Λογοτεχνία (ποίηση & πεζογραφία)

Οἱ μεγαλομάρτυρες τῆς Πρωτοχρονιᾶς (Τσέχωφ Ἄντον)

2 Ιανουαρίου 2022

Οἱ μεγαλομάρτυρες τῆς Πρωτοχρονιᾶς (Τσέχωφ Ἄντον)


Στοὺς δρόμους κόλαση σὲ χρυσὴ κορνίζα. Ἂν δὲν ἦταν ἡ γιορτινὴ ἔκφραση στὰ πρόσωπα τῶν ὁδοκαθαριστῶν καὶ τῶν πολιτσμάνων, θὰ μποροῦσε νὰ σκεφτεῖ κανεὶς ὅτι στὴν πρωτεύουσα μπαίνουν οἱ ἐχθροί. Πηγαινοέρχονται τρίζοντας καὶ θορυβώντας τὰ γιορτινὰ ἕλκηθρα καὶ οἱ ἅμαξες… Στὰ πεζοδρόμια τρέχουν οἱ ἐπισκέπτες μὲ τὴ γλώσσα ἔξω καὶ τρίβοντας τὰ μάτια τους… Τρέχουν μὲ τόση ὁρμή, πού, ἔτσι καὶ ἅρπαζε ἡ γυναίκα τοῦ Πεντεφρία κανένα βιαστικὸ κρατικὸ ὑπάλληλο ἀπὸ τὴν οὐρὰ τοῦ φράκου, θὰ τῆς ἔμενε στὸ χέρι ὄχι μόνο τὸ φράκο ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ πλευρὰ μὲ τὰ συκώτια του καὶ τὴ σπλήνα μαζί…

Ξάφνου ἀκούγεται ἡ διαπεραστικὴ σφυρίχτρα τοῦ ἀστυνομικοῦ. Τί ἔγινε; Οἱ ὁδοκαθαριστὲς παρατοῦν τὰ πόστα τους καὶ τρέχουν πρὸς τὰ ἐκεῖ, ποὺ ἀκούστηκε τὸ σφύριγμα…

«Διαλυθεῖτε! Κάντε πιὸ πέρα! Δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ στέκεστε ἐδῶ! Δὲν εἴδατε ποτέ σας νεκρό; Τί κόσμος κι αὐτός…»

Μπροστὰ σὲ μία πόρτα, πάνω στὸ πεζοδρόμιο, κείτεται ἕνας ἄνθρωπος, καλοντυμένος, μὲ μία γούνα κάστορα καὶ καινούργιες λαστιχένιες γαλότσες… Δίπλα στὸ φρεσκοξυρισμένο πρόσωπό του, κάτασπρο σὰν νεκροῦ, εἶναι τὰ σπασμένα του γυαλιά. Ἡ γούνα εἶναι ἀνοιχτὴ στὸ στῆθος καὶ τὸ πλῆθος διακρίνει ἕνα μέρος τοῦ φράκου καὶ τὸ παράσημο τρίτου βαθμοῦ, τὸ «Στανισλάφ». Τὸ στῆθος ἀνασαίνει ἀργὰ καὶ βαριά, τὰ μάτια εἶναι κλειστά…

«Κύριε!» σκουντάει ὁ πολιτσμάνος τὸν κρατικὸ ὑπάλληλο. «Κύριε, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ξαπλώνετε ἐδῶ! Ἀξιότιμε κύριε!»

Ἀλλὰ ὁ κύριος οὔτε μιλάει οὔτε κουνιέται… Ἀφοῦ ἀσχολήθηκαν μαζί του πέντε λεπτά χωρὶς νὰ τὸν συνεφέρουν, τὰ ὄργανα τῆς τάξης τὸν βάζουν σὲ μία ἅμαξα καὶ τὸν μεταφέρουν στὶς Πρῶτες Βοήθειες τῆς ἀστυνομίας.

