Άγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΟρθόδοξη πίστη

Ευεργετινός . Μέρος 1ο

10 Απριλίου 2009

Ευεργετινός . Μέρος 1ο

hermit

AΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ΒΙΒΛΟΥ

 

Ο πάσης της των νοούντων νοήσεως υπερκείµενος, και µή νοούµενος, αλλ’ εκ των νοουµένων είναι πιστευόµενος, προαιώνιος και υπερούσιος νούς· ά τε αγαθαρχικός ων και φύσει αγαθουργός, εκ του µηδαµή µηδαµώς όντος δηµιουργήσας τα σύµπαντα, λόγω συµπληρούµενα, και τω ζωοποιώ αυτού Πνεύµατι τελειούµενα, όροις τισί και θεσµοίς, οροθετείσθαι ηθέλησε. Και τάς µέν ανωτάτω και νοεράς ουσίας, νόµοις τισίν υπερκοσµίοις αγαθοειδώς διακυβερνά· καθ’ ους εν αρµονία θεία και αναλογία κινουµένων, αι µέν υπερκείµεναι των εφικτών ελλάµψεων απολαύουσιν, αι δε κατωτέρω, ταύτας αναλόγως δι’ αυτών υποδέχονται. Τοίς δε εν τω υλικώ τούτω κόσµω κειµένοις σώµασι, δυνάµεις τινάς ενεφύτευσεν ουσιώδεις, αι και φυσικοί νόµοι παρά πάσιν αποκαλούνται· ως αν υπ’ αυτών τε και κατ’ αυτούς κινούµενά τε και διεξαγόµενα, τεταγµένας τάς εαυτών ενεργείας αποτελώσιν. Ούτω γάρ αν και κόσµος φερωνύµως είη τη αληθεία. Ανθρώπω δε τέως λογικήν τινα δύναµιν αφ’ εαυτής κριτικήν, εγκατέσπειρε, και βοηθόν προσδέδωκεν εντολήν, ος δή και ηθικός Νόµος αποκαλείται. Ώστε, κατ’ αυτόν τε και προς αυτόν, ως προς ευθύτατον κανόνα ιθυνόµενον, κακίας µέν απάσης, ως εκτροπής της κατά τον ηθικόν Νόµον ευθύτητος ούσης, αλλοτριούσθαι σθένει παντί, παντός δ’ αγαθού και αρετής απάσης µετά λόγου αντιποιείσθαι. Τούτο και γάρ τέλος της ηθικής Φιλοσοφίας, λέγω δή ταγαθόν.
Τί δή βουλόµενος, ή τί πραγµατευόµενος εκ τούτων ο κοσµογόνος Νούς; Η πάντως, ίν’ εκ της των πάντων κατά τους κειµένους νόµους ευτάκτου και παναρµονίου κινήσεως, δόξαν εαυτώ προµνηστεύοιτο. Τα γάρ ποιήµατα ήπερ αρετής ή κακίας έχει, ταύτη γε πάντως, ήτοι δοξάζει, ή ατιµάζει τον ποιητήν. Ταύτ’ άρα περί εκείνων µέν έφη που το γράµµα το ιερόν· οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού. Περί δ’ ανθρώπου, όπως ίδωσιν υµών, φησί, τα καλά έργα, και δοξάσωσι τον Πατέρα υµών τον εν τοίς ουρανοίς.
