Το πρωτογενές μπόλιασμα της βίας στο ανθρώπινο πρόσωπο
4 Οκτωβρίου 2010
Ιωάννη Κορναράκη, Ομότιμου Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών
Όταν βρίσκεται κανείς σήμερα έκπληκτος μπροστά στην ωμότητα και γενικά στις ποικίλες, συγκλονιστικές στην ανθρώπινη ευαισθησία, μορφές και ποιότητες βίας, που αποβαίνουν αγχογόνοι οιωνοί για το μέλλον που έρχεται, διερωτάται ευλόγα: Ποιά είναι άραγε η πρωτογενής πηγή και αφετηρία της βίας και ποιός τη γέννησε; Ποιός επί τέλους, μπόλιασε το ανθρώπινο πρόσωπο μ’ αυτό τον καταστροφικό, για την ίδια την ύπαρξή του, τυφλό και αδυσώπητο δυναμισμό;
Ένα τέτοιο ερώτημα είναι φυσικό να μας παραπέμπει στο πολύ παρωχημένο παρελθόν, να μας γυρίζει πολύ πίσω, στους περασμένους πια αιώνες! Και, γιατί όχι, στην αφετηρία και στο πρώτο ξεκίνημα της ανθρώπινης ζωής!
-Αλλά πού μπορεί να εντοπίσει κανείς όχι μόνο χρονικά αλλά και κυρίως “τοπικά” το χώρο, που για πρώτη φορά, ενσαρκώθηκε η ανθρώπινη ύπαρξη κι άρχισε το ξεδίπλωμα της ιστορικής της διαδρομής, στην πορεία αυτού του κόσμου;
Φυσικά, ο χριστιανός άνθρωπος, δεν δυσκολεύεται καθόλου στην προσπάθεια ενός τέτοιου εντοπισμού. Ένα από τα πρώτα κεφάλαια της πίστεως του, τον πληροφορεί, ότι ο άνθρωπος γεννήθηκε στον παράδεισο
Ο παράδεισος υπήρξε ο χώρος, μέσα στον οποίο, το εκλεκτότερο δημιούργημα του Θεού, ο άνθρωπος, συνειδητοποίησε την ύπαρξή του, από κάθε άποψη και παρέλαβε τη σκυτάλη της ζωής με υψηλές, δηλ. θεοτικές, προσδοκίες!
Αλλά στον παραδείσιο ακριβώς αυτό χώρο και μάλιστα στο ξεκίνημα επάνω της υπαρξιακής πορείας του ανθρώπου, παίχθηκε (απροσδόκητα) η τραγωδία της εμπλοκής του στην αμαρτία με πρωταγωνιστή το διάβολο. Έτσι ο παράδεισος φαίνεται να φιλοξένησε, στη διάρκεια του παιξίματος αυτής της τραγωδίας, το λίκνο της βίας· τη δαιμονική απάτη, που μπόλιασε, για πρώτη φορά , το ανθρώπινο πρόσωπο με τον πικρό και θανατηφόρο ιό της βίας!
Στον παραδείσιο χώρο της δοκιμασίας της ανθρώπινης ελευθερίας ασκήθηκε, με απατηλό τρόπο, από το γενάρχη της δαιμονικής βίας και διοχετεύθηκε στο ψυχολογικό και πνευματικό κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου, η πρωτογενής βία, ως χυμός φθοράς και θανάτου, καταστροφής και αλλοτριώσεως.
Όμως το πλέον παράδοξο και εντυπωσιακό γεγονός, στη φύση και λειτουργία της βίας, στα πρώτα της βήματα, είναι ότι δεν εμφανίζεται με δυναμικό και άμεσα καταλυτικό, βίαιο τρόπο. Η πρεμιέρα της βίας, στο θέατρο της ανθρώπινης υπάρξεως φαίνεται αθόρυβη και αβίαστη – σχεδόν ανύποπτη.
Η πρωτογενής και αρχέγονη βία εισέρχεται στο προσκήνιο της ανθρώπινης ζωής χωρίς να πιέζει, να απειλεί, να τρομάζει ή να εκβιάζει. Απλώς φαίνεται να διαλέγεται, καθώς κάνει τα πρώτα βήματα της προς το ανθρώπινο πρόσωπο, εντελώς φυσιολογικά μ’ αυτό, αβίαστα.
