Τα Άγραφα
27 Ιουλίου 2010
Συνοπτική ιστορική ανασκόπιση:
Ο ορεινός όγκος της ΝΑ Πίνδου, τα Άγραφα, γεωγραφικά ενώνει την δυτική με την Κεντρική Ελλάδα και τη Θεσσαλία και μορφολογικά αρχίζει από τα ήμερα Θεσσαλικά ριζοβούνια και με δαντελωτές διακυμάνσεις και συμμετρικές καμπύλες ανεβαίνει στις περήφανες Αγραφιώτικες βουνοκορφές και καταλήγει στον Αχελώο.
Οι λόφοι, οι χαράδρες και τα κορφοβούνια, όλα ντυμένα με την πλούσια χλωρίδα της ελληνικής φύσης, φιλοξενούν σπάνια θηράματα, την πετροπέρδικα, τον κότσυφα, τον λαγό, τον αγριόχοιρο κ.α. Την ομορφιά του τοπίου συμπληρώνει η τεχνητή λίμνη Νικολάου Πλαστήρα που λικνίζεται φιλάρεσκα στο οροπέδιο της Νεβρόπολης ανάμεσα ουρανού και γης. Στις πλαγιές των βουνών και σε όμορφα οροπέδια είναι χτισμένα τα αγραφιώτικα χωριά, που γνώρισαν μεγάλη άνθιση κατά την εποχή της τουρκοκρατίας (1650 – 1750 μ.χ) όταν μαζί με τη Μάνη, τα Σφακιά και το Σούλι αποτελούσαν τα προπύργια του Ελληνισμού. Τα Άγραφα διαιρούνται σε δύο μεγάλα τμήματα:
Τα Ευρυτανικά και τα Θεσσαλικά Άγραφα. Τα πρώτα ελευθερώθηκαν μετά την επανάσταση του 1821, ενώ τα Θεσσαλικά Άγραφα παρέμειναν στον τουρκικό ζυγό άλλα 50 χρόνια (1830 – 1881). Τα Θεσσαλικά Άγραφα υπάγονται διοικητικά στον νομό Καρδίτσας. Μέχρι το 1912 διαιρούνταν σε επτά δήμους: Ιτάμου (πρ. Ζογλώπι), Νεβροπόλεως (πρ. Μεσενικόλας), Μενελαίδος (πρ. Ρεντίνα), Ταμασίου (πρ. Δρανίστα), Ιθώμης (πρ. Φανάρι), Γόμφων (πρ. Μουζάκι) και Αργιθέας (πρ. Κουμπουριανά).
Τα Ευρυτανικά Άγραφα συγκροτούνταν από πέντε δήμους: Αγραίων (πρ. Κεράσοβο), Αγράφων (πρ. Άγραφα), Απεραντίων (πρ. Γρανίτσα), Δολόπων (πρ. Καροπλέσι) και Κτημένων (πρ. Φουρνά).
Σήμερα τα χωριά του τέως δήμου Δολόπων υπάγονται διοικητικά στο νομό Καρδίτσας. Συνολικά τα Θεσσαλικά Άγραφα συγκροτούνται από 73 χωριά και τα Ευρυτανικά από 41.
Η ιστορία των Αγράφων είναι πανάρχαιη
Από το 1500 π.Χ. μέχρι το 27 π.Χ. κατοικούνταν από τους Δόλοπες και τους Αθαμάνες οι οποίοι ανέπτυξαν το δικό τους πολιτισμό. Στα κατοπινά χρόνια αναμειγνύονται στις διαμάχες μεταξύ Μακεδόνων και Ρωμαίων και κατά το Μεσαίωνα κατακλύζονται από κύματα βόρειων λαών: Σλάβων, Αλβανών, Βλάχων κ.α.
Την εποχή της Τουρκοκρατίας τα Άγραφα αποτελούν το προκεχωρημένο φυλάκιο του Ελληνισμού.