Επεί δε τοι τα µέν άλλα πάντα (πλήν τινων) τω του Κτίσαντος πειθαρχούντα προστάγµατι των ιδίων όρων εντός ειστήκεισαν. Όριον γάρ, φησίν, έθου, και ου παρελεύσεται. Και διά της πολυφθόγγου αυτών αρµονίας, οιονεί φωναίς, αλαλήτοις, όσον το επ’ αυτοίς, εδόξαζον τον Θεόν. Ανθρωπος δέ, άνθρωπος, ώ, πώς αδακρυτί τον λόγον διέλθω; Μόνος των επί γής· άτε µετειληφώς αυτεξουσίου δυνάµεως, και φθόνω διαβόλου δελεασθείς, κατά του ιδίου κτίστου τραχηλιάσας, εξετράπη µέν της του ενσπαρέντος ορθού λόγου ευθύτητος, ηθέτησε δε και τους εν διαφόροις καιροίς δοθέντας αυτώ θεσµούς ηθικούς· αρετής απάσης και αγαθού επιλαθόµενος, κακίας, φεύ, και παθών µυριοπτώτων κατέστη δηµιουργός. Εντεύθεν δ’ άρα και την δι’ αυτού εσοµένην δόξαν τον Θεόν αφαιρούµενος το εαυτού µέρος ητίµαζεν.
Ο του Θεού Μονογενής Θεός Λόγος οίκτον λαβών του πολυσυµφορωτάτου τουτουί πτώµατος, επ’ εσχάτων των ηµερών γενόµενος άνθρωπος, τους ηθικούς και προκαταρκτικούς εκείνους ανακαλείται θεσµούς. Και δή την ηθικήν του Ευαγγελίου Φιλοσοφίαν κανόσι γενικωτέροις και όροις των προτέρων τελεοτέροις υπερκάλως εξωραΐσας, και ταύτην αυτός πρώτος δι’ έργων πεπληρωκώς, και δοξάσας δι’ αυτών επί γής τον Θεόν, ούτω και ηµίν αυτήν παραδέδωκεν· όπως αν τοίς ίχνεσιν εκείνου επόµενοι, παντοίων µέν αρετών εργάται αναδειχθείηµεν, δι’ αυτών δε ακολούθως, τον κτίστην δοξάζωµεν. Ούτω γάρ αν ηµίν γένοιτο και προς τον εξ αρχής σκοπόν επαναδραµείν.
Αλλά γάρ τη ηθική ταύτη τοίς µέν πολλοίς εµµένειν αραρότως, και οιονεί προσφύεσθαι ενετείλατο. Τοίς δε περαιτέρω χωρείν δυναµένοις, και προσθείναι τοίς κειµένοις αφήκεν, όσα γε αν φιλοθεΐας χάριν φιλοτιµήσονται. Ηνίξατο δε τούτο βαθέως, τη µέν, ειπών περί του µυστικού της παρθενίας ευνουχισµού· ο δυνάµενος χωρείν χωρείτω. Τη δέ, περί των δύο δηναρίων της τε παλαιάς, φηµί, και καινής· και ό,τι αν προσδαπανήσης, εν τω επανέρχεσθαί µε, αποδώσω σοι.
Τούτων ούτως εχόντων, και της του Ευαγγελίου ηθικής προς εαυτήν τους πάντας εκκαλουµένης, άλλοι µέν, ουκ οίδ’ όπως, περί µέν άλλ’ άττα της φιλοσοφίας είδη σχολάζουσι· και τούτων, οι µέν τω µαθηµατικώ τυχόν, ή φυσικώ είδει, οι δε τω µεταφυσικώ τε και τοίς εγκυκλίοις των γραµµατικών µαθήµασι τον άπαντα κατατρίβουσι βίον, του δε ηθικού, καίτοι αναγκαιοτέρου και τη τάξει των λοιπών προτερεύοντος, λίαν αµελώς έχουσι· και περί µέν ουρανού και γής και των άλλων απάντων, όπως ευαρµοστίας έχει και τάξεως εξετάζουσιν, όπως δε εαυτούς διά της των ηθών ευκοσµίας ρυθµίσωσι, και αληθείς µάθωσιν αρετάς, και πάνυ ολίγοι σπουδάζουσιν, ουκ ειδότες, ως έοικε, κρείττονα διαφερόντως την περί ηµών αυτών σπουδήν είναι, της περί τα αλλότρια, και µόνην την γνώσιν πράξεως χωρίς ανυπόστατον είναι, και φαντασίας ουδέν αποδέουσαν, ως ο Ιερός φησι Μάξιµος· τί γάρ εµοί, παρακαλώ, κέρδος, εκ της των άλλων φιλοσοφίας γένοιτ’ άν, της ψυχής αφιλοσόφως και αγενώς ταραττοµένης τοίς πάθεσιν; Εγώ µέν ουχ ορώ. Έδει µέν ούν και του ηθικού µάλιστα είδους επιµελείσθαι, ίνα µή κατά το κρείττον µέρος ελλιπείς ώµεν.