Ο διάλογος του όφη με την Εύα είναι πράγματι εκ πρώτης όψεως, ένας ήρεμος, φυσιολογικός και… αξιοπρεπής, από πλευράς σεβασμού των κανόνων της καλής ανθρώπινης συμπεριφοράς, διάλογος. Και οι δύο συζητητές αυτού του διαλόγου φαίνεται να είναι προσεκτικοί στο σεβασμό του προσώπου του άλλου. Δεν παρουσιάζεται κάποια ένταση, σε στυλ συγκρούσεως ή αντιδικίας, μεταξύ των συζητητών αυτών, στην πορεία του διαλόγου που κάνουν.
Κι όμως. Ο όφις ασκεί βία και εγκαινιάζει τη λειτουργία της βίας, μέσα στο ανθρώπινο πρόσωπο, μ’ ένα πράγματι εντελώς ανύποπτο τρόπο. Με την άπατη!
Η άπατη, στο διάλογο του όφη με την Εύα, αποτελεί το προσωπείο της βίας! Η βία, γυμνή και “αφτιασίδωτη”, θα προκαλούσε φρίκη και τρόμο στην Εύα! Θα ξυπνούσε ίσως το ένστικτο της αυτοπροστασίας και θα την ωθούσε στη φυγή και επομένως την εγκατάλειψη του διαλόγου.
Έτσι η άπατη καθιστά τη βία ανύποπτη. Μάλιστα την ωραιοποιεί και με τον τρόπο αυτό κάνει γοητευτικό τον εκβιασμό της θελήσεως του ανθρώπινου προσώπου.
Η Εύα εξαπατάται και εκβιάζεται να υποκύψει στη δαιμονική υποβολή και επομένως στη δαιμονική βία, χωρίς την παραμικρή υποψία, γοητευμένη από την άψογη συμπεριφορά του όφη. Και ίσως θα αισθάνθηκε πραγματικά ενθουσιασμένη, όταν διαπίστωσε κάτι, που δεν είχε αντιληφθεί προηγουμένως, ότι δηλαδή ο καρπός του απαγορευμένου, από το Θεό, δένδρου ήταν εξαίρετος και γι’ αυτό επιθυμητός από κάθε άποψη!
Χρειάσθηκε να αφυπνίσει το πνεύμα της Εύας “ο κριτικός ενθυμήσεων” λόγος του Θεού, για να συνειδητοποιήσει και να ομολογήσει τη δαιμονική απάτη, που εκβίαζε τη βούλησή της. «Τί τούτο εποίησας;», ρώτησε ο Θεός την Εύα, μετά την παράβαση της εντολής του. Πώς έκανες μια τέτοια για σένα καταστροφική επιλογή;
-«Ο όφις με ηπάτησε», παραδέχθηκε η Εύα.
Μόνο ύστερα από το ερώτημα αυτό του Θεού μπόρεσε να δει καθαρά η Εύα την απάτη της δαιμονικής βίας. Επομένως μόνο τότε (αργά βέβαια) είδε κατά πρόσωπο τη βία.
Έτσι η δαιμονική βία λειτούργησε πράγματι αβίαστα, αθόρυβα, “λογικά”, δηλ. εντελώς ανύποπτα για το θύμα. Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό της δαιμονικής βίας είναι εκείνο, που θεμελιώνει και παγιώνει τη διεργασία της αλλοτριώσεως του ανθρωπίνου προσώπου. Η βία αλλοτριώνει συχνά αθόρυβα , ερήμην της αυτοσυνειδησίας του θύματος. Με τον σιγαστήρα της άπατης δεν προκαλεί, συχνά, θόρυβο, δεν ανησυχεί την ανθρώπινη συνείδηση. Αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις, όπως αυτή της Εύας, πείθει το θύμα της, ότι είναι πάντοτε στην υπηρεσία του προσωπικού του συμφέροντος και της προστασίας του από επικίνδυνα υπαρξιακά “ψεύδη”! «Ου θανάτω αποθανείσθε».
Η αθόρυβη αυτή βία της διαψεύσεως της πιο σημαντικής και κρίσιμης, για την ύπαρξη του ανθρώπου, θεόσδοτης αλήθειας, αλλοτριώνει το ανθρώπινο πνεύμα από τη θεόκτιστη συνείδησή του και το παγιδεύει στο φαύλο κύκλο μιας θανατηφόρας αξιολογικής μετατιμήσεως και αναρχίας.
