Άγιος Αθανάσιος ο Πατελλάρος, ο Καθήμενος (2)
2 Μαΐου 2010
Σεβασμιώτατου Μητροπολίτου Κένυας κ. Μακαρίου
Ο Αθανάσιος άφησε στον Τσάρο ένα εκτενές ευχαριστήριο γράμμα και αναχώρησε με την συνοδεία του μέσα στο βαρύ χειμώνα με χιόνια και φοβερό κρύο. Γι’ αυτό κουρασμένος από την πορεία του αυτή αναγκάστηκε να σταματήσει για λίγο στην μονή της Μεταμορφώσεως στην πόλη Λουβνί της Ουκρανίας. Έφθασε περίπου εκεί στις αρχές Φεβρουαρίου του 1654. Αισθανόμενος ότι πλησιάζει το τέλος του συνέταξε την πνευματική του διαθήκη διαθέτοντας όλα τα ποσά που του έδωσε ο Τσάρος σε διάφορα μοναστήρια, όπως σ’ όλες τις μονές του Αγίου Όρους, στην μονή της Αγίας Αναστασίας στη Θεσσαλονίκη, στο μοναστήρι του Σινά, σε διάφορες μονές των Ιεροσολύμων και στις μονές Αγίου Νικολάου και Αρχαγγέλου Μιχαήλ της Ρουμανίας. Άφησε επίσης μερικά ποσά στους συνοδούς του και μερικά για τα έξοδα της κηδείας του και τα μνημόσυνα υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του. Στις 5 Απριλίου 1654 ο πρώην Κωνσταντινουπόλεως Αθανάσιος άφησε την τελευταία του πνοή εκεί στη μονή της Μεταμορφώσεως. Σύμφωνα με τη διήγηση βρέθηκε ο Αθανάσιος με το Ευαγγέλιο στα χέρια του ευλογών τον κόσμο. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν: «Ω Κύριε δέξου το πνεύμα μου».
Είναι άξιο λόγου να αναφερθεί εδώ η ιδιαίτερη τιμή που έτρεφε προς τη μονή του Σινά, αφού άφησε στον τότε αρχιεπίσκοπο Ιωσήφ μια πλήρη αρχιερατική στολή, μίτρα, εγκόλπιο και ιερά σκεύη.
Το 1662 ο μητροπολίτης Γάζας Παΐσιος Λιγαρίδης (του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων) σε όραμα είδε τον Αθανάσιο να τον προστάζει να ανοίξει τον τάφο του. Ο Παΐσιος Λιγαρίδης επισκεπτόταν τυχαία την μονή της Μεταμορφώσεως. Πληροφόρησε αμέσως τον τότε ηγούμενο Βίκτωρα για το παράξενο όραμά του και την εμφάνιση του Αθανασίου. Τότε όλη η αδελφότητα της Μονής ύστερα από πολύωρες παρακλήσεις και αγρυπνία, με την ευλογία του τότε μητροπολίτη Κιέβου Ιωσήφ, ανοίξανε τον τάφο του Αθανάσιου, για να βρεθούν μπροστά σε μια μεγάλη έκπληξη. Ο άγιος Αθανάσιος βρέθηκε καθιστός πάνω στο θρόνο του, όπως τάφηκε, με το σώμα του άφθορο και σε στάση δεήσεως και προσευχής. Τότε επήραν το σκήνωμα του και το τοποθέτησαν στον μεγαλοπρεπή ναό της Μεταμορφώσεως της Μονής την 1η Φεβρουαρίου 1662. Βέβαια το άφθορο λείψανο του Αγίου πολλές φορές μεταφέρθηκε από τόπο σε τόπο, όταν υπήρχε ανάγκη ανακαινίσεως του ναού. Όταν το 1684 άρχισε την ανοικοδόμηση του μεγάλου καθεδρικού ναού της Μεταμορφώσεως, το άγιο λείψανο μεταφέρθηκε στον ιερό ναό του αγίου Γεωργίου. Εκεί έμεινε μέχρι το 1692, οπότε εγκαινιάστηκε ο καθεδρικός ναός. Ο τότε μητροπολίτης Κιέβου Βαρλαάμ με πολλή μεγαλοπρέπεια εγκαινίασε το ναό και το άγιο λείψανο