Αλλ’ οι µέν ούτως· το δε των Οσίων Πατέρων Ιερώτατον σύστηµα κρείττονα βουλευσάµενοι, και οξυδερκεστέροις νοός οφθαλµοίς συνιδόντες το εκ του τοιούδε της Φιλοσοφίας είδους όφελος όσον, και ως, ει τούτου εν έξει γένοιντο, ραδίως αν και των λοιπών επιβαίεν. Έτι γε µήν ειδότες και ότι σύγχρονος ανθρώποις η ηθική, ως προείρηται, και των άλλων ειδών της Φιλοσοφίας τη παλαιότητι υπερίδρυται, των άλλων απάντων ουδόλως φροντίσαντες, ταύτη και µόνη προσεκολλήθησαν. Και τοίνυν εν ερηµίαις, και όρεσι, και σπηλαίοις, και ταίς οπαίς της γής, κατά Παύλον ειπείν, εαυτούς εγκαθείρξαντες, και απερίσπαστον ησυχίαν αιρετισάµενοι προυργιαίτατον έθεντο παρ’ εαυτοίς σκοπόν, τάς µέν προκαταρκτικάς των παθών επιστηµόνως ευρείν αφορµάς, και ταύτας τέλεον εκτεµείν· των δ’ αρετών ουκ εις διάθεσιν µόνην, ή και συµβατικήν πείραν ελθείν (τούτο γάρ και τοίς τυχούσίν εστιν ευχερές)· αλλά καθ’ έξιν και οιονεί φύσιν δευτέραν, όλως εξ όλου συγκραθήναι ταύταις και ποιωθήναι, συνηλικιωθείσαις ώσπερ αυτοίς, και συγκαταγηρασάσαις διά πολλών ιδρώτων και πολυχρονίου ασκήσεως· τους γάρ γενικωτέρους του Ευαγγελίου, ως φθάσας εδήλωσεν ο λόγος, περί αρετών Νόµους, δίκην αρχών πρωτίστων της ιδίας προστησάµενοι Φιλοσοφίας, και τούτοις νυκτός και ηµέρας εµµελετήσαντες, είθ’ ούτω τούτους και εις τάς µερικωτέρας των αρετών υποδιαιρέσαντες των εν εκείνοις συνεπτυγµένως θεωρουµένων, και πολλοίς µέν πειρασµοίς, τοίς εξ ανθρώπων, φηµί, και τοίς εκ δαιµόνων οιονεί κτενισθέντες, πολλή δε τη κατά το σώµα εγκρατεία και τη άλλη κακουχία καταταριχευθέντος, µετά τους πολλούς τούτους των αγώνων διαύλους ειργάσαντο µέν τάς αρετάς απάσας και της τούτων επιστηµονικής γνώσεως εν έξει γεγόνασι, προσέθηκαν δε τω Ευαγγελίω προσθήκην τοίς γε νούν έχουσιν αξιόχρεων, φιλοτιµία χρησάµενοι προαιρέσεως, ως µή µόνον κατ’ εντολήν, αλλ’ ήδη και υπέρ εντολήν αυτούς γεγενήσθαι.
