ ἀποκρίθηκε:
-Κάτσε, εὐλογημένε, ἐμεῖς πάντως θὰ πᾶμε.
-Γέροντα, ὁ καιρὸς χειροτερεύει, ὁ Ἰορδάνης σκούζει, ἐσὺ ἔχεις κάπου νὰ πᾶς, ἐγὼ εἶμαι κοσμικός· ποῦ θὰ πάω ἅμα νυχτώση;
-Ἐσύ, Βαγγέλη μου, μοῦ εἶπε, ἔχεις δυὸ ποὺ σὲ βασανίζουν· τὸ ἕνα εἶναι ὅτι τρῶς ἀπὸ τὰ αὐτιά σου (ἐννοοῦσε ὅτι μοῦ ἀρέσουν οἱ ἔπαινοι, νὰ τοὺς ἀκούω) καὶ τὸ ἄλλο βιάζεσαι. Κάνε, ὅπως σὲ φωτίσει ὁ Θεός, ἐμεῖς πάντως θὰ πᾶμε.
»Ἀφοῦ εἶδα καὶ ἀπόειδα, πῆρα τὰ ποδαράκια μου, ἀνέβηκα τὰ τόσα σκαλοπάτια τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ πῆρα τὸν γκρεμό–γκρεμό, παράλληλα μὲ τὴν θάλασσα γιὰ τοὺς Δανιηλαίους· καὶ τότε εἶδα τὸ θαῦμα! Τὸ καΐκι τοῦ Ἰορδάνη νὰ ταξιδεύη στὸ γυαλό, πίσω ἀπὸ τὸ καΐκι κύματα μανιασμένα, μπροστὰ ἀπὸ τὸ καΐκι θάλασσα λάδι, σὰν νὰ κόβης βούτυρο μὲ μαχαίρι· ὁ οὐρανὸς, ἐνῶ ἦταν καταχνιὰ, εἶχε ἀνοίξει καὶ δέσμες φωτὸς σὰν προβολεῖς σκέπαζαν τὸ καΐκι πρὸς τὴν διαδρομή του. Καμμιὰ δεκαριὰ δελφίνια ἦσαν δίπλα στὴν βάρκα, ὁ δὲ γερω–Πορφύριος καθόταν στὴν ἄκρη τῆς βάρκας, εἶχε τὸ χέρι μέσα στὸ νερὸ καὶ χαΐδευε τὶς μουσοῦδες τῶν δελφινιῶν, τὰ ὁποία χοροπηδοῦσαν γύρω–γυρω. Τότε μέσα μου ἀναφώνησα, «τοῦτος εἶναι ἅγιος». Πράγματι, φτάσανε στὰ Καυσοκαλύβια καὶ ὁ Γέροντας ἀνέβηκε στὸ Κελλί του καὶ ἀπὸ τότε πιὰ δὲν ξαναβγῆκε· ἀκόμη καὶ τὰ κόκκαλά του χάθηκαν, γιὰ νὰ μὴν τὸν τρέφουν τὰ αὐτιά του.»
Μαρτυρία π. Εὐαγγέλου Παπανικολάου, Ἰατροῦ
Πηγή: agiazoni.gr