Δεν σημαίνει ότι είμαι…«δεμένος χειροπόδαρα από το νόμο»!
27 Απριλίου 2023
Αμαρτία και μετάνοια
Στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη ο Χριστός έχει διπλό όνομα: Εμμανουήλ, δηλαδή «ο Θεός είναι μαζί μας»,«ο Θεός είναι ανάμεσά μας», και Ιησούς, που σημαίνει «ο Θεός σώζει». Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής δείχνει με σαφήνεια από τί μας σώζει ο Θεός και με ποιό τρόπο μπορούμε να κερδίσουμε τη σωτήρια. Ο Θεός μας σώζει από την αμαρτία, και ο δρόμος που οδηγεί στη σωτηρία είναι η μετάνοια. Τί είναι όμως η αμαρτία; Συχνά, παρουσιάζουμε την αμαρτία ως κάποια ρήξη των καλών μας σχέσεων με τους άλλους. Η αμαρτία, λοιπόν, είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό, πολύ πιο επικίνδυνο, πολύ πιο τρομαχτικό. Να μερικά παραδείγματα του τί αντιπροσωπεύει η αμαρτία· τα έχω δανειστεί τόσο από την Παλαιά όσο και από την Καινή Διαθήκη.
Η αμαρτία εκδηλώνεται ως παράβαση του νόμου· ποιού όμως νόμου; Του νόμου της ζωής. Η ζωή στο πραγματικό νόημα της λέξης δεν είναι δυνατή παρά μόνο ως μετοχή στη ζωή Αυτού του ίδιου του Θεού, καθώς Αυτός αντιπροσωπεύει τη μοναδική πηγή ανεξάρτητης ζωής, η οποία δεν προϋποθέτει τίποτε έξω από αυτή. Θα ήταν προτιμότερο να λέμε ότι: Αυτός είναι η αυτοζωή. Αν αποχωριστούμε από Αυτόν, σημαίνει ότι εισερχόμαστε σε μια περιοχή όπου βασιλεύει το σκοτάδι, κυριαρχεί η αγωνία και τελικά επικρατεί ο ίδιος ο θάνατος. Μ’ αυτή τη σημασία, η αμαρτία αποτελεί παραβίαση του νόμου. Ας μη γελιόμαστε όμως, το ότι υπακούω στο νόμο δεν σημαίνει ότι είμαι «δεμένος χειροπόδαρα από το νόμο» με τη νομική έννοια του ορού, ότι δηλαδή αποτελώ το εκτελεστικό όργανο κάποιων διατάξεων που παραμένουν ολότελα ξένες προς έμενα. Για να κάνουμε τα πράγματα πιο κατανοητά, ας συγκρίνουμε όσα η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη μας αναφέρουν σχετικά με το νόμο.
Ο παλαιοδιαθηκικός νόμος που δόθηκε διά του Μωυσή στο όρος Σινά, συνίσταται από ένα πλήθος διαφόρων εντολών. Όσοι άνθρωποι τηρούσαν αυτές τις εντολές και παρέμεναν πιστοί όλη τη διάρκεια της ζωής τους, όσοι δαπανούσαν όλη την ενέργεια και το σύνολο των δυνάμεών τους και επικέντρωναν το θέλημά τους στη συμμόρφωση και την υποταγή στις διατάξεις του, μπορούσαν να θεωρούν τους εαυτούς τους δικαιωμένους. Ο Θεός δεν μπορούσε να έχει καμία απαίτηση από αυτούς, καθώς εφάρμοζαν έμπρακτα κατά γράμμα κάθε λέξη που είχε Αυτός εκφέρει διά του νόμου. Και στην Καινή Διαθήκη ο Χριστός μας δίνει εντολές, όμως η σχέση που δημιουργείται μέσα από αυτές δεν έχει τίποτε να κάνει με τις παλαιοδιαθηκικές εντολές. Οι εντολές του Χριστού μας διδάσκουν όχι πώς να ενεργούμε, αλλά πώς να είμαστε· οι εντολές του Χριστού είναι η οδός. Δεν