μακαρίου Γέροντος Εφραίμ Ξηροποταμηνού (1940-1984): «Περι υπακοής»
28 Μαΐου 2023
† Αρχιμ. Εφραίμ Ξηροποταμηνού (1940-1984)
Όταν ενθυμούμαι τα πρώτα μου βήματα στην μοναχική ζωή και αναπολώ εκείνη την ευλογημένη περίοδο, σκέπτομαι τις μικρές συμβουλές του γέροντός μου, εκείνες τις απλές νουθεσίες, που ήταν γεμάτες από δυνατά νοήματα, βγαλμένα από την πείρα και τα βιώματά του. Όταν τα φέρνω στο νου μου, βλέπω πόσο δυνατό θεμέλιο έγιναν για την μοναχική μου πορεία. Ήταν απλές συμβουλές γύρω από βασικά θέματα της μοναχικής ζωής και ιδία της υπακοής, όπως το «Ανέπαυσες τον Γέροντά σου, ανέπαυσες τον Θεό. Δεν ανέπαυσες τον Γέροντά σου, μήτε τον Θεόν ανέπαυσες», ή το «Ό,τι αρχή έβαλες, αυτή θα ακολουθήσης: καλή αρχή, κάλλιστον τέλος. κακή αρχή, κάκιστον τέλος» και άλλες πολλές τέτοιες πνευματικές νουθεσίες, που για μας ήταν, στην πρώτη φάσι της μοναχικής μας ζωής, αλλά και στην μετέπειτα, δύναμις πνευματική, πυξίδα που μας ωδηγούσε ασφαλώς στην πορεία την μοναχική, την ισόβια αυτή πορεία. Και πράγματι, στην μετέπειτα ζωή είδαμε πόσο αλήθεια είχαν τα απλά αυτά λόγια.
Ο Αββάς Παλάμων λέγει το εξής: Ο σωστός, ο τέλειος υποτακτικός ου χρήζει προσέχειν εντολάς Κυρίου1. Δηλαδή η υπακοή αντικαθιστά όλες τις εντολές του Θεού. Και αυτό είναι μία μεγάλη αλήθεια και πραγματικότης, ότι ο σωστός υποτακτικός δεν έχει ανάγκη να προσέχη τίποτε άλλο, γιατί η υπακοή, σαν περιεκτική αρετή, τα έχει συγκεντρωμένα όλα μέσα της.
Λένε οι κοσμικοί άνθρωποι, κρίνοντες με την λογική τους και με τον υπερήφανο λογισμό, ότι η υπακοή στον μοναχισμό είναι ανασταλτική της προόδου, της δραστηριότητος, της αυτενεργείας, γιατί δεν υπάρχει η ελευθερία της δράσεως, η ελευθερία του να κάνη κάνεις ό,τι θέλει και έτσι ο μοναχός υφίσταται έναν πνευματικό ευνουχισμό. Αυτοί οι άνθρωποι, άγευστοι της πνευματικής ζωής, άμοιροι της γνώσεως του βιώματος και της πείρας των Πατέρων, κρίνοντες μόνο με το λογικό και την υπερηφάνεια, δεν μπορούν να μπούν στο πνεύμα και στο νόημα της υπακοής και λένε ότι μ’ αυτήν την υποδούλωσι ο μοναχός καταστρέφεται.
Πόσον όμως είναι λανθασμένος ο λογισμός τους και πόσον είναι μακρυά από την αλήθεια των πραγμάτων! Όταν κανείς υποδουλώση τον εαυτό του για τον Χριστό πραγματικά, αποκτά πνευματική διάστασι, αποκτά μια ολόκληρη πνευματική φιλοσοφία μέσα του, αποκτά την πραγματική ελευθερία. Εκείνος που δουλεύει στο θέλημά του είναι δούλος στα πάθη του.
Πάρτε τον κοσμικό άνθρωπο. Πόσο αρρωστημένος είναι ψυχικά! Με την δήθεν εξωτερική ελευθερία του υποδουλώνεται στα πάθη και στις αδυναμίες. Και βλέπετε την κακοδαιμονία έξω. Δεν μπορείς να τον εγγίσης τον άλλο. οργίζεται, βλασφημεί, ταράσσεται, χολώνεται. Τόσα και τόσα πάθη δέρνουν την ανθρώπινη καρδιά εν ονόματι της δήθεν ελευθερίας.
