Θεολογία και ΖωήΟρθόδοξη πίστη

Τί εἶναι ἡ καταλαλιὰ καὶ τί ἡ κατάκριση;

27 Αυγούστου 2021

Τί εἶναι ἡ καταλαλιὰ καὶ τί ἡ κατάκριση;

Κάποιος Γέροντας, ποὺ ἐρωτήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τί εἶναι καταλαλιὰ καὶ τί κατάκριση, ἔδωσε τὴν ἀκόλουθη ἐξήγηση:

Μὲ τὴν καταλαλιὰ φανερώνει κανεὶς τὰ κρυφὰ ἐλαττώματα τοῦ ἀδελφοῦ του. Μὲ τὴν κατάκριση καταδικάζει τὰ φανερά. «Ἂν εἰπεῖ κανεὶς λόγoυ χάρη, πὼς ὁ τάδε ἀδελφὸς εἶναι μὲν καλoπρoαίρετoς καὶ ἀγαθός, ἄλλα τοῦ λείπει ἡ διάκριση, αὐτὸ εἶναι καταλαλιά. «Ἂν, ὅμως, εἰπεῖ ὅτι ὁ δείνα εἶναι πλεονέκτης καὶ φιλάργυρος, τοῦτο εἶναι κατάκριση, γιατί μὲ τὸ λόγο αὐτὸ καταδικάζει τὶς πράξεις τοῦ πλησίον του.

Ἡ κατάκριση εἶναι χειρότερη ἀπὸ τὴν καταλαλιά.

Πῆγαν κάποτε αἱρετικοὶ στὸν Ὅσιο Ποιμένα κι ἄρχισαν νὰ λέγουν κατηγορίες ἐναντίον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας. Ὁ Ὅσιος τότε σηκώθηκε ἐπάνω, ἔδωσε ἐντολὴ στὸν ὑποτακτικὸ τοῦ νὰ τοὺς ἑτοιμάσει φαγητὸ καὶ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸ κελί, γιὰ νὰ μὴ μολύνει τ’ αὐτιά του.

Ἕνας Γέροντας πνευματικὸς συμβουλεύει: «Ἂν συμβεῖ ποτὲ νὰ κατακρίνεις τὸν ἀδελφό σου καὶ σὲ τύψει  γι’ αὐτὸ ἡ συνείδησή σου, πήγαινε εὐθὺς νὰ τὸν βρεῖς, ἐξoμoλoγήσoυ ὅτι τὸν κατέκρινες καὶ ζήτησέ του συγγνώμη. Πρόσεχε στὸ ἕξης νὰ μὴ σὲ παρασύρει ὁ διάβολος σ’ αὐτὸ τὸ ἁμάρτημα, γιατί ἡ καταλαλιὰ εἶναι θάνατος τῆς ψυχῆς. «Ἂν ἔλθει κάποια ἄλλη σὲ σένα κι ἀρχίσει νὰ κατηγορεῖ καὶ νὰ κατακρίνει ἕνα τρίτον, πρόσεξε καλὰ μήπως παρασυρθεῖς καὶ τοῦ εἰπεῖς: «δίκαιο ἔχεις, ἔτσι εἶναι». Καλλίτερα νὰ σωπάσεις ἢ νὰ τοῦ εἰπεῖς: «Ἐγώ, ἀδελφέ μου, εἶμαι καταδικασμένος γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου, δὲν ἔχω δικαίωμα νὰ καταδικάζω ἄλλον». Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ τὸν ἑαυτό σου σώζεις καὶ τὸν ἀδελφό σου.

Ο Ἀββάς Ὑπερέχιoς δίνει τὴν ἀκόλουθη συμβουλὴ στοὺς ἐγκρατεῖς καὶ νηστευτές:

Φάγε κρέας καὶ πιὲς κρασὶ καὶ μὴ κατατρώγεις μὲ τὴν καταλαλιὰ τὶς σάρκες τοῦ ἀδελφοῦ σου.

Καὶ πάλι:

Καταλαλώντας ὁ ὄφις τὸν Θεό, ἐπέτυχε νὰ βγάλει τοὺς πρωτοπλάστους ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Τὸ ἴδιο κάνει κι ἐκεῖνος ποὺ καταλαλεῖ τὸν πλησίον του• βαραίνει τὴν ψυχή του καὶ παρασύρει στὸ κακὸ ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἀκούει.

Ἕνας Γέροντας εἶδε μία μέρα μὲ τὰ μάτια του κάποιον ἀδελφὸ νὰ πέφτει σὲ βαρὺ ἁμάρτημα, κι ὄχι μόνο δὲν τὸν κατέκρινε, ἀλλὰ ἔκλαψε καὶ εἶπε: «Αὐτὸς ἔπεσε σήμερα κι ἐγὼ ἐξάπαντος αὔριο. Κι αὐτὸς μὲν χωρὶς ἄλλο θὰ μετανοήσει, ἐνῶ ἐγὼ δὲν εἶμαι βέβαιος γι’ αὐτό».

