Η Μονή Βατοπαιδίου και τα μετόχιά της. Μέρος 1ο
28 Μαρτίου 2009
Από τα μέσα του 9ου αιώνα, στην ήσυχη και ερημιτική χερσόνησο του Αθω, κατοικεί σημαντικός αριθμός μοναχών, κυρίως ησυχαστών.
Η φυσική διαμόρφωση της χερσονήσου βοηθούσε στην απομόνωση των κατοίκων της, κι ήταν τελείως φυσικό, οι πρώτοι εκείνοι μοναχοί και ησυχαστές να αντιδρούν και να μην μπορούν να εννοήσουν την εμφάνιση των μεγάλων κοινοβίων που άρχισε να επιτελείται από το 972 περίπου με την ίδρυση της Μεγάλης Λαύρας του Αγίου Αθανασίου και την επίσημη αναγνώρισή της από το πρώτο τυπικό του Αγίου Όρους, τον περίφημο «Τράγο», το οποίο υπέγραψε ο αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής.
Στην συνέχεια εμφανίζονται και άλλα κοινόβια ώστε με το πέρασμα του χρόνου να διαμορφωθή μία οργανωμένη μοναστική κοινωνία, που αποτελείται από τις είκοσι Ιερές Μονές του Αθω, τις σκήτες, ιδιόρρυθμες και κοινόβιες, που υπάγονται στις Ιερές Μονές, καθώς και τα ησυχαστικά κελλιά στα οποία κατοικούν οι πατέρες που επιθυμούν την ησυχαστικώτερη ζωή.
Η Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου εμφανίζεται με πρώτο ηγούμενό της τον άγιο Νικόλαο και πολύ σύντομα με την ηγουμενία του αγίου Αθανασίου (1020-1048) ανέρχεται στην δεύτερη θέση της ιεραρχίας των ιερών Μονών του Αγίου Όρους, ονομάζεται πολυάνθρωπος, έχει την δυνατότητα λόγω μεγέθους και αίγλης να αφομοιώνει άλλες μικρότερες Μονές, ενώ το 1045, στο τυπικό του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Μονομάχου, η διακεκριμένη θέση της Μονής έχει πλέον αναγνωρισθή.
Δεν φαίνεται πλέον αβάσιμη η παράδοση που αναφέρει σαν κτήτορα στην Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου τον Μεγάλο Θεοδόσιο, αφού στις ανασκαφές του 2000 που έγιναν δίπλα από το Καθολικό του 10ου αιώνα, ανακαλύφθηκαν τα θεμέλια παλαιοχριστιανικής Βασιλικής, η οποία σύμφωνα με τους αρχαιολόγους ήταν μεγαλύτερη από τον σημερινό ναό του 10ου αιώνος, ο οποίος προέκυψε κατά ένα μέρος από την λιθολόγηση της Βασιλικής αυτής.
Αυτοκράτορες, αριστοκρατικές οικογένειες και κάθε είδους πιστοί, προσέγγιζαν με σεβασμό την μεγάλη πλέον Μονή του Βατοπαιδίου, διότι σ’ αυτήν κατοικούσαν πνευματικοί και λόγιοι μοναχοί, που επιδρούσαν με πολλούς ευεργετικούς τρόπους στην κοινωνία.
Το πλήθος των δωρεών προς το Ιερό αυτό Σκήνωμα της Θεοτόκου μαρτυρεί την ευλάβειά τους και οι δωρεές σε γή υπήρξαν σημαντικές και αποσκοπούσαν όχι μόνο στο να μπορεί η Μονή να συντηρείται αλλά και στο να αποστέλλονται μοναχοί ενάρετοι και πνευματικοί στα μετόχια για να εκτελούν πνευματικό και ποιμαντικό έργο, στηρίζοντας τους ίδιους τους πιστούς, που με την σειρά τους προκαλούσαν την δημιουργία μετοχίων στους τόπους τους.
Οι Ιερές Μονές είναι αφιερωμένες, σαν λατρευτικοί χώροι, στον αληθινό Θεό, στην μητέρα Του και στους Αγίους. Αυτό, όχι μόνο ήταν κατανοητό πριν την απελευθέρωση του 1821, αλλ’ ήταν συνυφασμένο με τα πρόσωπα, με την ίδια την ελληνική φυλή και δεν ευνοούνταν οι οποιεσδήποτε άλλες φιλοσοφίες.
Οι κοινωνικές ιδέες, που παρεισέσφρυσαν αργότερα με την αθεΐα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, που κατά ένα μεγάλο μέρος εμφανίστηκε σαν αντίδραση στις πρακτικές των κατά τόπους αιρέσεων του Χριστιανισμού, δεν είχαν την δυνατότητα να μεταδώσουν την αλήθεια της Ορθοδοξίας.