Και δή το αργύριον τω δεσπότη µετά τόκου, ως αυτούς απήτησεν, αποδεδωκότες διά των αρετών, εδόξασαν µέν δι’ αυτών τον Θεόν, (όπερ ήν τό, ως είρηται, πρώτιστον βούληµα του Θεού), µετέδωκαν δε και ηµίν ως αγαθοίς τραπεζίταις διά των εαυτών συγγραµµάτων της επιστηµονικής των αρετών γνώσεως· ίνα τοίς εκείνων χρησάµενοι παραδείγµασι διεγερθώµεν και ηµείς, όση δύναµις, προς εργασίαν της κατ’ αρετήν τελειότητος.
Και ίν’ αφ’ ενός προσφυεστάτου παραδείγµατος δηλώσω το πάν καθάπερ οι περί την φυσιολογίαν εσχολακότες µυρίαις µέν µηχαναίς, πολλοίς δε όσοις πειράµασι και χυµικαίς αναλύσεσι, και ταίς των πολλών αιώνων πολυειδέσι βασάνοις εξακριβούσι των σωµάτων τα ιδιώµατα, τον αυτόν και ούτοι τρόπον διά µυρίων πειρασµών, και πολλών των κατά την πράξιν πειραµάτων, και µακροτάτων ετών (έστι γάρ που παρ’ αυτοίς ιδείν και λόγον ένα µονώτατον διά πεντήκοντα χρόνων βασανιζόµενον), ναί µήν και τη οδηγία του φωτίζοντος Πνεύµατος τα βάθη της ηθικής Φιλοσοφίας ανακαλύψαντες, και τάς αρετάς των εφ’ εκάτερα υπερβολών και ελλείψεων εκκαθάραντες, ούτω τον διπλούν εκδιδάσκουσι την τετραπλήν απάθειαν, την τελειοποιόν υπακοήν, την πανάρετον ταπείνωσιν, την θεαυγεστάτην διάκρισιν, την ευχάριστον υποµονήν, την θεοµίµητον ευσπλαγχνίαν, την ψυχοσώτειραν ελεηµοσύνην, την αέναον προσευχήν, την συντετριµµένην µετάνοιαν, την αληθή εξοµολόγησιν, την ακατάγνωστον συνείδησιν, την θεοποιόν αγάπην, και την λοιπήν χρυσήν σειράν των αρετών. Και τίνες µέν αυτών, φιλοσοφούσι, σωµατικαί· τίνες ψυχικαί· και τίνες νοεραί· και πώς και όσον· και τίνος ένεκα ενεργούµεναι, ευπρόσδεκτοι ή τουναντίον αποτελούνται· και τίνα µέν πάθη τα γενικά τε και ειδικά, τίνα δ’ αύ τα σωµατικά, ψυχικά τε και νοερά και πώς αν τις τούτων ραδίως απαλλαγείη και ίνα συνελών είπω, πάνθ’ όσα τελειούν οίδε τον κατά Χριστόν άνθρωπον επί λεπτού ερµηνεύουσι.
Και το δή θαυµαστόν τούτ’ έστιν, ότι των µακαρίων τούτων Γερόντων οι λόγοι, ει και απλοϊκοί και ιδιωτική φράσει συντεθειµένοι, αλλ’ ούν τοσούτον πλουτούσι το ενεργόν και δραστήριον, ώστε πάντας µικρού δείν καταπείθειν τους εντυγχάνοντας· πολλών γάρ πολλάκις εκ διαφόρων γραφών προς τινας διαλεγοµένων, και πείσαι τούτους ουδαµώς δυναµένων, λόγος είς, ή πράξις των σοφών τουτωνί Πατέρων εις µέσον εµπεσόντα έπεισαν αυτίκα και προς συγκατάθεσιν είλκυσε τους ακροατάς· ει γάρ και κατά τους σοφούς το της ηθικής όργανον τέλος έχει το πιθανώς ειπείν· των γε µήν Πατέρων οι λόγοι έχουσί πως µετά του πιθανού και το βίαιον, και την πειθανάγκην (πώς είπω;) προβάλλοντας, εκ των πραγµάτων πάντως εχόντων το της αληθείας αυτόπιστον· αλλά γάρ, και η λέγουσα παροιµία είδες νέον τρέχοντα, Γέρων ηπάτησεν αυτόν, αυτό τούτο προσβεβαιοί, ώστ’ άρα ο γνώµονάς τινας, και όρους, και θεσµούς της ηθικής Φιλοσοφίας τους των θείων τούτων Πατέρων λόγους αποκαλέσας άπασαν ερεί την αλήθειαν.

