Η συμβολή της ελεύθερης θέλησης του ανθρώπου στο έργο της σωτηρίας κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή (μέρος 1ο)
5 Μαρτίου 2020
Είναι γνωστό ότι η πτώση του ανθρώπου έγινε με τη δύναμη εκείνη της φύσης του με την οποίαν όφειλε να πραγματώσει τον προαιώνιο προορισμό του, δηλ. την ελεύθερη θέληση. Γι’ αυτό και η προσωπική σωτηρία κάθε ανθρώπου λύνεται στο επίπεδο της ελεύθερης θέλησής του (Λουκ. 9,23. Ματθ.19, 17-21).
Σταθερή διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας μας, που ακολουθεί ο άγιος Μάξιμος, είναι ότι η ελεύθερη θέληση του ανθρώπου δεν καταστράφηκε από τη φθορά της αμαρτίας αλλά μόνο «διεφθάρει». Αν δεν αντιστάθηκε στην αμαρτία αυτό οφειλόταν σε αμέλεια και όχι αδυναμία. Μέσα στον άνθρωπο και μετά την παράβαση παρέμειναν σπέρματα του καλού και από τη θέλησή του εξαρτάται εάν θα κάνει ορθή χρήση των δυνάμεων του ή όχι. Τα φυσικά σπέρματα του καλού αποτελούν τα πρώτα κίνητρα του ανθρώπου πρός αυτό.
Ο άγιος Μάξιμος παραμένει πιστός στην Πατερική διδασκαλία περί συνεργίας της ελευθερίας του ανθρώπου και της θείας Χάρης στην πραγματοποίηση της σωτηρίας. Η ανθρώπινη θέληση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της σωτηρίας. Η σωτηρία πραγματοποιείται πάντοτε προαιρετικά και ουδέποτε αναγκαστικά.
Τη μυστηριακή αναγέννηση, που δίνει η Χάρη, πρέπει να ακολουθεί πάντοτε η ηθική αναγέννηση, που έχει σαν βάση την θέληση. Αυτό σημαίνει ότι κάθε δώρο της θείας Χάρης για να αποβεί σωτηριώδες σε μας, απαραίτητα πρέπει να αντιστοιχεί η άσκηση της ανθρώπινης θέλησης. Σαν παράδειγμα. Η υιοθεσία, που δίνεται με το μυστήριο του βαπτίσματος, πρέπει να ακολουθείται από τη φύλαξη της Χάρης της υιοθεσίας από τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και ο άγιος Μάξιμος ονομάζει την ελεύθερη θέληση «φυλακή» της Χάρης.
Στα διάφορα χαρίσματα του Αγ. Πνεύματος, πρέπει να αντιστοιχεί από της πλευράς του ανθρώπου η τήρηση των θείων εντολών, διότι τα χαρίσματα εκδηλώνονται μόνο κατά το μέτρο της πίστεως και εκπλήρωσης των εντολών. Μόνο με την εκούσια αποδοχή και αύξηση των χαρισματικών δώρων είναι δυνατόν να φανερωθεί η πραγματικότητα του νέου ανθρώπου δηλ. της νέας ζωής, που πρόσφερε ο Χριστός στους ανθρώπους.
Ενώ, λοιπόν, η οδός της θείας καταβάσεως και της ανθρώπινης αναβάσεως πραγματοποιήθηκε από τον Χριστό, η μυστική συνάντηση Θεού και ανθρώπου γίνεται στον κάθε πιστό σύμφωνα με το μέτρο της πίστεως και της άσκησης του.
Στη διδασκαλία του αγίου Μαξίμου «περί ασκήσεως» διατυπώνεται και η θέση ότι η σωτηρία του ανθρώπου επιτυγχάνεται με τη συνεργασία της ελεύθερης θέλησής του και της θείας Χάρης. Η άσκηση, που κατά τους Πατέρες αποτελεί την χριστιανική ζωή, έχει σκοπό τη θεραπεία όλων των δυνάμεων της ψυχής.
Μιλώντας για την άσκηση ο άγιος Μάξιμος τηρεί αυστηρά την τάξη. Πρώτα γίνεται ίαση των πρακτικών δυνάμεων της ψυχής (επιθυμίας και θυμού) έπειτα των θεωρητικών (λόγου) και τέλος των μυστικών δυνάμεων (νου) με σκοπό τη θεογνωσία και θεοκοινωνία. Έτσι έχουμε τους τρεις βαθμούς πνευματικής εξέλιξης, τους οποίους ο άγιος Μάξιμος ορίζει ως «κάθαρση-φωτισμό-τελειότητα».
Προς αυτούς τους βαθμούς αντιστοιχεί ο διαχωρισμός των πιστών σε τρεις κατηγορίες σωζομένων. Των πιστών ή εισαγομένων, των εναρέτων ή προκοπτόντων και των γνωστικών ή τέλειων. Ή διαφορετικά των δούλων, των μισθωτών και των υιών.