«Ὡραῖα παντελόνια!» λέει ὁ πολιτσμάνος, βοηθώντας τὸ νοσοκόμο νὰ ξεντύσει τὸν ἀσθενῆ. «Πρέπει νὰ κάνουν κάνα ἑξάρι ρούβλια! Καὶ τὸ γιλέκο δὲν εἶναι ἄσχημο… Ἂν κρίνουμε ἀπὸ τὰ παντελόνια, πρέπει νὰ εἶναι ἀπὸ τοὺς εὐκατάστατους…»

Στὸ Πρώτων Βοηθειῶν, ξαπλωμένος μιάμιση ὥρα κι ἔχοντας πιεῖ ὁλόκληρο φιαλίδιο βαλεριάνας, ὁ κρατικὸς ὑπάλληλος ἀνακτᾶ τὶς αἰσθήσεις του… Θὰ μάθουν ὅτι εἶναι ὁ τιτλοῦχος σύμβουλος Γκεράσιμ Κουζμὶτς Σινκλετέγεφ.

«Ποῦ πονᾶτε;» τὸν ρωτάει ὁ ἀστυνομικὸς γιατρός.

«Εὐτυχισμένος ὁ καινούργιος χρόνος…» μουρμουρίζει ἐκεῖνος, κοιτάζοντας ἠλίθια τὸ ταβάνι καὶ βαριανασαίνοντας.

«Ἐπίσης… Ὅμως… ποῦ πονᾶτε; Γιατί πέσατε; Γιὰ θυμηθεῖτε! Ἤπιατε κάτι;»

«Ό… ὄχι…»

«Τότε γιατί ἀδιαθετήσατε;»

«Παλάβωσα… Ἔκανα… ἔκανα ἐπισκέψεις…»

«Θὰ πρέπει νὰ κάνατε πολλὲς ἐπισκέψεις!»

«Ὄχι… ὄχι, ὄχι πολλές… Μετὰ τὴ λειτουργία… ἤπια τὸ τσάι μου καὶ πῆγα στὸν Νικολάι Μιχαήλιτς… Ἐκεῖ, βεβαίως, ὑπέγραψα… Μετὰ ἀπὸ κεῖ πῆγα στὴν Ὀφιτσέρκαγια… στὸν Κατσάλκιν… Ἐπίσης ὑπέγραψα… Θυμᾶμαι ἀκόμη ὅτι στὸ χὸλ μὲ φύσηξε ἕνα ρεῦμα… Ἀπὸ τὸν Κατσάλκιν πῆγα στὴ Βίμπορσκαγια, στὸν Ἰβᾶν Ἰβάνιτς… Ὑπέγραψα…»

«Φέρανε κι ἄλλον ὑπάλληλο!» ἀνέφερε ὁ πολιτσμάνος.

«Ἀπὸ τὸν Ἰβᾶν Ἰβάνιτς», συνεχίζει ὁ Σινκλετέγεφ, «πετάχτηκα μέχρι τὸν ἔμπορο Χριμόβ, νὰ τὸν χαιρετήσω… Μπῆκα… καθόταν ὅλη ἡ οἰκογένεια… μοῦ προσέφεραν νὰ πιῶ γιὰ τὴ γιορτή… Πῶς νὰ μὴν πιεῖς; Θὰ τοὺς προσβάλεις ἂν δὲν πιεῖς… Ἔ, ἤπια τρία ποτηράκια… τσίμπησα καὶ λίγο σαλάμι… Ἀπὸ ἐκεῖ ἔφυγα γιὰ τὴν ἄλλη ἄκρη τῆς Πετρούπολης, γιὰ τὸν Λιχοντέγεφ… Καλὸς ἄνθρωπος…»

«Ὅλα αὐτὰ μὲ τὰ πόδια;»

«Μὲ τὰ πόδια… Ὑπέγραψα στὸν Λιχοντέγεφ… Ἔπειτα ἔφυγα γιὰ τὴν Πελαγία Ἐμιλιάνοβνα… Ἐκεῖ μὲ κράτησαν γιὰ πρωινὸ καὶ μὲ φίλεψαν καφέ. Ὁ καφὲς μὲ ζάλισε, πρέπει νὰ μὲ χτύπησε κατευθείαν στὸ κεφάλι… Ἀπὸ τὴν Πελαγία Ἐμιλιάνοβνα πῆγα στὸν Ὀμπλεοῦχοφ… Τὸν Ὀμπλεοῦχοφ τὸν λένε Βασίλη, ἔχει τὴ γιορτή του λοιπόν. Νὰ μὴ φᾶς γλυκὰ σὲ κάποιον ποὺ γιορτάζει, εἶναι προσβολή…»

«Ἔφεραν ἕναν στρατιωτικὸ ἐν ἀποστρατείᾳ καὶ δυὸ ὑπαλλήλους!» ἀναφέρει ὁ πολιτσμάνος…