Τούτους τοιγαρούν κοινωφελεστάτους ειδώς και Παύλος εκείνος ο εν Μοναχοίς Οσιώτατος ο της Σεβασµίας Μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου της Ευεργέτιδος επικεκληµένης Κτήτωρ χρηµατίσας, και διά τούτο Ευεργετινός επιφηµιζόµενος, τήδε κακείσε διεσπαρµένους εις κεφάλαια άττα και υποθέσεις αναγαγών διά το ευσύνοπτον, και εν τέσσαρσι βιβλίοις διελών, εις ενός σώµατος ολοκληρίαν συνήγαγε. Και ήν ατεχνώς το βιβλίον χρήµά τι ποθεινόν µέν παρά πάσι τοίς ειδόσι και χρησιµώτατον, διά δε τους περί το αντιγράφειν ιδρώτάς τε και δαπάνας και πάνυ ολίγοις ευπόριστον τοίς δε µή ειδόσι διά τε την σπάνιν, και το µηδέποτε τύποις εκδοθήναι, ουδέ εί εστιν αγνοούµενον. Ήν δ’ άρα περιµένον, ως ένεστιν εικάσαι από της εκβάσεως, τον επί κοινή των πάντων ωφελεία τύποις εκδώσοντα, και το καθαρόν τούτο και λογικόν αργύριον τοίς γνωστικοίς παραθήσοντα τραπεζίταις. Ούτος δε ήν ο πάντα άριστος, θεοσεβέστατός τε και ευγενέστατος Κύριος Ιωάννης Καννάς· ούτινος φιλόθεος µέν η ψυχή, χριστοµίµητος δ’ ο τρόπος· φιλόπτωχος η προαίρεσις· ελευθέριος η γνώµη και τα κατ’ άµφω προτερήµατα λαµπρά και διάσηµα. Είπεν άντις µιά τη εαυτού ψυχή πάσας ως από συνθήµατος ενοικήσαι τάς ηθικάς αρετάς.
Ούτος δή ούν ούτος ο εν αµίλλαις αγαθαίς ενί µηδενί εξιστάµενος των πρωτείων, αλλά πάντα λίθον κινών, το της παροιµίας, ώστε µή κατόπιν των άλλων απολειφθήναι, όση δε δύναµις, και προτερεύειν εν τοίς τοιούτοις φιλονεικών, ο εν πάσι τοίς το κοινόν ωφελούσιν ενεργός και δραστήριος, ως ερµαίω τινί πολυκερδεστάτω τω πράγµατι περιτυχών, και ζήλον θερµότατον υπέρ των αδελφών πνέων, µάλλον δε υπό της άνωθεν χάριτος εµπνεόµενος, αυθαιρέτως, αυτοβουλήτως επί την εγχείρησιν ηυτοµόλησεν· έδει γάρ έδει, τον ηθικαίς αρεταίς καταγλαϊζόµενον και την ηθικήν Βίβλον εξοικειούσθαι κατάλληλα. Και δή, του προτέρου σκότους και της ως υπό µόδιον συγκαλύψεως εξαρπάσας τον παµφαέστατον τουτονί της ηθικής λύχνον, και επί την υψηλήν ταύτην λυχνίαν, και την υπερτάτην σκοπιάν της τυπογραφίας ιδίαις δαπάναις µετεωρίσας, δαψιλέστατον µέν πάσι και ευπόριστον παρασκευάζει το τούτου φώς, γνώριµον δε εις πάσαν, µικρού δείν, την οικουµένην αποκαθίστησιν, όσην ο σωτήριος φθόγγος επέδραµε· και διά τούτου µέν εις την των αρετών εργασίαν, δι’ αυτών δε εις την του Θεού δόξαν διεγείρων τους άπαντας, συνεργός της του Θεού δόξης εν τω µέρει τούτω καθίσταται· Θεού δε δόξη συντρέχειν δόξα οµολογουµένως εστίν υπερένδοξος. Οράτε το ύψος της τιµής όσον;