Σύμφωνα με τις παραπάνω διαβαθμίσεις των πιστών η ασκητική του αγίου Μαξίμου, δηλ. η διδασκαλία για την προσωπική προσοικείωση της σωτηρίας, χωρίζεται σε τρία βασικά μέρη.
1. Την «πρακτικήν φιλοσοφίαν» ή πράξη
2. Την «φυσικήν θεωρίαν» ή απλά θεωρία και
3. Την «μυστικήν θεολογίαν» η απλά θεολογία.
Η πρώτη βαθμίδα καθαρίζει τον άνθρωπο από τα πάθη και τον στολίζει με τις αρετές· η δεύτερη φωτίζει τον νούν με την αληθινή γνώση και η τρίτη στεφανώνει τον άνθρωπο με την ύψιστη μυστική εμπειρία την οποίαν ο άγιος πατέρας ονομάζει «έκσταση». Με τους τρεις αυτούς σταθμούς πραγματοποιείται σιγά σιγά η θεραπεία και πνευματοποίηση του ανθρώπου με την απαλλαγή του από τα πάθη, από την κατάχρηση των αισθήσεων και ιδιαίτερα από τους εμπαθείς λογισμούς. Αυτό αποτελεί την συσταύρωση μας «εν Χριστώ» με την οποίαν ο άνθρωπος πλησιάζει το άπειρο πέλαγος του Θεού.
Ολόκληρη η συμβολή της ελεύθερης θέλησης του ανθρώπου στο έργο της σωτηρίας επομένως περιέχεται κατά βάση στην εκπλήρωση των λόγων του ψαλμωδού: «Έκκλινον από κακού και ποίησον αγαθόν» (Ψαλ. 36,27) στο νόημα των οποίων αναφέρεται ο Απ. Παύλος γράφοντας: «Αποστυγούντες το πονηρόν, κολλώμενοι τω αγαθώ»( Ρωμ. 12, 9).
Και οι δύο πλευρές του έργου αυτού απαιτούν επίμοχθη άσκηση του ανθρώπου. Η μία είναι η αρνητική πλευρά της προσοικείωσης του έργου της σωτηρίας ( απορρίπτουμε κάτι), η άλλη πλευρά η θετική ( αποκτούμε κάτι). Η πρώτη κατακτάται με την κάθαρση – απελευθέρωση από τα πάθη, η δεύτερη με την απόκτηση των αρετών. Και τα δυο αποτελούν τη χριστιανική άσκηση.
Κατά τον άγιο Μάξιμο η άσκηση δεν είναι προνόμιο ούτε χρέος των μοναχών και των ερημιτών μόνο, αλλά ισχύει για όλους τους χριστιανούς, που θέλουν να σωθούν. Διότι όπως η σωτηρία παρέχεται σε όλους τους ανθρώπους, όχι μόνο στους μοναχούς, έτσι και ο δρόμος της σωτηρίας είναι ο ίδιος για όλους τους ανθρώπους.
Την αρχή της χριστιανικής άσκησης στην οδό της ανάβασης πρός τον Θεό αποτελεί η πρακτική φιλοσοφία, που περιλαμβάνει δύο είδη πρακτικής άσκησης. Από τη μια η κάθαρση ή απελευθέρωση από τα πάθη, που κατάληξη έχει την απάθεια. Από την άλλη, η απόκτηση των αρετών, που κατάληξη έχει την τέλεια αγάπη. Αυτά τα δύο είδη αποτελούν εκδήλωση της ενέργειας της ελεύθερης θέλησης του ανθρώπου.
Πως εφαρμόζονται όμως τα δύο αυτά είδη της πρακτικής φιλοσοφίας;
1. Πρακτική φιλοσοφία.
α) Κάθαρση από τα πάθη (Απάθεια).
Για να κατανοήσουμε το σκληρό και πολύπλοκο αγώνα κατά των παθών, πρέπει να γνωρίζουμε τι είναι τα πάθη, πως αρχίζουν και πως αναπτύσσονται. Γνωρίζοντας τα αίτια της αρρώστιας μπορεί κανείς να θεραπευθεί. Ο κυριότερος αγώνας του χριστιανού για τη σωτηρία του είναι ο αγώνας κατά των παθών.
Διότι, όπως το κακό δεν είναι η ύλη ή η φύση ή το νόημα της αλλά η παράχρηση τους, έτσι και ο αγώνας του χριστιανού δεν είναι εναντίον της φύσεως, αλλά κατά της εμπαθούς σχέσης του ανθρώπου με αυτήν. «Ου πρός τα πράγματα ο νους πολεμεί του θεοφιλούς, ουδέ προς τα τούτων νοήματα· αλλά πρός τα πάθη τά τοις νοήμασι συνεζευγμένα».
