Η συμπεριφορά κάποιας Ναταλίας…!
24 Απριλίου 2010
Η μετάνοια ως καινούργια ζωή
Το πρώτο κήρυγμα του Ιωάννη του Βαπτιστή άφορα στη μετάνοια. Τί είναι όμως ή μετάνοια; Στην ελληνική γλώσσα ή λέξη αυτή σημαίνει επιστροφή, μεταστροφή: τη μεταστροφή της ψυχής. τη μεταστροφή της ζωής. Είναι η στιγμή που συνειδητοποιούμε την κατάσταση της απελπισίας και της θλίψης μας, η στιγμή που νιώθουμε αηδία γι’ αυτή και για μας τους ίδιους, που ξαφνικά γεννιέται μέσα μας έστω και σε κατάσταση εμβρυακή, η απόφαση ν’ ανακαινιστούμε, να ξεκινήσουμε σε νέες βάσεις και να ζήσουμε διαφορετικά.
Έχετε προφανώς ακούσει τον λόγο της Καινής Διαθήκης πως «η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή» (Ιακ. 2,20). Το να χύνουμε δάκρυα δεν αρκεί, και μάλιστα είναι στείρο και άκαρπο. Η μετάνοια συνίσταται στην αυτοσυνειδησία, στη λήψη αποφάσεων και στην εναρμόνιση λόγων και έργων.
Ο άγιος Τύχωνας του Ζάντονσκ συμβούλεψε κάποτε ένα νεαρό ιερέα να λέει στους ενορίτες του ότι τον περισσότερο καιρό η πορεία μας προς τη Βασιλεία του Θεού είναι πορεία όχι από νίκη σε νίκη, αλλά από πτώση σε πτώση· στη Βασιλεία φθάνει όποιος, μετά από κάθε πτώση, αντί να κάθεται στην άκρη τού δρόμου και να κλαίει για τον εαυτό του, σηκώνεται και συνεχίζει, το δρόμο του· και ανεξάρτητα από τον αριθμό των πτώσεών του, σηκώνεται και προχωράει. Να λοιπόν τί θα πρέπει πάντοτε να θυμόμαστε: πλήρης και άμεση μετάνοια δεν υπάρχει. Αναμφίβολα υπάρχουν ψυχές, πνευματικοί γίγαντες, που έχουν την ικανότητα να φτάνουν σε αυτοσυνειδησία της αμαρτωλής κατάστασής τους αμέσως και να μεταβάλουν αυτομάτως την πορεία της ζωής τους. Για μας όμως, η διόρθωση τον περισσότερο καιρό θα είναι σταδιακή, βαθμιαία, βήμα προς βήμα. Πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια του άγιου Τύχωνα του Ζάντονσκ: μη στενοχωριέσαι με τον εαυτό σου, σήκω και προχώρα, είτε σε πνίγουν τα δάκρυα είτε σε παραλύει ένα αίσθημα τρόμου, όμως προχώρα, χωρίς να σταματήσεις.
Τί είναι εκείνο που μπορεί να συγκλονίσει τόσο πολύ τη ψυχή, ώστε ν’ αποφασίσει ένας άνθρωπος ν’ αλλάξει τη ζωή του συθέμελα; Θα σας δώσω ορισμένα παραδείγματα. Όταν ήμουν πνευματικός στις φυλακές του Λονδίνου, συνάντησα έναν κρατούμενο που, σε αντίθεση με τους άλλους, είχε χαρούμενο πρόσωπο· νιώθαμε ότι διατηρούσε μέσα του την ελπίδα. Στην αρχή σκέφτηκα ότι βρισκόταν στο τέλος του χρόνου της φυλάκισής του. Όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε· μόλις είχε αρχίσει να εκτίει την ποινή του. Τον ρώτησα: «Από πού σου βγαίνει τέτοια διάθεση ;». Μου απάντησε: «Δεν θα μπορέσετε να το καταλάβετε. Στα νιάτα μου έγινα κλέφτης, ένας έξυπνος κλέφτης· κανένας δεν μπορούσε να με συλλάβει ούτε κάποιος να με αποκαλύψει. Σιγά-σιγά όμως καταλάβαινα ότι είχα πάρει λάθος δρόμο. Άρχισα να βλέπω τις συνέπειες των πράξεων μου, να βλέπω πως άνθρωποι που είχα ληστέψει έκλαιγαν ακόμα και για την απώλεια ευτελών αντικειμένων, που όμως, αν και μικρά, είχαν γι’ αυτούς αξία, καθώς τους θύμιζαν την παιδική ηλικία τους ή τους νεκρούς γονείς τους. Πήρα την απόφαση ν’ αλλάξω ζωή. Παρατηρούσα όμως ότι κάθε φορά που κατέληγα στο ν’ αλλάξω νοοτροπία και στάση, οι άνθρωποι μ’ έβλεπαν καχύποπτα: αν αλλάξει, αυτό σημαίνει ότι δεν έχει ήρεμη συνείδηση… Και κάθε φορά το παρελθόν μου με ξαναπαγίδευε. Μετά με συλλάβανε με το χέρι μέσα σε μια τσάντα, με δικάσανε, με φυλακίσανε, και τώρα πια όλος ο κόσμος ξέρει ότι ήμουν κλέφτης. Όταν αφεθώ ελεύθερος θα μπορώ να λέω: ναι. κάποτε ήμουν κλέφτης. Όμως τώρα πια αποφάσισα να γίνω τίμιος άνθρωπος και δεν έχω λόγο να αποφεύγω το βλέμμα κανενός».