Τούτου τοιγαρούν του ακριβεστάτου όρου των αρετών, του της απαθείας διδασκαλείου, του γηραλέου των σοφών Πατέρων φρονήµατος, των πρεσβυτικών συµβουλών του σεµνού διηγήµατος, και ενί λόγω, του των ηθικών αγαθών απάντων απαξαπλώς ταµείου, αρτίως εις φώς εξενηνεγµένου, σιγάτωσαν Σόλωνες· ρείτωσαν Λυκούργοι· εγκαλυπτέσθωσαν Σωκράται· κρυβήτωσαν Αριστοτέλεις και Πλάτωνες, και όσοι δή τινες άλλοι των θύραθεν, ή νύν, ή πρότερον περί ηθικών αρετών συνεγράψαντο, άπαντες ως από συνθήµατος των πρεσβείων τη βίβλω παραχωρείτωσαν· ότι του της ηθικής τέλους πόρρω που πλανηθέντες (φηµί δή του όντος καλού), ου τον Θεόν και µόνον ακρότατον όντα των αγαθών, και προς ον αρετή πάσα ιθυνοµένη µισθού αξιούται, της οικείας φιλοσοφίας έσχον συµπέρασµα, αλλά το κατά φύσιν πρόσκαιρον αγαθόν· του δε τέλους αποτυχόντες, δήλον ότι ουδέ αρετάς αληθείς εκδιδάσκουσιν, είπερ από του τέλους κατ’ αυτούς πάσα έξις ειδοποιείται.
Υµείς δ’ άπαντες οι της επουρανίου και ορθοδόξου κλήσεως µέτοχοι, όσοι προς µόνον ορώντες Θεόν, τάς υµετέρας ψυχάς παντοίοις είδεσι των αρετών κοσµήσαι εθέλετε, καθάπερ χρυσάς κίονας τάς υµετέρας υποστήσαντες χείρας, ως δράγµα ιερόν, το του Νόµου φάναι, και Αγίαν αγκάλην µετά πολλής θυµηδίας αγκαλισάµενοι ενστερνίσθητε, και θαµινώς αυτήν αναγινώσκοντες, και τους της ωφελείας καρπούς αδροτάτους αποδρεπόµενοι, µή αποκάµητε, παρακαλώ, τω Κυρίω πρεσβεύοντες υπέρ του διά δαπάνης φυτεύσαντος, ναί µήν και του διά συνεργίας ποτίσαντος· ούτω γάρ αν και ευγνώµονα διάθεσιν επιδείξητε, ίν’ όπως τους Πατέρας τούτους αγαπώντες, ότι και Κύριος προείλετο αγαπάν αυτούς και τούτους οσηµέραι επερωτώντες, ταίς γηραλέαις και θεοσόφοις αυτών παραινέσεσιν, οίόν τισι κανόσι τα κατά τον υµέτερον βίον ρυθµίζετε κατά την κελεύουσαν εντολήν, επερώτησον τον Πατέρα σου, και αναγγελεί σοι· τους πρεσβυτέρους σου και ερούσί σοι· ρυθµίζοντες δε των ηθικών αρετών εργάται δειχθείητε· εργαζόµενοι δε ταύτας, δοξάζητε τον Πατέρα ηµών τον εν τοίς ουρανοίς συν τω µονογενεί αυτού Υιώ, και τω ζωοποιώ αυτού Πνεύµατι, τον ένα των απάντων Θεόν. Ώ πρέπει πάσα δόξα, τιµή, και προσκύνησις, εις τους αιώνας των αιώνων. Αµήν!