είναι δυνατόν η σχέση μας μ’ αυτές να είναι σχέση δουλείας που υπόκειται στο φόβο ή να τροφοδοτείται από την ελπίδα της ανταμοιβής. Διά της οδού των εντολών προοδεύουμε στη σχέση μας. στη βαθιά ένωσή μας, που πάντοτε φτάνει στη τελείωσή της εν τω Θεώ, αποκαθιστούμε κοινωνία μαζί Του στην τελειότητα και την αγιότητά Του. Δεν θα σωθούμε εκτελώντας τις θείες εντολές, αλλά με την ένωσή μας μ’ αυτό που ο απόστολος Παύλος ονομάζει νουν Χριστού (Α’ Κορ. 2,16), με την ένωσή μας με την ενέργεια, με το πνεύμα του Θεού. Και σωτηρία σημαίνει ένωση με τη θεία ζωή. Αυτό σημαίνει πως ό,τι μας παρουσιάζεται στην Καινή Διαθήκη υπό τη μορφή νόμων, δεν αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα κανόνες ζωής. αλλά οδηγίες σχετικά με αυτό που μέσα μας, στη καρδιά μας, στο νου μας, θα όφειλε να συνιστά μία δύναμη ικανή να θέτει τη ζωή μας σε κίνηση. Δεν πρόκειται για ένα νόμο που βρίσκεται έξω από μας, αλλά για την περιγραφή του έσω άνθρωπου (Ρωμ.7,22).
Υπό την προοπτική αυτή, όταν λέω ότι δεν μπορούμε να σωθούμε αν παραβιάζουμε το νόμο της ζωής, δεν έχω στο νου μου τους τρόπους συμπεριφοράς μας στη ζωή, αλλά το βάθος της ύπαρξής μας, έξω από το οποίο θα ήταν αδύνατο να λειτουργούμε, επειδή έχουμε ενωθεί με τη σκέψη και το σχέδιο του Θεού. Εάν εισερχόμαστε στις επιθυμίες Του, αν μοιραζόμαστε τα αντικείμενα της αγάπης Του, δεν το κάνουμε παρά μόνο σε κοινωνία μαζί Του.
Είναι δυστυχώς πολύ εύκολο να μεταλλάσσονται οι καινοδιαθηκικοί κανόνες που δόθηκαν από το Χριστό σε παλαιοδιαθηκικό νόμο· στην περίπτωση αυτή γινόμαστε απλά εκτελεστικά όργανα που παραμένουν στο περιθώριο αυτής της πνευματικής εμπειρίας. Θυμάμαι κάποιον που είχε κατανοήσει το Ευαγγέλιο κάπως έτσι. Πίστευε ότι ήταν καλός χριστιανός, αγαθή ψυχή. Δεν είχε ποτέ προσπεράσει κάποιο φτωχό χωρίς να του γνέψει και να του δώσει ένα πιάτο σούπα που συνοδευόταν και από κάποιο κέρμα για ελεημοσύνη· δεν άφησε ποτέ όμως κάποιο φτωχό να μπει στο σπίτι του. Τον σταματούσε στην είσοδο λέγοντας του:« Σου απαγορεύω να περάσεις στο πεντακάθαρο σαλόνι μου με τα βρώμικα παπούτσια σου». Κι όταν ο άλλος είχε καταβροχθίσει τη μερίδα του και είχε λάβει τον οβολό του ,του έλεγε : «Και τώρα πήγαινε και μην ξαναγυρίσεις, σου έδωσα ό,τι έχεις ανάγκη». Θεωρούσε ότι είχε εκπληρώσει ένα φιλανθρωπικό έργο, όμως η καρδιά του στερείτο από κάθε ίχνος αγάπης και ευσπλαχνίας. Δεν είχε ξεπεράσει το όριο της εφαρμογής του νόμου με τη νομική έννοια, ώστε να οδηγηθεί στην κατάσταση του ανθρώπου εκείνου για τον οποίο η εντολή συνιστά κλήση ζωής· την κατάσταση εκείνης της πνευματικής προκοπής, που κάνει τον άνθρωπο να λειτουργεί διαφορετικά.
(Anthony Bloom, «Συνάντηση με τον ζωντανό Θεό», εκδ. Εν πλω)