Ελληνική Μυθολογία του Νίκου Τσιφόρου (Μέρος 2)
19 Αυγούστου 2010
Στην Ινδική Μυθολογία, ο Μανού, ο πατριάρχης, να πούμε, της ανθρωπότητας, έπλασε τον άνθρωπο από πηλό (παράλληλη η Γραφή) και επειδή ήτανε μιά άψυχη κούκλα, έκλεψε τη φωτιά και του «ενεφύσησε ζωή». Ο Έλληνας Μανού είναι ο Κρητικός Μίνως (ίδιο δνομα και παράλληλες δοξασίες). Και ο Προμηθέας είναι ο ίδιος ο άνθρωπος που φροντίζει τον εαυτό του.
Πόθο, λοιπόν, ο Προμηθέας να ξαναδώση τή φωτιά (μερικοί μύθοι λένε ότι τον βοήθησε και η Αθηνά), από δω τάχε, από κεί τάχε, τα κατάφερε… Βλέπεις, η κλοπή είναι καμμιά φορά και αρετή, κι’ ας μη το παραδεχόμαστε παρά μόνο στους Σπαρτιατικούς Νόμους του Λυκούργου. Τώρα, από πού την πήρε; Άλλοι λένε ότι άναψε ένα πυρσό από τον Ήλιο, άλλοι…ότι την έκανε αχταρμά από τον Όλυμπο και την έκρυψε μέσα σ’ ένα κόκκινο λουλούδι, άλλοι ότι την άρπαξε από την αστραπή και άλλοι ότι μπήκε στο εργαστήριο του Ηφαίστου του σιδερά, στη Λήμνο και από κεί την προμηθεύτηκε…
Τ’ ανθρωπάκια τα δόλια πηδήξανε από τή χαρά τους μόλις είδανε το λουλούδι που τους έφερνε τη ζεστή ζωή. Πέσανε, τον προσκυνήσανε τον Προμηθέα και πήρανε τη φωτιά. Και από τότε, άμα έχουμε δαδί, κώκ και ξύλα, το ζεσταίνουμε λίγο το κορμάκι μας…
Απάνω στο ν Όλυμπο, ο Ζεύς έγινε θηρίο.
— Ποιος, βρέ, πήγε κι’ έδωσε προνόμια σ’ αυτό το λαό των ανθρώπων ;
— Ό Προμηθέας.
—Α, τον μπαγάσα…
Και πριν σκεφτή την τιμωρία του δράστη, σκέφτηκε να εκδικηθή και να περιορίση τη δύναμη των ανθρώπων… Είναι τολμηρό, αλλά έχει τόση ανθρώπινη αλήθεια τούτο το παραμύθι…Ο δυνατός που βλέπει τη μοναρχική του δύναμη να περιορίζεται από την χορήγηση προνομίων στους πολλούς και αδύνατους που τους εξουσιάζει, πρώτα συλλογίζεται τον εαυτό του. Μη θεριέψουνε και του πάρουνε κι’ άλλα ατού από τη δύναμη του. Πριν, λοιπόν, τιμωρήση τον δράστη, κυττάει να εξασφάλιση τη θέση του, να μείωση τη δύναμη εκείνων που μπορούνε να τον απειλήσουνε. Κι’ έτσι γεννήθηκε η Πανδώρα…
Οι άνθρωποι πριν τη φωτιά, δεν ήτανε αρσενικοί και θηλυκοί, άνήκανε σ’ ένα φύλο, τρίτο, ( από εκείνο που συνηθίζεται πολύ στην Αγγλία, τη Σκανδιναβία και , δυστυχώς, και σε μας λιγώτερο, αλλά επεκτεινόμενο τελευταία). Ένα φύλο και αυτάρκες… (Ή θεωρία υπάρχει στην Επιστήμη γιατί τα πρώτα όντα ήτανε ερμαφρόδιτα… — αμοιβάδα κ.λ.π. — και εγέννων δι’ αυτενέργειας). Ο Ζεύς έπιασε και κατασκεύασε τη γυναίκα.