Αντιθέτως, η φαινομενική υποδούλωσις στο θέλημα του Θεού δια του Γέροντος δίνει στον υποτακτικό την πραγματική ελευθερία των παθών, δίνει την υγεία στην ψυχή, ενώνει τις πνευματικές δυνάμεις που έχουν διασπασθή από την αλόγιστη ελευθερία, και τον κάνει να είναι ανώτερος από τις αρρώστειες που κατατρύχουν και παραμορφώνουν και ταλαιπωρούν την ψυχή. Γίνεται ελεύθερος στο πνεύμα, γίνεται ελεύθερος στις σκέψεις και στους λογισμούς, ξεφεύγει από αυτή την τυραννία. Με την Χάρι του Θεού και την χάρι της υπακοής ελευθερώνεται η καρδιά και ακόμη και το σώμα από την αισχρότητα. Γίνεται κύριος στα πάθη και όχι δούλος.
Θα σας αναφέρω ένα παράδειγμα που ίσως το ξέρετε, από το Γεροντικό, για έναν υποτακτικό, σωστό υποτακτικό, με ισχυρή πνευματική προσωπικότητα. Ένα από τα πάμπολλα, από τα μύρια παραδείγματα που αποδεικνύουν το τι ακριβώς κάνει η υπακοή.
Ήταν ένας νέος με μοναχική κλήσι. Βρήκε κάπου ένα γεροντάκι και υποτάχθηκε. το θεώρησε σαν θέλημα Θεού. Αλλά αυτός ο Γέροντας, καίτοι ήταν Γέροντας, δεν ήταν σωστός στη ζωή του. Ο υποτακτικός έμαθε σαν εργόχειρο να πλέκη ζεμπίλι. Έπλεκε την ημέρα το ζεμπιλάκι του, το πρωί το έπαιρνε ο Γέροντας, πήγαινε στο πρώτο κεφαλοχώρι, το πουλούσε και πήγαινε σ’ ένα καφενείο, όπου έτρωγε, έπινε και ξώδευε όλα τα χρήματα. Στο τέλος αγόραζε και λίγο ψωμί και το πήγαινε στον υποτακτικό. Αυτό συνέβαινε όχι μία και δύο ήμερες, αλλά χρόνια ολόκληρα.
Επόμενο ήταν στον λογισμό του υποτακτικού να ανεβούνε σκέψεις: «Αυτός ο άνθρωπος δεν στέκεται σωστά. Παίρνει τον κόπο μου και τον σπαταλά και χάνει την ψυχή του». Όμως δεν στάθηκε σ’ αυτούς τους λογισμούς. Έγινε ανώτερός τους, γιατί είχε καταλάβει τον σκοπό του. «Εγώ δεν ήρθα να δουλέψω άνθρωπο» σκεφτόταν, «ήρθα να δουλέψω τον Θεό και να σωθώ. Εμένα μ’ ενδιαφέρει να κάνω υπακοή και αυτό θα με σώση. Λοιπόν, κάνε το διακόνημά σου και μη βλέπης τί κάνει ο Γέροντας». Αυτή βέβαια η υπομονή του, αυτή η απόλυτη υπακοή του, τον είχαν πλουτίσει με πολλή χάρι και πολλή εσωτερική εργασία και θεωρία, ώστε να προσεύχεται και για τον Γέροντά του.