τοποθετήθηκε εκεί. Όταν το 1728 ο θόλος του ναού γκρεμίστηκε, το ολόσωμο σκήνωμα του Αγίου μεταφέρθηκε στον ξύλινο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Από εκεί υστέρα από ένα ατύχημα, για σίγουρη φύλαξη, το 1736 μεταφέρθηκε στον πέτρινο ναό του Ευαγγελισμού. Εκεί έμεινε μέχρι το 1743, όταν πια ο μεγάλος αυτός καθεδρικός ναός της Μεταμορφώσεως έλαβε την τελική του μορφή. Η τελετή έγινε από τον τότε μητροπολίτη Κιέβου Τιμόθεο, ο όποιος στη συνέχεια, στις 26 Αυγούστου 1743, έγινε μητροπολίτης Μόσχας. Εκεί στον ίδιο ναό ήταν και η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας Λουβέσκαγια. Το 1773 ξέσπασε μεγάλη πυρκαγιά με αποτέλεσμα την πλήρη καταστροφή της Μονής. Οι αδελφοί της Μονής τότε πήραν το άγιο λείψανο και για δυό μέρες με προσευχές και δεήσεις το είχαν έξω στον κήπο της Μονής. Την τρίτη μέρα, μετά από το σβήσιμο της πυρκαγιάς το άγιο λείψανο μεταφέρθηκε στον καθεδρικό ναό. Στις δύο πυρκαγιές που έπληξαν την Μονή το 1736 και το 1785 ο άγιος Αθανάσιος με διάφορους τρόπους θαυματούργησε, σύμφωνα με διηγήσεις του τότε ηγουμένου Παϊσίου. Στις 2 Μαΐου του 1819 με κάθε μεγαλοπρέπεια ο τότε μητροπολίτης Πολτάβας Μεθόδιος και ο ηγούμενος Κύριλλος τοποθέτησαν το άγιο λείψανο μέσα σε μεγάλη ασημένια θήκη.
Είναι επίσης ενδιαφέρον να αναφερθεί το γεγονός ότι μετά τον θάνατο του οι συνοδοί του κληρικοί του φόρεσαν άπασαν την αρχιερατική στολή με τη μίτρα και την πατερίτσα, τον κάθισαν πάνω στο θρόνο και έτσι τον έθαψαν μέσα σε τάφο από πέτρα μέσα στον ναό της Μεταμορφώσεως. Σύμφωνα με την διήγηση, άνοιξαν μέρος του δαπέδου στην είσοδο ακριβώς της κεντρικής αγίας θύρας. Εκεί που έγινε η ταφή περνούσε ο ποταμός Σούλα και το πλησιέστερο χωριό ονομαζόταν Μγκάκι, που απέχει λίγα χιλιόμετρα από την πόλη Λουβνί. Η αγιοποίηση του έγινε ύστερα από έκθεση του ηγουμένου του Μοναστηρίου προς τον τσάρο της Ρωσίας Αλέξιο Μιχαήλοβιτς με ημερομηνία 6 Ιανουαρίου 1672. Σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές, η ανακήρυξη του Αθανασίου σε άγιο έγινε μεταξύ του 1672 και 1676.
Ο άγιος Αθανάσιος και το Άγιον Όρος
Από πολύ νέος ο άγιος Αθανάσιος συνδέθηκε με το Άγιον Όρος. Τούτο δείχνει ότι είχε ιδιαίτερη συμπάθεια προς το μοναχισμό. Προτού ακόμα εισέλθει στις τάξεις του ιερού κλήρου, έδειξε την αγάπη του προς το μοναχικό Ιδεώδες. Έφθασε λοιπόν στο Άγιον Όρος και εγκαταβίωσε στην μονή Εσφιγμένου. Ύστερα από μια μικρή διακοπή, όπου έμεινε στη Θεσσαλονίκη, επέστρεψε για δεύτερη φορά στο Άγιον Όρος. Τούτο δείχνει ότι ήταν άνθρωπος της ησυχίας και της γαλήνης. Δεν ενδιαφερόταν για τα εγκόσμια. Τη δεύτερη φορά έζησε μόνος του σ’ ένα κελλί κοντά στις Καρυές. Αυτή την φορά ήδη ήταν χειροτονημένος διάκονος με το όνομα Ανανίας.