Το πολύ ευχάριστο αυτό δώρο, που ο Ζεύς χάρισε στον άνθρωπο, ήτανε κατά βάθος «Ένα πονηρό δώρο», αφού η γυναίκα έφερε μαζί της την θλίψη και την καταστροφή. (Εξαίρεση τα γυναικεία κομμωτήρια και οι οίκοι μόδας). Ο μάστορας ήτανε ο Ήφαιστος που πήρε εντολή να την κατασκευάση από χώμα και νερό. Με τη φωτιά της έδωσε ζωή, την έκανε χαριτωμένη και γοητευτική, τρέξανε και οι θεές και τη ντύσανε, τη μυρώσανε, τη στολίσανε, τή βάψανε, αλλά πήγε και ο άτιμος ο Ερμής και τη φόρτωσε ψέματα, γοητεία και αστάθεια. Κι’ όταν την ετοιμάσανε τη βαφτίσανε κι’ όλας: Πανδώρα. (Όλα τα δώρα απάνω της).
Ο Ήφαιστος πήρε το κατασκεύασμα του και το πήγε στο αδερφάκι του Προμηθέως, τον Επιμηθέα. τούτος δω ο Επιμηθέας δεν ήτανε και πολύ έξυπνος. Μάλλον κουτάβι. και στους μάλλον κουτούς ρίχνουνε τις γυναίκες να κάνουνε τή δουλειά τους οι πονηροί. Ο Προμηθέας του το είχε πή:
— Πρόσεχε Έπιμηθέψ. Μήν πάρης τίποτα από τον Δία γιατί πάει φυρί – φυρί να μας σκάση χουνέρι.
— Μη φοβάσαι.
— Πρόσεξε Έπιμηθέψ, θα σε τύλιξη.
— Έμενα; Δε με ξέρεις καλά.
Και μιά μέρα, του Επιμηθέα του φέρανε ένα μπαούλο. (Ο Ησίοδος λέει «δοχείον»).
—Έχουμε μιά παραγγελία από τον Όλυμπο.
—Τί;
— Να μας φύλαξης αυτό το πράμα.
— Εγώ;
— Εσένα διαλέξανε και θα σου κόψουνε και σύνταξη υποθηκοφύλακα. Αλλά πρόσεχε καλά Επιμηθέα. Εδώ μέσα κλείσανε όλες τις συμφορές και τα ελαττώματα. Μην τ’ ανοίξης και ξεχυθούνε στον κόσμο και τόνε κάψεις.
— Μείνατε ήσυχοι, ο μισθός να πέφτη.
Όταν φτιάξανε, λοιπόν, την Πανδώρα, επειδή και δεν χώνευαν τον Προμηθέα, κάναν απόφαση.
— Στείλτε τη κι’ αυτή του Επιμηθέα να την κράτηση.
Ένα πρωινό ο Επιμηθέας έψηνε μόνος του καφέ, τούχε χαλάσει και τό καμινέτο και βλαστήμαγε, βαράνε την πόρτα, του φέρνουνε το κορίτσι.
Ο Επιμηθέας τρελλάθηκε.
— Τι είν’ αυτό;
— Δώρο των θεών.
—Και πως το μεταχειρίζονται; τον πήρε η Αφροδίτη και τούδειξε.
—Από κει κουρντίζει και πρόσεχε μη χάσης το κουρντιστήρι. Χαρές ο Επιμηθέας… Πέρασε καλά και είπε μετά στη μικρά:
— Πάω για τίποτα φαγώσιμο κι’ έρχομαι. Μωρή. Μήν άνοιξης το μπαούλο εκείνο. Δεν κάνει.
Μόλις έστριψε τη ράχη του νάσου τη γυναίκα την πιάνει η πε¬ριέργεια. Ντουγρού στο μπαούλο. Τ’ ανοίγει και , ξαφνικά, όλες οι συμφορές και τα ελαττώματα ξεχυθήκανε στη γη. Μιά μονάχα πρό¬λαβε και καπάκωσε μέσα. την Ελπίδα… Και μ’ αυτήν ζούμε και παρηγοριόμαστε.