Μετά από χρόνια, ένα πρωινό, λέει με πολλή ταπείνωσι και παράκλησι στον Γέροντά του: «Γέροντα, σε παρακαλώ πολύ, σήμερα μη φύγης, γιατί θα έρθουν κάτι δικοί μου άνθρωποι και σε παρακαλώ να είσαι κι εσύ εδώ». Ο Γέροντας είπε: «Να καθήσω». Πέρασε το πρωί, έφθασε το μεσημέρι, άρχισε να ανησυχή ο Γέροντας, γιατί άρχισε να ενεργή και το πάθος. Τόσα χρόνια τέτοιο πάθος, ήθελε να τρέφεται καθημερινά. Του λέει: «Παιδί μου, δεν βλέπω κανέναν να έρχεται. θα φύγω». Έβλεπε άλλωστε ότι τελείωσε και το ζεμπίλι και ήθελε να το πάρη να πάη εκεί που συνήθιζε. «Γέροντα, σε παρακαλώ κάνε λίγη υπομονή. Θα έρθουν οπωσδήποτε», του λέει ο υποτακτικός. Ο Γέροντας λοιπόν περίμενε.
Το απογευματάκι έλαμψε το πρόσωπο του υποτακτικού και λέει στον Γέροντα: «Γέροντα, ήρθαν οι δικοί μου άνθρωποι!» Ο Γέροντας δεν έβλεπε τίποτε, δεν καταλάβαινε τίποτε. Οι «δικοί του άνθρωποι», οι δικοί του φίλοι με τους οποίους νοερώς συνανεστρέφετο ήσαν άγγελοι Θεού, οι οποίοι την προηγουμένη ημέρα του ανήγγειλαν ότι θα τον έπαιρναν. Λέει ο Γέροντας: «Παιδί μου, εγώ δεν βλέπω κανέναν». Έβλεπε μόνον το πρόσωπο του υποτακτικού του που έλαμπε. Μετά από λίγο ο υποτακτικός σταύρωσε τα χέρια του και μ’ αυτή την φωτεινότητα και ιλαρότητα παρέδωσε την ψυχή του στους αγγέλους, για να την οδηγήσουν στον θρόνο του Θεού.
Τότε κατάλαβε ο Γέροντας και άρχισε να τον ελέγχη η συνείδησις: «Τί έκανα! Σκότωσα τον άνθρωπό μου, τόσα χρόνια να τον ταλαιπωρώ, να τον αφήνω μόνον, να τον αφήνω νηστικό, να του φέρωμαι άσχημα. Τί έκανα ο ταλαίπωρος! Είμαι ένας δολοφόνος…» και τόσα άλλα, όσα ξέρει να λέγη η συνείδησις, όταν αρχίζη να ελέγχη.
Κάποιος γνωστός ασκητής του υποτακτικού του βλέπει σε όραμα μία ημέρα τον υποτακτικό αυτό γονατισμένο μπροστά στον θρόνο του Θεού να προσεύχεται και να λέγη: «Κύριε, εάν εγώ σώθηκα, σώθηκα από αυτόν τον άνθρωπο. Γιατί αυτός με τα όσα μου έκανε χάλκευσε μέσα μου και δυνάμωσε την υπομονή, την υπακοή, την ανεξικακία και τόσες άλλες αρετές και έγινε αφορμή να σωθώ. Σε παρακαλώ, Κύριε, ρίξε ένα βλέμα φιλάνθρωπο σ’ αυτόν τον άνθρωπο και δώσε του μετάνοια». Και πράγματι, ο Γέροντας ήρθε σε πολύ μεγάλη, σε βαθιά μετάνοια. Έχτισε ένα καλυβάκι δίπλα στον τάφο του υποτακτικού του και μετά από καιρό εκοιμήθη και επήγε κοντά του2.
Αυτά είναι τα μεγάλα θαύματα, αυτά είναι τα μεγάλα κατορθώματα των υποτακτικών, οι οποίοι αποκτούν την ελευθερία και ενώνονται δια της προσευχής με τον Θεό.