Το 1638 σαν πρώην Θεσσαλονίκης ο Αθανάσιος, στενοχωρημένος από τις διάφορες αναταραχές στην Θεσσαλονίκη αλλά και στην Κωνσταντινούπολη, καταφεύγει στο Άγιον Όρος. Εκεί παραμένει για λίγο χρονικό διάστημα, για να επιστρέψει τώρα το 1652 σαν πρώην Οικουμενικός. Στο Άγιον Όρος αγοράζει τη μονή του Ξύστρου, την οποία ανακαινίζει και γίνεται μεγαλοπρεπέστατη, γι’ αυτό και επήρε την ονομασία Σεράγιο. Σ’ αυτό το Σεράγιο ήταν αποφασισμένος ο Αθανάσιος να περάσει τις υπόλοιπες μέρες της ζωής του «αποσυρθείς εκεί να μελετήσει των βιοτικών πραγμάτων, έστω και πατριαρχική στεφομένων αγλαΐα, το επίκηρον». Προσωπογραφίες του αγίου Αθανασίου βρίσκονται στο Σεράγιο και στην αίθουσα του Θρόνου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ο άγιος Αθανάσιος και η σχέση του με τον πατριάρχη Νίκωνα
Σε μια από τις ρωσικές βιογραφίες του αγίου Αθανασίου σημειώνεται ότι όταν ο Αθανάσιος βρισκόταν στη Μόσχα, του ζήτησε ο πατριάρχης Νίκωνας να τελέσει την θεία λειτουργία, στα ελληνικά φυσικά. Τούτο έγινε και έψαλλαν μάλιστα οι συνοδοί του Αθανασίου, κληρικοί και λαϊκοί. Μάλιστα στη λειτουργία παρίστατο ο Τσάρος με όλη την οικογένειά του. Τούτο έγινε στις 29 Οκτωβρίου 1653. Ήθελε ο πατριάρχης Νίκωνας να εισαγάγει τυπικό της Ελληνικής Εκκλησίας, γι’ αυτό προσπάθησε να διορθώσει τα λειτουργικά βιβλία της Ρωσικής Εκκλησίας. Ο Αθανάσιος γι’ αυτό τον λόγο συνέταξε ένα σημαντικό έργο, το οποίο μάλιστα παρέδωσε στον Τσάρο, με τον έξης τίτλο: «Ερμηνεία της θείας λειτουργίας όταν Ιερουργεί αρχιερεύς κατά την τάξιν και συνήθειαν της ανατολικής Εκκλησίας, Αθανάσιος ο πρώην οικουμενικός πατριάρχης εν Μοσκοβία ούτως αξιωθείς κατά το ,αχνγ’ έτος το σωτήριον, μηνί Ιουλίω ινδ. στ’». Γι’ αυτό το επίμαχο θέμα σώζονται πολλές επιστολές του αγίου Αθανασίου τόσο προς τον πατριάρχη Νίκωνα όσο και προς τον τσάρο της Ρωσίας.
Η ορθοδοξία του αγίου Αθανασίου
Πολλοί δυτικοί συγγραφείς, αλλά και δικοί μας, θέλουν τον Αθανάσιο φιλοπαπικό, βασιζόμενοι στις σχέσεις του με ρωμαιοκαθολικούς κύκλους. Είναι γεγονός ότι ο Αθανάσιος διατηρούσε αλληλογραφία με πολλούς από τους ρωμαιοκαθολικούς προπαγανδιστές του Πάπα. Τα κείμενα αυτά του Αθανασίου βρίσκονται στα αρχεία της Προπαγάνδας της Πίστης άλλα και του Βατικανού. Η περίπτωση του Αθανασίου δεν ήταν η μοναδική. Λόγω των ξένων διπλωματικών επεμβάσεων στα εσωτερικά της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας δημιουργούνταν ανωμαλίες στην εκλογή νέου πατριάρχη. Αυτό για τον δέκατο έβδομο αιώνα ήταν φυσιολογικό. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε κάτω από ποιές συνθήκες ζούσαν οι εκάστοτε υποψήφιοι του Οικουμενικού Θρόνου, γι’ αυτό πρέπει η κριτική μας να είναι επιεικής και να μην τους καταδικάζουμε χωρίς να λαμβάνουμε υπ’ όψιν αυτές τις καταστάσεις. Ήταν μαρτυρικές μέρες για όλους τους τότε πατριάρχες. Προσπαθούσαν να σώσουν το Πατριαρχείο, για να συνεχίσει την πορεία του μέσα σ’ αυτές ακριβώς τις αντίξοες συνθήκες. Πάντως, για την περίπτωση του αγίου Αθανασίου, φαίνεται καθαρά από τον Λόγο που εξεφώνησε στις 30 Ιουνίου 1652 πάνω στο χωρίο «Σύ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν». Αυτός ο Λόγος του Αθανασίου ήταν μια απάντηση στους Λατινόφρονες, που τον θεωρούσαν δικό τους αλλά και στους Ορθοδόξους, που αμφέβαλλαν για την σταθερότητα του στην Ορθοδοξία. Γι’ αυτό και ο περίεργος τύπος, όργανο των παπικών, Αθανάσιος ο Κύπριος, έγραψε απάντηση στον λόγο του Αθανασίου με τον τίτλο «Αντιπατελλάριος» όπου τον υβρίζει και τον καταδικάζει με απρεπή και φτωχή γλώσσα.
Συνεχίζεται…