Με τη συνθήκη αυτονομίας τους (1525) αναπτύσσουν σχολεία και ανώτερες Σχολές, (Ελληνομουσείο Αγράφων) προσελκύουν διάσημους λόγιους της εποχής (Γιανούλης ο Αιτωλός, Αναστάσιος Γόρδιος, Κοσμάς ο Αιτωλός κ.α.) εκτρέφουν την κλεφτουριά, προετοιμάζουν την επανάσταση και παίρνουν μέρος σ’ αυτήν.
Μετά το 1832 και μέχρι την απελευθέρωση της Θεσσαλίας (1881) λαβαίνουν μέρος σε τρία επαναστατικά κινήματα (1854. 1866-69 και 1878). Κατά την Γερμανοϊταλική κατοχή (1941 – 1944) τα Άγραφα αποτελούν την ψυχή της Αντίστασης. Στο έδαφός τους συγκροτούνται τα αντάρτικα σώματα του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, φιλοξενούν την επαναστατική κυβέρνηση του βουνού (ΠΕΕΑ) και διαθέτουν συμμαχικό αεροδρόμιο στη Νεβρόπολη το μοναδικό σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη.
Μάστιγα των Αγραφιώτικων χωριών αποτέλεσε η μετανάστευση η οποία απογύμνωσε την περιοχή από το ενεργό ανθρώπινο δυναμικό της και μετέβαλλε τον τόπο σε χώρα γερόντων.
Σήμερα καταβάλλονται απεγνωσμένες προσπάθειες από τις Αγραφιώτικες κοινότητες, τους Αναπτυξιακούς Συνδέσμους και την Ένωση Αγραφιώτικων Χωριών του νομού Καρδίτσας να δημιουργηθεί μια καλή υποδομή για οικονομική ανάπτυξη, κυρίως προς την κατεύθυνση του τουρισμού, της οικοτεχνίας και της πρωτογενούς παραγωγής.
Ήδη έχουν γίνει αρκετά βήματα. Η περιοχή απέκτησε ξενώνες, εστιατόρια, ύδρευση, ηλεκτρισμό, τηλέφωνα και ένα αρκετά καλό οδικό δίκτυο. Απομένουν όμως πολλά ακόμη. Να ολοκληρωθεί το οδικό δίκτυο, να αναδειχθεί ο λαϊκός πολιτισμός και η λαϊκή τέχνη, να συντηρηθούν και να γίνουν επισκέψιμα τα ανεκτίμητα θρησκευτικά μνημεία των Αγράφων. Να γίνουν όλα εκείνα που θα συγκρατήσουν τους νέους στον τόπο τους.
Γράφει: Ο Λάζαρος Δεριζιώτης – Έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων
Στο άκουσμα της λέξεως Άγραφα ο Έλληνας συνειρμικά φέρνει στον νου του τους κλέφτες και τους αρματολούς της προεπαναστατικής περιόδου του αγώνα. Οι πρόγονοί μας εκείνοι αντιστάθηκαν στον κατακτητή, αφού είχαν αφομοιώσει την Ιστορία και την Παράδοση του Έθνους, που για όλους τους Έλληνες είναι ο αναγκαίος λίθος της υπάρξεώς τους.
Ιστορία και Παράδοση που βασίστηκε στις μνήμες που διασπούν το φράγμα των αιώνων και φθάνουν μέχρι σήμερα. Μνήμες που στα Άγραφα διατηρήθηκαν από τους Αθαμάνες, πέρασαν στο Βυζάντιο, καθιερώθηκαν στην εποχή της σκλαβιάς και φωτίζουν τις ημέρες μας. Μνήμες που απέμειναν χαραγμένες ανεξίτηλα στα κάστρα και στα γεφύρια, στους ναούς και στα εξωκλήσια ή στα μοναστήρια που διασώθηκαν μέχρι τώρα.
Λέγεται ότι Άγραφα ονόμασε ολόκληρη την περιοχή ο εικονομάχος αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Ε’ ο Κοπρώνυμος (741 – 775) επειδή οι απεσταλμένοι του αποκεφαλίσθηκαν από τους κατοίκους της περιοχής, διότι προσπάθησαν να καθαιρέσουν τις εικόνες.