Η πείρα των Γερόντων, η πείρα τόσων αιώνων μοναστικής ζωής λέγει: «Ανέπαυσες τον Γέροντά σου, ανέπαυσες τον Θεό. Δεν ανέπαυσες τον Γέροντά σου, ούτε τον Θεόν ανέπαυσες». Ο Γέροντας αναλαμβάνει πάνω στους ώμους του όλη την ευθύνη των ψυχών χωρίς μισθό, χωρίς καμμία υποχρέωσι. Τα διαθέτει όλα, μέρα-νύχτα δαπανά και εκδαπανάται. Κάνεις δεν μπορεί να γνωρίση την κρυφή ζωή ενός Γέροντος -τους στεναγμούς, τα δάκρυα, την προσευχή, τον μόχθο και τις πίκρες που ποτίζεται. Από το πρωί που θα σηκωθή έως την ώρα που θα κλείση τα μάτια -κι αν τα κλείση- αναλώνεται και λειώνει και απλώνει την αγάπη του σε όλους και σταυρώνεται καθημερινά, ένας άνθρωπος, για να μπορέσουν να αναστηθούν ψυχικά οι άλλοι.
Δεν θέλει καμμία αναγνώρισι, αλλά είναι κάποια μικρή απαίτησις να μην πικραίνεται. Όταν πικραίνεται ο Γέροντας, πικραίνεται και ο Θεός. Από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη η τιμή στους κατά σάρκα γονείς είναι μεγάλη υπόθεσις: Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γης3. ο κακολογών πατέρα αυτού ή μητέρα αυτού τελευτήσει θανάτω4. Εάν είναι επιταγή και θεία εντολή η τιμή στους σαρκικούς γονείς, πόσο μάλλον θα πρέπη να τιμούμε τους πνευματικούς! Εκείνοι μας γεννούν σωματικά, ενώ ο πνευματικός γονεύς μας αναγεννά και μας ανασταίνει πνευματικά. Αυτή η τιμή δεν σταματά στον Γέροντα, αλλά διαβαίνει προς τον Θεό. Ο Γέροντας έχει μέσα στον μοναχισμό αποστολική διαδοχή, είναι διάδοχος των Αποστόλων. Ο Κύριος είπε: Ο ακούων υμών εμού ακούει, και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί. ο δε εμέ αθετών αθετεί τον αποστείλαντά με5. «Όποιος κάνει υπακοή σε σας, εμένα υπακούει, λέγει ο Κύριος, και όποιος αθετεί, όποιος σας παρακούει, παρακούει εμένα». Επομένως, ό,τι κάνουμε, το κάνουμε για τον Θεό και όχι για τον άνθρωπο. Ο Θεός έβαλε τον Γέροντα σαν ορατή εικόνα για να τον υπακούουμε, γιατί δεν έχουμε τον Κύριο μπροστά μας να του κάνουμε υπακοή.
Ο Γέροντας δεν κερδίζει τίποτε από την δική μας προσπάθεια, τον αγώνα και την υπακοή σ’ αυτόν, παρά μόνο κόπο και μόχθο, αγωνία, αγώνα, συμβουλές και πίκρες. αυτά είναι ο κλήρος και ο μισθός του. Επομένως, το συμφέρον μας είναι να ευαρεστήσουμε τον Θεό δια του Γέροντος κάνοντας κατά το δυνατόν απόλυτη υπακοή, διότι αυτό είναι το κέρδος μας, αυτή είναι η επιτυχία μας η αιώνια. Εάν κανείς επιτύχη σε όλα, αν αριστεύση σε όλα, αποτύχη όμως στην βάσι, αποτύχη στο θεμέλιο της υπακοής, τότε είναι όλα άχρηστα. Εκείνο που ζητάει ο Θεός και θα ζητήση και στην κρίσι του είναι το κατά πόσον εμείς κάναμε υπακοή.
Η υπακοή έχει πάρα πολλά πνευματικά κέρδη. Το κυριώτερο όμως είναι το ότι ο άνθρωπος ελευθερώνεται από την δυναστεία των παθών και έρχεται σε άμεση σχέσι και επαφή με τον Θεό. Λέγει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος ότι ο όντως υποτακτικός εξομοιούται τω Υιώ του Θεού, γίνεται όμοιος, εξισώνεται με τον Υιόν του Θεού. Άλλωστε, η σωτηρία μας τί είναι; Είναι υπόθεσις υπακοής. Ο Κύριος έκανε υπακοή στον Πατέρα Του και δεν ήρθε να κάνη το δικό του θέλημα αλλά το θέλημα του πέμψαντός αυτόν Πατρός. Γι’ αυτήν την υπακοή και την ταπείνωσι του έδωσε ο Θεός το όνομα Ιησούς και σ’ αυτό το όνομα φρίττουν οι δαίμονες6.