Το πάθος κατά τον άγιο Μάξιμο είναι υπερτίμηση, προτίμηση οποιουδήποτε αισθητού πράγματος περισσότερο από τα πνευματικά, η οποία φανερώνεται σαν ανώμαλη κίνηση των φυσικών δυνάμεων του ανθρώπου και αυτό ονομάζεται «παράχρηση» αυτών των δυνάμεων.
Η κίνηση αυτή στρέφεται ή γύρω από τα φαγητά ή τις γυναίκες ή τα χρήματα ή τη παροδική και φευγαλέα δόξα ή σε κάτι άλλο από τα αισθητά. Από τον τρόπο και το σκοπό χρήσης των παραπάνω εξαρτάται η ηθική ποιότητα του ανθρώπινου έργου, διότι από τη λογική ή παράλογη χρήση των πραγμάτων γινόμαστε ή ενάρετοι ή φαύλοι. Είναι φανερό ότι το κακό δεν υπάρχει στα πράγματα αλλά στην κατάχρηση τους.
Η ανώμαλη κίνηση των φυσικών δυνάμεων του ανθρώπου εμφανίζεται σαν άλογη επιθυμία του σώματος πρός τα αισθητά πράγματα του κόσμου, αντί του πόθου πρός την αληθινή πηγή της ύπαρξης, τον Θεό. Εμφανίζεται ως ροπή πρός τις αισθητές απολαύσεις παρά τις πνευματικές. Γι’ αυτό το πάθος πάντοτε προκαλείται με οποιοδήποτε αισθητό πράγμα. Τότε οι αισθήσεις κινούν τις δυνάμεις της ψυχής. Χωρίς να υπάρχει αισθητό πράγμα δεν μπορεί να κινηθούν οι δυνάμεις της ψυχής πρός το πάθος.
Οι παθητικές δυνάμεις της ψυχής, που κινούνται κατά την εμφάνιση των αισθητών πραγμάτων είναι η «επιθυμία και ο θυμός». Αυτά ονομάζονται μερικές φορές « πάθη» και αποτελούν το ένα από τα τρία κίνητρα του ανθρώπου πρός το κακό. « Τρία πράγματα μας κινούν προς τα κακά, τα πάθη, οι δαίμονες και η κακή προαίρεση». Η επιθυμία και ο θυμός δεν είναι από τη φύση τους αμαρτωλά πάθη, γιατί μπορεί να είναι και καλά. Λαμβάνουν αξία ή απαξία ανάλογα με τη σχέση τους προς τα αισθητά πράγματα. Ακριβώς στην παρά φύση και χωρίς έλεγχο, από τη λογική, κίνηση των φυσικών δυνάμεων της ψυχής βρίσκεται το αμαρτωλό πάθος.
Στην εξέλιξη του, κάθε πάθος, περνά συνήθως τέσσερεις φάσεις. Επειδή αφορμή για την εκκίνηση του πάθους είναι κάποιο αισθητό πράγμα, η ψυχή αποκτά σχέση με αυτό ή με τις αισθήσεις (εάν το πράγμα είναι παρόν) ή με το λογισμό (εάν απουσιάζει). Αυτή η υποδοχή με τις αισθήσεις των εντυπώσεων των πραγμάτων και οι λογισμοί γι’ αυτά αποτελούν την αφετηρία των παθών. Η πρώτη φάση αυτής της απλής αναφοράς του λογισμού ονομάζεται « μνήμη» . « Πρώτον μεν η μνήμη, ψιλόν τον λογισμόν επί τον νούν αναφέρει».
Σ’ αυτή τη φάση του « ψιλού(λεπτού) λογισμού» το πάθος δεν αποτελεί ακόμα πάθος υπό την κύρια σημασία της λέξεως. Όταν ο λογισμός είναι « απλούς» είναι και απαθής, γιατί αποτελεί απλά «προσβολήν». Γι’ αυτό και ο λογισμός «ανεύθυνος εστιν».
Εάν αυτός ο απλός και απαθής λογισμός κρατηθεί από τη ψυχή μπορεί να μετατραπεί σε σύνθετο, να γίνει «επιθυμία» οπότε μεταβάλλεται σε « εμπαθή λογισμόν». Ο εμπαθής λογισμός είναι σύνθετος γιατί αποτελείται από πάθος και νόημα. Και σ’ αυτή όμως τη φάση το κακό δεν είναι ακόμα αμαρτία. Το πάθος γίνεται αμαρτία στο τρίτο και τέταρτο βαθμό εξέλιξής του, όταν ο «εμπαθής λογισμός» στερεώνεται στη ψυχή και μεταβάλλεται πρώτα σε « έξη» ή «συγκατάθεση» και έπειτα σε αμαρτωλή πράξη.
Συνεχίζεται…