«Ἔφαγα ἕνα κομμάτι γλυκό, ἤπια βότκα καὶ πῆγα στὴ Σαντοβάγια, στὸν Ἰζιοῦμοφ… Στὸν Ἰζιοῦμοφ ἤπια κρύα μπίρα… καὶ μὲ πείραξε ὁ λαιμός μου… Ἀπὸ τὸν Ἰζιοῦμοφ στὸν Κόσκιν, μετὰ στὸν Κὰρλ Κάρλιτς… κι ἀπὸ κεῖ στὸν θεῖο μου τὸν Πιοτρ Σεμιόνιτς… Ἡ ἀνιψιά μου ἡ Νάστια μὲ κέρασε καυτὴ σοκολάτα… κατόπιν πέρασα ἀπὸ τὸν Λιάπκιν… ὄχι, λάθος, ὄχι στὸν Λιάπκιν ἀλλὰ στὴν Ντάρια Νικοντόμοβνα. Ἀπὸ αὐτὴν πιά, στὸν Λιάπκιν… Καὶ παντοῦ ἔνιωθα μία χαρά… Μετὰ πῆγα στὸν Ἰβάνοφ, τὸν Κουρντιουκὸφ καὶ τὸν Σίλερ, πῆγα στὸ συνταγματάρχη Ποροσκόφ, κι ἐκεῖ ἐπίσης ἔνιωθα καλά… Καὶ ἀπὸ τὸν ἔμπορο Ντιούτκιν πέρασα… Ἐπέμενε νὰ πιῶ κονιὰκ καὶ νὰ φάω λουκάνικο μὲ λάχανο… Ἤπια τρία ποτηράκια… ἔφαγα δυὸ λουκάνικα καὶ πάλι ἐντάξει… Μόνο ποὺ νά, ὅταν βγῆκα ἀπὸ τὸν Ριζόφ, ἔνιωσα στὸ κεφάλι… λάμψη… ἀδυναμία… Δὲν ξέρω γιατί…»

«Ἐξαντληθήκατε… Ξεκουραστεῖτε λίγο καὶ θὰ σᾶς στείλουμε ὕστερα στὸ σπίτι σας…»

«Δὲν μπορῶ νὰ πάω σπίτι…» βογκάει ὁ Σινκλετέγεφ. «Πρέπει ἀκόμη νὰ περάσω ἀπὸ τὸ γαμπρό μου, τὸν Κουζμὰ Βασίλιτς… ἀπὸ τὸν ἐκτελεστικὸ σύμβουλο… ἀπὸ τὴ Ναταλία Ἐγκόροβνα… Ὑπάρχουν ἀκόμα πολλοὶ ποὺ δὲν πῆγα…»

«Καὶ δὲν πρέπει νὰ πάτε».

«Δὲν μπορῶ… Πῶς γίνεται νὰ μὴν τοὺς εὐχηθῶ γιὰ τὴν καινούργια χρονιά; Πρέπει… Ἂν δὲν περάσω ἀπὸ τὴ Ναταλία Ἐγκόροβνα, εἶναι σὰν νὰ μὴ θέλω τὴ ζωή μου… Ἀφῆστε μὲ τώρα νὰ φύγω, κύριε γιατρέ, μὴ μὲ κρατᾶτε…»

Ὁ Σινκλετέγεφ σηκώνεται καὶ πάει νὰ πάρει τὰ ροῦχα του.

«Στὸ σπίτι νὰ πάτε», λέει ὁ γιατρός, «ἀλλὰ γιὰ ἐπισκέψεις οὔτε νὰ τὸ σκέφτεστε…»

«Δὲν πειράζει, ὁ Θεὸς θὰ μὲ βοηθήσει…» ἀναστενάζει ὁ Σινκλετέγεφ. «Θὰ τὰ καταφέρω σιγὰ σιγά…»

Ὁ ὑπάλληλος ντύνεται ἀργά, τυλίγεται στὴ γούνα καὶ παραπατώντας βγαίνει στὸ δρόμο.

«Ἔφεραν πέντε ἀκόμη ὑπαλλήλους!» ἀναφέρει ὁ πολιτσμάνος. «Ποῦ νὰ τοὺς ἀκουμπήσω;»

Πηγή: agiazoni.gr