Ο μέγας Βαρσανούφιος λέει μια μικρή προτασούλα και είναι τόσο μεγάλη αλήθεια, γιατί μόνον αλήθειες με την Χάρι του Αγίου Πνεύματος ανέφεραν οι Πατέρες: Μοναχός παρήκοος, υιός διαβόλου. Γιατί; Διότι κάνει τα έργα του διαβόλου. Πόσα και πόσα παραδείγματα έχουμε δει και έχουμε ζήσει σε αυτά τα λίγα χρόνια, μοναχών οι οποίοι έκαναν το θέλημά τους, έκαναν παρακοή και τελικά αστόχησαν και ή έφυγαν στον κόσμο ή, κι αν έμειναν, είναι αποτυχημένοι και φυτοζωούν σέρνοντας τα κουρέλια των παθών.
Όποιος αγωνίζεται και εργάζεται σωστά στον δρόμο του Θεού, στον δρόμο που τον κάλεσε ο Θεός, έχει την συναντίληψι και την βοήθεια του ίδιου του Θεού με τη Χάρι Του και την βοήθεια των αγίων Αγγέλων και των Αγίων του Θεού. Ιδιαίτερα αυτή η Χάρις του Θεού απλώνεται σε όσους έχουν την ιδιαίτερη τιμή και την ιδιαίτερη εύνοια να είναι υποτακτικοί. Αυτό μπορώ να το βεβαιώσω και να το σφραγίσω και να το υπογράψω από την πείρα μου στην υπακοή.
Ο μοναχός ο υποτακτικός είναι ο πιο ευλογημένος και ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος, όταν βέβαια το θέλη. Είναι ο πιο ελεύθερος και πιο ανεύθυνος άνθρωπος πάνω στη γη, εκείνος που έχει τις μεγαλύτερες προϋποθέσεις να προχωρήση στον δρόμο τον πνευματικό, να προχωρήση στις αρετές, να γεμίση από αγάπη, να γνωρίση τον Θεό και να έρθη σε μία αίσθησι και σε μία προσωπική επαφή μαζί Του. Το βάρος που δένει τον άνθρωπο και τον κρημνίζει και τον κάνει να μην μπορή να προχωρήση είναι η ευθύνη, η μέριμνα, η πολυπραγμοσύνη και η πολυκτημοσύνη. Βασικωτάτη προϋπόθεσις για να προχωρήση κανείς, για να ανεβή έναν ανήφορο, είναι να μην έχη βάρος. Και αυτό το βάρος, εάν το θέλη, ήδη το έχει αποθέσει ο υποτακτικός, αφ’ ης στιγμής έβαλε τον εαυτό του στην υπακοή του Θεού. Για τί άλλο έχει να μεριμνήση ο υποτακτικός εκτός από την ψυχή του, εκτός από το να πετάξη τα πάθη, να γνωρίση την Χάρι του Θεού με την απερίσπαστη προσευχή κατά το δυνατόν, να αγκαλιάση όλους τους πατέρες και όλο τον κόσμο με την προσευχή του, να αγωνισθή με τα συγκεκριμένα πάθη που βλέπει ότι χρειάζεται να δώση το κέντρο βάρους του αγώνος, να γνωρίση την περιοχή των δακρύων, της κατανύξεως, της φιλαδελφίας, του ταπεινού φρονήματος;
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, αυτός ο μεγάλος Πατέρας του μοναχισμού, που με τόση διεισδυτικότητα αναλύει τις αρετές και τις κακίες κλιμακωτά και κάνει μία βαθιά ανατομία στην καρδιά του κάθε ανθρώπου και ιδιαίτερα του μοναχού, μέσα στο μοναδικό αυτό βιβλίο, την Κλίμακα, αναφέρει: καν νεκρούς ο ευγνώμων υπήκοος αναστήση, καν δάκρυον κτήσηται, καν απαλλαγήν πολέμων, λογίζηται πάντως ως η του πνευματικού πατρός ευχή τούτο πεποίηκε. και μένει αυτός αλλότριος από της ματαίας οιήσεως7. Κάνεις από τους ανθρώπους, είτε ησυχαστής είναι αυτός είτε πνευματικώς δυνατός, δεν μπορεί να καθηλώση και να ποδοπατήση