Οι μεγαλές αριστοκρατικές οικογένειες της Αδριανούπολης στα πλαίσια της πνευματικής γνώσεώς τους, στήριξαν κατ’ αρχάς την Ιερά Μονή, ώστε σύντομα και από τις αρχές του 11ου αιώνα να είναι μεγάλο μοναστικό κέντρο προβολής Αγίων, παιδείας και πολιτισμού.
Πολύ σύντομα προστέθηκαν σχεδόν όλες οι αυτοκρατορικές δυναστείες και «δέν είναι τυχαίο -γράφει ο ιστορικός Κρίτων Χρυσοχοΐδης- ότι, από όλες τις Μονές, την Μονή Βατοπαιδίου επέλεξαν στα τέλη του 12ου αιώνα ως εφαλτήριο οι εκπρόσωποι της Σερβικής δυναστείας των Νεμάνια Συμεών και Σάββας για να ιδρύσουν την μεγάλη Μονή Χιλιανδαρίου.
Χρυσή περίοδος είναι ο 14ος αιώνας. Οι Παλαιολόγοι και Καντακουζηνοί στηρίζουν συνεχώς την Μονή που εμφανίζει έντονη πνευματική, πολιτιστική και κοινωνική παρουσία. Μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας, οι οποίοι κατεῑχαν σημαντικές θέσεις και λογιοσύνη, προσέρχονται στην Μονή την περίοδο αυτή. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, λόγιος και μεγάλος ασκητής, μετέπειτα ονομαστός Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ασκείται παρά τους πόδας του βατοπαιδινού αγίου Νικοδήμου του ησυχαστού, ο άγιος Σάββας ο διά Χριστόν Σαλός είναι ο πνευματικός πατέρας της αριστοκρατικής οικογένειας του Καντακουζηνού και αυτού του ίδιου του Ιωάννου Στ΄ Καντακουζηνού, που στο τέλος αφήνει την αυτοκρατορική αλουργίδα και γίνεται μοναχός.
Ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, συγγραφέας του βίου των δύο προηγουμένων Αγίων, γίνεται κατ’ αρχάς επίσκοπος Ηρακλείας, και στην συνέχεια πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο μεγάλος νομικός Αρμενόπουλος, του οποίου χάθηκαν ξαφνικά τα ίχνη από την Βασιλεύουσα, γίνεται μοναχός στο Βατοπαίδι, ο άγιος Μακάριος ο Μακρής γίνεται υποτακτικός του και λίγο αργότερα ηγούμενος στην Μονή Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη και εκπροσωπεί την Μεγάλη Εκκλησία στους ανθενωτικούς διαλόγους με τους καθολικούς, ως άριστος λόγιος και ασκητής θεολόγος. Η παρουσία των πλέον λαμπρών προσωπικοτήτων, μοναχών και λαϊκών, άρχισε να συνδέει στενά την πνευματική ιστορία της Μονής με την ιστορία του Ορθόδοξου λαού και ο ίδιος ο λαός ζητούσε την παρουσία της Μονής διά των μετοχίων της ή των μεγάλων προσωπικοτήτων της κοντά του. Αυτό που για αιώνες διατήρησε τα μετόχια της Μονής, ώστε βυζαντινά μετόχια να υπάρχουν ακόμη και σήμερα, είναι αυτές οι πνευματικές σχέσεις που σφυρηλατήθηκαν σε βάθος χρόνου μεταξύ Μονής και λαού. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η αφιέρωση ενός μετοχίου συνοδευόταν συχνά από την ρητή δέσμευση της Μονής για μόνιμη παρουσία στο Μετόχι πνευματικών και ποιμένων. Σημαντικός υπήρξε ο ρόλος που διαδραμάτισαν τα μετόχια στις τοπικές κοινωνίες.
Ο δεσμός του λαού με τις Μονές ήταν άρρηκτος. Αυτή η ίδια η ιστορία μαρτυρεί ότι όταν διαδραματίζονταν μεγάλα κοινωνικά και εκκλησιαστικά γεγονότα, που άπτονταν εκ των πραγμάτων και της ίδιας της διοίκησης του κράτους, ιστορικά σε βάθος χρόνου, υπερίσχυσαν η άποψη των Μονών και του λαού, σε αντίθεση με τα ορθώς νομιζόμενα «πολιτικά συμφέροντα» των ηγετών. Κλασική είναι η περίπτωση του ενωτικού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, ο οποίος αν και κατέσφαξε τους μοναχούς αρκετών Μονών του Αγίου Όρους, προκειμένου να πετύχη μία ένωση των Εκκλησιών, επάνω σε λανθασμένη θεολογική βάση, στο τέλος στή συνείδηση του λαού, οι μοναχοί που σφάγηκαν παρέμειναν Άγιοι και Μάρτυρες της Εκκλησίας, ενώ η προσπάθειά του απέτυχε διότι δεν γινόταν με κατά Θεόν φρόνημα και ορθές προϋποθέσεις.
Συνεχίζεται…