Έτσι μας τιμώρησε ο Ζευς γιατί του πήραμε τη φωτιά. Και ο Προμηθέας ο κακομοίρης πάσχισε να μας δώση τα γράμματα, τους αριθμούς, την καλλιέργεια της γης, την εξημέρωση των ζώων που γίνανε κατοικίδια και χρήσιμα, τη ναυτιλία, την Ιατρική, όλες τις γνώσεις και ακόμα μας φανέρωσε τα μέταλλα στην καρδιά της γης. Πολλά του χρωστάμε του Προμηθέα, της δικής μας, δηλαδή πρόνοιας…
Από πάνω ο Ζεύς, ακόμα δεν είχε ξεθυμώσει. Κείνες οι κοκκάλες τον κάνανε έξω φρενών. Κι’ αποφάσισε να εξόντωση τό ανθρώπινο γένος με κατακλυσμό…
Σ’ όλες τις μυθολογίες υπάρχει ο κατακλυσμός. Και την ανθρωπότητα την ξαναγεννάει από δαύτον ένας πάντα: ο Νώε στή Γραφή, ο Μανούς στους Ινδούς, ο Μίθρα στους Πέρσες… Γεωλογικά, όλη αυτή η αναταραχή της ψύξεως του φλοιού, δημιούργησε τρομερούς υδρατμούς που πέσανε σε τρομερές βροχές και φαίνεται να πνίξανε όλο τον κόσμο. Εκτός από λίγους που δημιουργήσανε πάλι τη ράτσα…
Μόλις έμαθε ο Προμηθέας ότι θάχουμε κατακλυσμό, έτρεξε κ’ έπιασε τον γυιό του τον Δευκαλίωνα. Τον είχε παντρέψει με την Πύρρα, κόρη του Επιμηθέα και της Πανδώρας. Τους φτιάνει ένα καράβι, μπήκανε μέσα και γλυτώσανε από τον κατακλυσμό που πλάκωσε. Κι’ άμα κατακαθήσανε τα νερά, βγήκανε στον Παρνασσό.
Ο Δευκαλίων, έξυπνος, μόλις γλύτωσε, έκανε μιά θυσία στον Δία να τον καλοπιάση. Ο θεός κολακεύτηκε (τόχουνε αυτό οι Μεγάλοι) και τούστειλε τον ‘Ερμή.
—Ό,τι του ζήτησης θα στο κάνη, ρε λεβέντη.
—Να ξαναφτιάξουμε τους ανθρώπους.
— Έν τάξει. Τραβάτε δρόμο και να πετάτε πίσω σας πέτρες. από τις πέτρες που θα πετάς εσύ θα γεννιούνται άντρες κι’ από τις πέτρες που θα πετάη η Πύρρα, γυναίκες.
Κι’ έτσι, παρακαλώ, ξαναγίναμε μείς οι άνθρωποι.Ο λαός, δηλαδή, γιατί οι ευγενείς, οι γαλαζοαίματοι, δεν γεννηθήκανε από πέτρα.Όχι. Είναι άπ’ ευθείας απόγονοι του Δευκαλίωνα και της Πυρράς. Άμ τί; τα ίδια σκ… είμαστε όλοι; Όλοι οι βασιλικοί κλάδοι της αρχαίας Ελλάδας Πυρριανοί και Δευκαλιωνοί είναι και το καμαρώνανε…
Γίνανε όλ’ αυτά και «τιμή στο ν Προμηθέα τό (φίλο μας που μας έδωσε πιά τα πάντα». Μέχρι καινούργιους ανθρώπους έφτιαξε στή Φωκίδα από λάσπη, μέχρι τα δάκρυα του έβαλε για να ζυμωθή αυτή η λάσπη, μέχρι έκλεψε από την Αθηνά επιστήμες και γνώσεις και τα πάντα, άλλά ήρθε και η ώρα του να τιμωρηθή, τώρα που ο Ζεύς είχε πιά την εξουσία στα χέρια του.
Βρήκε, λοιπόν, αφορμή. Γάμπριζε ο Ζεύς με τη Θέμιδα του Νηρέα την κόρη και την έφερνε γυροβολιά για το «πονηρόν». Ό Προμηθέας όμως ήξερε ότι αν το πετύχη το πονηρό, θα γεννηθή γυιός που θα τον έτρωγε τον Δία. Και δεν την άφησε τη Θέμιδα νά… πονηρεύση.
Ο Δίας θύμωσε.
— Δε μου λες, ρε φίλε; Κουμάντο στα… στα γούστα μου θα μου κάνης;
—Όχι, αλλά δεν πρέπει.