την οίησι και την υπερηφάνεια, παρά μόνον ο υποτακτικός. Και εάν η υπερηφάνεια και η οίησις είναι εκείνη η οποία μπαίνει τροχοπέδη στη ζωή μας, με την υπακοή μας δίνεται η μεγάλη αυτή δυνατότης να την ποδοπατήσουμε. Λέει ο άγιος ότι, κι αν αποκτήση ο υποτακτικός δάκρυα -που είναι ένα μεγάλο χάρισμα του Θεού, δια του οποίου γίνεται η απόπλυσις από τις αμαρτίες και η διά της μετανοίας επίγνωσις του Θεού, η καθαρότης, η αίσθησις του πλούτου της χάριτος του Θεού- κι αν απαλλαγή από τα πάθη, κι αν αναστήση νεκρούς ή κι αν κάνη θαύματα, σκέπτεται και συλλογίζεται ότι αυτό το έκανε η ευχή του Γέροντός του και έτσι αυτός μένει ξένος από την μάταιη και ολέθρια οίησι.
Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωσι μία μικρή περικοπή από τα Εκατό Κεφάλαια
του αγίου Διαδόχου Φωτικής που λέει το εξής:
«Η υπακοή μεταξύ των βασικών αρετών έχει αποδειχθή ότι κατέχει την πρώτην θέσιν. Διότι ανατρέπει προηγουμένως την οίησιν και γεννά εν συνεχεία την ταπεινοφροσύνην. Ως εκ τούτου γίνεται εις αυτούς που ευχαρίστως την δέχονται, θύρα που οδηγεί στην αγάπη του Θεού. Αυτήν την υπακοήν αθέτησεν ο Αδάμ και εκρημνίσθη εις τα βάθη του Άδου. Την υπακοήν ηγάπησεν ο Κύριος κατά την ενανθρώπισίν του, υπακούσας μέχρι σταυρώσεως και θανάτου εις τον Θεόν Πατέρα, χωρίς με την θυσίαν του να ηλαττώθη σε τίποτε η θεία μεγαλειότης του. Και αυτό το έκαμε διά να ανατρέψη το κακόν της παρακοής του Αδάμ διά της υπακοής του και διά να επαναφέρη εις την μακαρίαν και αιωνίαν ζωήν εκείνους που θα ζήσουν με υπακοήν. Εκείνοι λοιπόν που θέλουν να παλέψουν με την διαβολικήν οίησιν, πρέπει κυρίως να βάλουν ως αρχήν την υπακοήν. Διότι αυτή θα υποδείξη εις ημάς σταδιακώς, κατά τρόπον απλανή, τας οδούς όλων των αρετών8».
Είναι μεγάλη υπόθεσις, πατέρες μου, η υπακοή. Δεν είναι κάτι παραμικρό. Είναι το θεμέλιο και η σκεπή του σπιτιού. Ούτε χωρίς θεμέλιο μπορεί να σταθή ένα σπίτι, αλλά ούτε και χωρίς σκεπή. Δεν θα αγαπήση κάνεις γνήσια και ειλικρινά τον Θεό ούτε τους ανθρώπους ούτε τους αδελφούς του, εάν δεν περάση από την πόρτα της υπακοής. Όπως αναφέρει ο Κύριός μας στο Ευαγγέλιο, ότι όποιος δεν περνάει από την πόρτα στην αυλή των προβάτων δεν είναι ο ποιμήν, αλλά είναι ο ληστής και ο κλέπτης9, έτσι και όποιος δεν περάση από την υπακοή, δεν σκύψη, δεν ταπεινωθή, δεν μπορεί να αγαπήση. Θα αγαπήση συμφεροντολογικά ή υποκριτικά, θα αγαπήση για άλλους λόγους, όχι όμως θεϊκά, ειλικρινά, πηγαία. Δεν θα αγαπήση πνευματικά. Όταν κανείς μπη μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα, μπη σ’ αυτό τον χώρο της πνευματικής αγάπης του Θεού, τότε αισθάνεται και γεύεται άλλα πράγματα. Αλλοιώνεται με την Χάρι του Θεού κατά τέτοιο τρόπο, που συναλλοιούται και η αίσθησις, ο νους και η γνώσις και όντως θεολογεί, δηλαδή λέγει λόγια Θεού, σκέφτεται και κινείται και αισθάνεται θεϊκά.