Πάντως από τη στιγμή που απατήθηκε η Εύα, με τη δική της ευθύνη, αφού δεν χρησιμοποίησε τις νηπτικές λειτουργίες του κατ’ εικόνα· «Βία και τυραννίδι ήγετο υπό του εχθρού ο άνθρωπος και σχεδόν οι μη θέλοντες αμαρτήσαι βία ημάρτανον». Από εκείνη την τελεσίδικα κρίσιμη και καταστροφική, για το αδαμικό ανθρώπινο πρόσωπο, στιγμή, το πρόσωπο αυτό αλλοτριώθηκε λειτουργικά και ψυχοδυναμικά και μεταποιήθηκε σε ένσαρκη βία. Αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος, από εκείνη τη στιγμή και εξής, λειτουργεί πλέον ως βία.
Αυτό βέβαια σημαίνει ότι η βία, ως καρπός δαιμονικής γέννας, έλαβε, με την παράβαση της εντολής του Θεού, μια νέα ποιοτική ή οντολογική υπόσταση· έγινε και ανθρώπινη.
Μέχρι τη στιγμή που απατήθηκε η Εύα, η βία είχε αποκλειστικά δαιμονική ταυτότητα και υπόσταση. Από τη στιγμή όμως της διολισθήσεως της Εύας στη δαιμονική παγίδα , η βία βρήκε οικείο χώρο “σεσαρωμένον και κεκοσμημένον” και εγκαταστάθηκε στην ανθρώπινη φύση, με δικαιώματα κυριαρχικά και εξουσιαστικά, σε όλες τις ψυχοσωματικές της λειτουργίες.
Το αποτέλεσμα, φυσικά, αυτής της μεταποιήσεως του ανθρώπου σε ένσαρκη βία εντοπίζεται ευδιάκριτα στη βίαιη ενδοψυχική συγκρουσιακή λειτουργικότητά του, που είναι πλέον χαρακτηριστικό του σαρκικού ανθρώπου, του “πεπραμένου υπό την αμαρτίαν”.
Μετά την απάτη της Εύας, από τη δαιμονική βία, ο αδαμικός άνθρωπος σχετίζεται με τον εαυτό του δυνάμει της βίας, που πλέον ο ίδιος ο άνθρωπος αυτός ενσαρκώνει. Έτσι ο εαυτός του αδαμικού ανθρώπου φέρεται βίαια προς τον εαυτό του. Εξερχόμενος από τον παράδεισο, πορεύεται τον δρόμο του εκβιαζόμενος από τον εαυτό του, συγχρόνως όμως εκβιάζοντας τον εαυτό του. Η σχέση αυτή του εαυτού με τον εαυτό δίνει την πιο ωμή αλλά και πιο γνήσια και αυθεντική ψυχοδυναμική εικόνα του ανθρώπινου προσώπου. Η ανθρώπινη φύση, η “πεπραμένη (πουλημένη) υπό την αμαρτίαν”, τελεί πάντοτε υπό τη βία του διεφθαρμένου από τη δαιμονική, βίαιη επενέργεια, εαυτού της.
Όλες οι άλλες εκδηλώσεις και ενέργειες και πράξεις βίας, από τις πιο ασήμαντες μέχρι τις πιο τραγικές και συγκλονιστικές, αποτελούν απλώς προβολές και προεκτάσεις προς τα μέσα (ενδοψυχικά -ενδοατομικά) ή προς τα έξω (εναντίον του πλησίον) αυτής της καθολικής βιαιοποιήσεως του ανθρωπίνου προσώπου. Έτσι λοιπόν, η γεμάτη βίαιες πράξεις και ενέργειες ζωή του ανθρώπου, ξεκινάει ήδη μέσα από τον παραδείσιο χώρο. Ο εχθρός του άνθρωπου, “ο αρχέκακος όφις” βίασε το ανθρώπινο πρόσωπο, επί της άνετης κλίνης της απάτης και το μπόλιασε με τη δική του, τη δαιμονική βία.
Από εκείνη τη στιγμή η βία έγινε δύναμη αλλά και ποιότητα υπαρξιακής λειτουργίας του ανθρωπίνου ψυχισμού. Το γεγονός ότι η δική μας εποχή επιβεβαιώνει με ακλόνητη πειστικότητα αυτή τη λειτουργική ποιότητα του ψυχισμού αυτού, μας διευκολύνει να προχωρήσουμε, στο διάλογο με τη βία, με μεγαλύτερη επίγνωση του πιο κρίσιμου υπαρξιακού μας προβληματισμού· της σχέσεως μας με τον εαυτό μας.
πηγή: Ιωάννη Κορναράκη, «Βία, Η οδός του Θεού»