— Γιατί;
Δέν τό φανέρωσε το μυστικό ο Προμηθέας κι’ έγινε ο Ζεύς πυρ και μανία.
— Μούχεις κάνει ένα κάρρο λαχτάρες. Έχω σπάσει πέντε δόντια να τρώω κόκκαλα. Έδωσες φωτιά. Μας έπνιξες στην κλεψιά εδώ μέσα. Μου πάς συνέχεια κόντρα…
— Μεγαλειότατε…
— Συλλαμβάνεσαι. Φώναξε τον Ήφαιστο.
—Έλα δώ. Πάρτον στο ν Καύκασο και δέστονε στο βράχο με αλυσίδες καλές να μή σπάνε… Ρε συ, όχι σκάρτο μέταλλο και να μου φάτε την προμήθεια.
— Μείνατε ήσυχος.
— Με σας τους υπουργούς ήσυχος! Δεν σας ξέρω τι κλέφτες είσαστε;
Φοβήθηκε ο Ήφαιστος και τον έδεσε τον Προμηθέα να μη λύνεται. Και τότε ο Ζεύς επιστράτευσε έναν αητό και τον έστελνε κάθε μέρα να του τρώη το συκώτι. και τη νύχτα το συκώτι ξαναγινότανε ατόφιο.
Τριάντα χρόνια μαρτύριο τράβηξε ο Προμηθέας με τον αητό του κερατά… Ώσπου πέρασε μιά μέρα ο Ηρακλής από κει και λυπήθηκε η ψυχή του.
— Μη σε νοιάζη και θα το σκοτώσω το παλιόπουλο.
Τη στήνει και πάει ο αητός. Και ο Ήφαιστος τον έπιασε κι’ αυτόν το πονόψυχο, κι’ έσπασε τις αλυσίδες που είχε φτιάξει.
από πάνου ο Ζεύς, του είχε περάσει και η κακία, δεν έφερε πολλές αντιρρήσεις. Αθάνατος ήτανε βλέπεις ο Προμηθεύς, γυιός Τιτάνα, σου λέει θα στομάχιαζε κι’ ο αητός όλο συκώτι, συκώτι, έκανε τον μεγαλόψυχο.
— Πέστε του, ρέ, να τον συχωρέσω και να τον φέρω στο ν Όλυμπο, θα καθήση φρόνιμα ή θ’ άρχίση πάλι τις ρουφιανιές;
Του τάπανε του Προμηθέα, ήρθε στον Όλυμπο.
— Γιατί δε μ’ άφησες, ρε, να πάω με τη Θέμιδα;
Ο Προμηθέας τούσκασε το μυστικό… (Βλέπεις άμα ο θεός συνευρεθή με την Δικαιοσύνη, πάει, έχασε τη δύναμη του… Ωραίος μύθος).
—Για καλό μου, δηλαδή;
— Άμέ!
Ό Ζεύς ευχαριστήθηκε.
— Ρε συ, του λέει, κείνος ο Κένταυρος, ο Χείρων, τον ήξερες;
— Πως; Καλό αλογάκι.
— Τραυματίστηκε και πόναγε και με παρακάλεσε να τον κάνω θνητό και πέθανε.
— Μη μου το λές!
— Βέβαια, τον χάσαμε…
— Κρίμα…
— Η θέση χηρεύει. Τί λές; την παίρνεις να σ’ έχουμε έδώ στον Όλυμπο παρέα μας;
— Ναί, αλλά δεν θα τρώω σανό κι’ εγώ.
—Όχι, εσύ θα τρώς κόκκαλα σαν και μας. Το μεδούλι όμως θα το βάζης στην πάντα γιατί το θέλω για ψωραλοιφή.
— Μείνατε ήσυχος.
Κι’ έτσι ξαναδιωρίσθηκε και έμεινε απάνω ο Προμηθέας και ησύχασε γιατί τον πονούσε και τό συκώτι του…
Όμως ο μύθος του, που αντιπροσωπεύει το ανθρώπινο μυαλό, έμεινε. Άσχετα αν αυτό το μυαλό έγινε άτιμο και πονηρό και σκέφτεται συνεχώς ατιμίες… Άλλο αυτό…