Πρόκειται για μία σπάνια περίπτωση που δεν συμμερίζονται όλοι· οι κλέφτες ανάμεσα μας είναι ελάχιστοι. Ποιός όμως από μας μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν είχε στη ζωή του μυστικά που επιθυμούσε ν’ αποκρύψει επιμελώς από τα βλέμματα του διπλανού του, μυστικά κάθε είδους, που αφορούσαν επιπλέον τόσο στην τιμιότητα όσο και στις ανθρώπινες σχέσεις του; Δεν θα ήθελα προς το παρόν να αναλύσω περισσότερο τα παραπάνω· θα επανέλθουμε σ’ αυτά και στη συνέχεια. Αλλά ο καθένας μας μπορεί να θέσει το ερώτημα: έχω αρκετό θάρρος για να παραδεχτώ το σφάλμα μου δημοσίως; Δεν πρόκειται τόσο για τη δημόσια ομολογία των αμαρτιών μας, όσο για να δείξω στους άλλους ότι δεν είμαι πια ο άνθρωπος που ήμουν στο παρελθόν.
Το δεύτερο παράδειγμα που θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας είναι σύνθετο. Εμπλέκονται δύο πρόσωπα. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, μία Ρωσίδα, μάνα δύο μικρών παιδιών, βρισκόταν σε μία πόλη, η οποία στην αρχή καταλείφθηκε από τον στρατό των Λευκών και στη συνέχεια έπεσε στα χέρια των Κόκκινων. Η γυναίκα εκείνη ήταν η σύζυγος ενός λευκού αξιωματικού και γνώριζε ότι, κατά πάσα πιθανότητα, αν την ανακάλυπταν, θα την εκτελούσαν. Κρύφτηκε σ’ ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι στην άκρη της πύλης.
Όταν έπεσε η νύχτα, κάποιος χτύπησε ξαφνικά την πόρτα. Χωρίς αποθέματα θάρρους, πήγε να ανοίξει· μπροστά της στεκόταν μία νεαρή γυναίκα, της ίδιας ηλικίας μ’ εκείνη, είκοσι πέντε ετών πάνω κάτω. «Είσαστε η τάδε;», τη ρώτησε. «Ναι». «Πρέπει να φύγετε αμέσως, σας έχουν καταδώσει, θα έλθουν να σας συλλάβουν στις αμέσως επόμενες ώρες…». Η μητέρα έστρεψε το βλέμμα στα παιδιά της και είπε: «Πού να πάω; Τα παιδιά δεν μπορούν να πάνε πολύ μακριά, αν πάλι μείνω μαζί τους θα με αναγνωρίσουν αμέσως». Και τότε ήταν που εκείνη η γυναίκα, η γυναίκα που ήρθε από το πουθενά, εκείνη η Ναταλία, έγινε ξαφνικά αυτό που το Ευαγγέλιο ονομάζει «πλησίον», η πιο κοντινή ύπαρξη της νεαρής μητέρας τόσο στη ζωή όσο και στο θάνατο. Της λέει λοιπόν: «Όχι, δεν θα σας αναζητήσουν αν φύγετε· θα μείνω εγώ εδώ και θα πάρω τη θέση σας». «Μα θα σας εκτελέσουν!». «Ναι». απαντάει η Ναταλία, «αλλά εγώ δεν έχω παιδιά». Και η μητέρα με τα δύο παιδιά της έφυγε. Η Ναταλία έμεινε. Και νωρίς το πρωί, το χάραμα, την εκτέλεσαν. Γνώρισα καλά τη μητέρα και τα δύο παιδιά της που ήταν περίπου συνομήλικα με μένα. Μου έλεγαν: «Η συμπεριφορά της Ναταλίας μας έδειξε ότι οφείλουμε να ζήσουμε με τρόπο αντάξιο της θυσίας της». Αυτός ο πρόωρος θάνατος, πραγματική δωρεά ζωής, αυτό το δώρο που πρόσφερε με τη θυσία της ζωής της κάποια Ναταλία, άγνωστη σ’ αυτούς, τους συγκλόνισε βαθιά, και σ’ όλη τη ζωή τους έζησαν με μία και μόνη σκέψη: τί να κάνουν, ώστε ο κόσμος να μη μείνει στην άγνοια για τον θάνατο της Ναταλίας, για το μεγαλείο, την αλήθεια, την ανείπωτη πνευματική ομορφιά που πλημμύριζε την ψυχή εκείνης της νεαρής γυναίκας. Όλα αυτά τους είχαν συνταράξει σε τέτοιο βαθμό που μια καινούργια ζωή ανοίχτηκε μπροστά τους.
(Anthony Bloom, «Συνάντηση με τον ζωντανό Θεό», εκδ. Εν πλω)