Αλλ’ όμως για να φθάσουμε σ’ αύτη την κατάστασι, πατέρες μου, χρειάζεται να καταβάλουμε το τίμημα του αγώνος μας, τον κόπο τον πνευματικό που κατέβαλαν όλοι οι άγιοι Πατέρες. Αν δεν συντριφθή το υπερήφανο φρόνημά μας, αν δεν μάθουμε το «Ευλόγησον» και «Νάναι ευλογημένο» δεν γίνεται τίποτε. Και πρέπει να το μάθουμε στην πράξι, όχι άλλα να λέμε με τα χείλη και άλλα να έχη η καρδιά. Γιατί τον Γέροντα μπορεί να τον ξεφεύγουμε, τον Θεό όμως ποιος μπορεί να τον ξεφύγη; Μερικές φορές έχω διακρίνει άλλα να λέη ο αδελφός με τα χείλη και άλλα να έχη μέσα η καρδιά. Να πονηρεύεται και να έχη δόλο. Αλλού να αποβλέπη και με κρυψίνοια να συγκαλύπτη τις πράξεις του και να θέλη να εξαπατήση τον γέροντά του. Βέβαια ο Θεός φωτίζει τον Γέροντα και του δίνει μία άλλη αίσθησι, για να καταλαβαίνη αυτή την πονηρία και την δολιότητα, αλλά αλλοίμονο σ’ εκείνον ο οποίος συμπεριφέρεται σκολιά.
Ο υποτακτικός, όταν πράγματι αγωνίζεται σωστά, περιβάλλεται από τον Θεό με μία ιδιαίτερη χάρι, που ο ίδιος μεν δεν την καταλαβαίνει, αλλά την αντανακλά αισθητώς εις τους άλλους. είναι, όπως τον ονομάζουμε, χαριτωμένος. Έχει μία ιδιαίτερη πνευματική ομορφιά, γιατί είναι ευλαβής άνθρωπος, έστω κι αν έχη πάθη, έστω κι αν έχη αδυναμίες.
Γι’ αυτό, πατέρες μου, ας επιμεληθούμε την υπόθεσι αυτή την μεγάλη της υπακοής, για να μας σκεπάση το έλεος του Θεού και να μπορέσουμε να αισθανθούμε την Χάρι του Θεού εδώ σ’ αυτή την προσωρινή, την περαστική μας ζωή, αλλά και να κερδίσουμε ιδιαίτερα, με τις ευχές των οσίων Πατέρων, τον ευλογημένο Παράδεισο, που είναι η πραγματική και μόνιμη και φωτεινή και μακαρία πατρίδα μας.
* Αποσπάσματα από απομαγνητοφωνημένη ομιλία προς τους πατέρας της μονής.
1. πρβλ. Ευεργετηνός, Τόμος Α’, υπόθ. λγ’, κεφ. δ’ 7
2. πρβλ. Ευεργετηνός, Τόμος Α’, υπόθ. λζ’, κεφ. α’, §2
3. Έξ. κ’ 12
4. Έξ. κα’ 16
5. Λουκ. ι’ 16
6. πρβλ. Φιλιπ. β’ 6-11
7. Λόγος Δ’, κεφ. μη’
8. Αγίου Διαδόχου Φωτικής, Τα Εκατόν Γνωστικά Κεφάλαια, μετάφρ. μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Άγιον Όρος – Θεσσαλονίκη 1977, σ. 101.
9. πρβλ. Ιωάν. ι’ 1