Δὲν εἶναι, ἀλήθεια, ν’ ἀπορεῖ καὶ νὰ ἐξίσταται ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ χάνει κυριολεκτικὰ τὸ νοῦ του – γράφει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς – ὅταν σκέπτεται πὼς ὁ μὲν Θεὸς καὶ Πατὴρ δὲν κρίνει κανένα, ὅλη δὲ τὴν κρίσι ἔχει παραδώσει στὸν Υἱόν Του, ὁ δὲ Υἱὸς διδάσκει «μὴ κρίνετε, ἴνα μὴ κριθεῖτε» καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἐπίσης, «μὴ πρὸ καιροῦ κρίνετε, ἕως ἂν ἔλθει ὁ Κύριος» καὶ «ἐν ᾧ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις», οἱ δὲ ἄνθρωποι, ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὶς δικές τους ἁμαρτίες, ἀφαιροῦν τὸ δικαίωμα τοῦ Υἱοῦ νὰ κρίνει καί, σὰν ἀναμάρτητοι, κρίνουν οἱ ἴδιοι καὶ καταδικάζουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον; Ὁ Οὐρανὸς ἐξίσταται γι’ αὐτὸ κι ἡ γῆ φρίττει, ἐνῶ αὐτοί, σὰν ἀναίσθητοι, δὲ νοιώθουν καμιὰ ντροπή.

Ἕνας μοναχὸς σ’ ἕνα Κοινόβιο, ἀμελὴς στὰ πνευματικά, ἔπεσε βαριὰ ἄρρωστος κι ἦλθε ἡ ὥρα του νὰ πεθάνει. Ὁ Ἡγούμενος κι ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ τὸν περικυκλώσανε γιὰ νὰ τοῦ δώσουν θάρρος στὶς τελευταῖες του στιγμές. Παρατήρησαν, ὅμως, ἔκπληκτοι, πὼς ὁ ἀδελφὸς ἀντίκριζε τὸν θάνατο μὲ μεγάλη ἀταραξία καὶ ψυχικὴ γαλήνη. «Παιδί μου», τοῦ εἶπε τότε ὁ Ἡγούμενος, «ὅλοι ἐδῶ ξεύρoμε πὼς δὲν ἤσουν καὶ τόσο ἐπιμελὴς στὰ καθήκοντά σου. Πῶς πηγαίνεις μὲ τόσο θάρρος στὴν ἄλλη ζωή;»

«Εἶναι ἀλήθεια, Ἀββᾶ» ψιθύρισε ὁ ἑτοιμοθάνατος, «πὼς δὲν ἤμουν καλὸς μοναχός. Ἕνα πράγμα, ὅμως, τήρησα μὲ ἀκρίβεια στὴ ζωή μου: Δὲν κατέκρινα ποτέ μου ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ σκoπεύω νὰ εἰπῶ στὸ Δεσπότη Χριστό, ὅταν παρoυσιαστῶ ἐνώπιόν Τoυ: «Σύ, Κύριε, εἶπες, μὴ κρίνετε, ἴνα μὴ κριθεῖτε», κι  ἐλπίζω ὅτι δὲν θὰ μὲ κρίνει αὐστηρά».

«Πήγαινε εἰρηνικὰ στὰ αἰώνιο ταξίδι σου, παιδί μου, τοῦ εἶπε μὲ θαυμασμὸ ὁ  Ἡγούμενος. Ἐσὺ κατόρθωσες, χωρὶς κόπο νὰ σωθεῖς».

Ἕνας μοναχὸς ἔπεσε κάποτε σὲ μεγάλα σφάλμα κι ὁ Προϊστάμενος τῆς σκήτης τὸν ἔδιωξε. Ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ Ἀββάς Βενιαμίν, πῆρε τὰ λίγα πράγματά του καὶ σηκώθηκε νὰ φύγει ξωπίσω του.

«Κι ἐγὼ ἁμαρτωλὸς εἶμαι», ἔλεγε στοὺς ἀδελφοὺς ποὺ τὸν ἐμπόδιζαν.

Πῆγε κάποτε ἕνας ἀδελφὸς ἀπὸ τὴ σκήτη σὲ κάποιο Γέροντα ἀναχωρητὴ καὶ τοῦ εἶπε γιὰ κάποιον ἄλλον ἀδελφὸ, πὼς εἶχε πέσει σὲ μεγάλα σφάλμα. «Ὤ, πολὺ ἄσχημα ἔκανε», εἶπε στενοχωρημένος ὁ Γέροντας. Ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες συνέβη νὰ πεθάνει ὁ μοναχὸς ποὺ ἔσφαλε. Ἄγγελος Κυρίου τότε πῆγε στὸν ἀναχωρητή, κρατώντας τὴν ψυχή του.

«Αὐτὸς ποὺ κατέκρινες», τοῦ εἶπε, «πέθανε. Ποῦ ὁρίζεις νὰ τὸν κατατάξω;» «Ἥμαρτον», ἐφώναξε μὲ δάκρυα ὁ Γέροντας. Κι ἀπὸ τότε παρακαλοῦσε κάθε μέρα τὸν Θεὸ νὰ τοῦ συγχωρήσει ἐκείνη τὴν ἁμαρτία καὶ δὲν τόλμησε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του νὰ κατακρίνει ἄνθρωπο.

Πηγή: agiazoni.gr