Αργότερα ο ιστορικός του αγώνα Ν. Κασομούλης γράφει: «ως μη εγγραφείσα με τας λοιπάς επαρχίας εις το πρωτόκολλον του Σουλτάνου… ωνομάσθη Άγραφα όλη». Το ίδιο αναφέρει και ο Άγγλος περιηγητής LEAKE όταν κατά το 1805 – 1810 περιηγείται στη Θεσσαλία. Τέλος ο Π. Αραβαντινός το 1856 μας παραδίδει «εκλήθησαν ίσως Άγραφα διότι οι κατοικήσοντες την Θεσσαλίαν οθωνανοί ουκ ηδυνήθησαν ίνα εγγράψωσι και την χώραν εκείνην μεταξύ των λοιπών της Θεσσαλίας χωρών…»
Το εκ της φύσεως τούτο προνόμιο των Αγράφων πλην της σημαντικής προσφοράς των Αγραφιωτών στον Αγώνα συνετέλεσε και στην πνευματική άνθιση της περιοχής, η οποία βεβαίως και εγγράφεται στην ελληνική ιστορία. Η εργώδης προσπάθεια των λόγιων, ιερωμένων και μη, συνέβαλλε στη διδασκαλία της γλώσσας μας και του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού, καθώς και στη διάδοση της χριστιανικής πίστεως. Είναι γνωστή η Σχολή των Αγράφων που λειτούργησε κατά τον 17ο κυρίως αιώνα και στην οποία δίδαξαν ονομαστοί δάσκαλοι του γένους όπως ο Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός ο Αναστάσιος ο Γόρδιος και άλλοι.
Στα μοναστήρια και στους ναούς της Εκκλησίας και με εποπτικά μέσα τα λίγα βιβλία και τις σκηνές με τη ζωή των Αγίων που εικονίζονται εκεί και με όργανο την Ελληνική γλώσσα, οι λόγιοι αυτοί χαλύβδωναν τον ελληνικό και χριστιανικό χαρακτήρα της κλεφτουριάς και των αρματολών των Αγράφων.
Πολλοί και ονομαστοί αγιογράφοι διακόσμησαν τους τοίχους των καθολικών ναών διατυπώνοντας το δόγμα και την Χριστιανική πίστη των Ελλήνων. Οι αγιογράφοι αυτοί βάφουν το χρωστήρα τους με την παράδοση που διατηρείται στα γειτονικά Μετέωρα, στο Μοναστήρι του Αγίου Βησσαρίωνος (Δούσικο) αλλά και σε άλλα παλαιότερα μνημεία της βυζαντινής περιόδου του 13ου και και του 14ου αιώνα, όπως η μονή Πόρτα Παναγιάς στην Πύλη και της Ολυμπιώτισσας στην Ελασσώνα.
Χωρίς να θεωρείται η περίοδος του 18ου και 19ου αιώνα υποδεέστερη, ο 17ος αιώνας υπήρξε η χρυσή περίοδος των Αγράφων. Τότε αγιογραφήθηκαν τα λαμπρά μοναστήρια της Πελεκητής (1654), του Γενεθλίου της Θεοτόκου στο Βλάσι (1644) της Σπηλιάς, της Αγίας Τριάδος της Σαϊκας (1641), της μονής Ρεντίνας (1662), του Γενεσίου της Θεοτόκου στο Ανθηρό (1663) και πολλά άλλα. Όλα αυτά μαζί με την προγενέστερη μονή της Κορώνας του 1587 και τα μεταγενέστερα των επόμενων δύο αιώνων, άφησαν ανεξίτηλες τις μνήμες της περιόδου της σκλαβιάς, για να φωτίζουν εμάς και τους επιγενόμενους ώστε να προστρέχουμε εκεί και να διδασκόμαστε όπως οι πρόγονοί μας από αυτό.