Θεολογία και Ζωή

Η προσφορά της γυναίκας στους αγώνες του έθνους

30 Μαρτίου 2010

Η προσφορά της γυναίκας στους αγώνες του έθνους

Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη

Φιλολόγου

«Ψυχή μεγάλη και γλυκειά μετά χαράς σ’  το λέω

Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’όνομά τους μνέω».

Στίχοι  του Διονύσιου Σολωμού που  εξυμνούν την προσφορά της Ελληνίδας  στον Εθνικό ξεσηκωμό του 1821.

Η 25η Μαρτίου πρέπει να φωτίζει τον αγώνα της Κύπρου σαν τηλαυγής, ολοφώτεινος φάρος, το φως του οποίου να διαπερνά την πεζή σύγχρονη πραγματικότητα και να φθάνει ατόφιο ελληνικό από τα Άγια των Αγίων της Αγίας Λαύρας του Έθνους στα μύχια της καρδιάς της Κύπρου, της κουρσεμένης μας πατρίδας.

Η γυναίκα  του 21’ είναι εκείνη που κουβάλαγε  μέσα στην ψυχή της την παράδοση, το παραμύθι του Γένους. Εκείνη που πέρασε στις φλέβες των παιδιών της τη φωτιά μα και το κλάμα για «τα περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις ». Σαν μιλούσε η Μπουμπουλίνα, λέει ο Θωμαζαίος, για τη λευτεριά « η ευγλωττία της έφθανε πολλάκις μέχρι του υψηλού ».

«Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο  βασιλεύει,

Λαλεί πουλί παίρνει σπυρί κι μάνα το ζηλεύει·

Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνεέι»

Η μάνα η Μεσολογγίτισσα ορκίζεται στα  μάτια της. Αυτό είναι το μεγαλείο της υπάρξεώς της, ο ετεροκεντρισμός, η αίσθηση της προσφοράς, η μεγαλοσύνη, η υπέρβαση του εγώ, ο ηρωισμός της αγάπης.

Σ΄ όλη  τη διάρκεια των 400 χρόνων της σκλαβιάς οι γυναίκες φέρονταν θαυμαστά. Η Μόσχω η Τζαβέλα από το Σούλι, σαν είδε το γιο της σκοτωμένο, έσκυψε και τον φίλησε, χάρηκε για το γιο που γέννησε και χύμηξε για να εκδικηθεί το θάνατό του.

Ανήμερα των Χριστουγέννων του 1803 η Δέσπω  Μπότσαρη έβαλε φωτιά στον Πύργο του Δημουλά και κάηκαν όλες, για να μην πιαστούν ζωντανές.

«Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν

Μήνα  σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι

Ουδέ  σε γάμο ρίχνονται, ουδέ σε χαροκόπι

Η Δέσπω  κάνει πόλεμο με νύφες και μ’αγγόνια!».

Στη Σμύρνη, η Κυριακή Ναύτη πουλά τα χρυσαφικά της, κάνει έρανο και στέλλει ένα ιστιοφόρο με πολεμοφόδια στη Μάνη.

Μα και  η Κύπρος μας δεν υστέρησε σε λεβεντογυναίκες, με πιο τρανό παράδειγμα, τη Μαρία  τη Συγκλητική, που στις 6 Οκτωβρίου του 1570 βάζει φωτιά στη γαλέρα που θα τη μετέφερε στο σουλτανικό χαρέμι.

Πώς να μη θαυμάσουμε επίσης το ηθικό μεγαλείο της Αγίας Φιλοθέης, που στο μοναστήρι της πρόσφερε προστασία σε Ελληνίδες που τις εξανάγκαζαν να γίνουν Μωαμεθανές. Λόγω της κακοποίησης όμως από τους Τούρκους πέθανε, το λείψανό της όμως μετά από χρόνια βρέθηκε ανέπαφο και ακέραιο, κι έτσι η Εκκλησία την ανακήρυξε το 1600 Αγία.

Θα ήθελα  να σταθώ ιδιαιτέρως στη Μπουμπουλίνα. Η Λασκαρίνα ήταν ωραία γυναίκα  και παντρεύτηκε δύο φορές, αλλά ο πρώτος της άντρας πνίγηκε σ΄ένα  ναυάγιο και ο δεύτερος σκοτώθηκε  σε μία σύγκρουση με τους πειρατές. Η Μπουμπουλίνα προσέφερε όλα της τα καράβια στον Αγώνα και έπαιρνε μέρος σε μάχες και η ίδια. Η ηρωική κοπέλα, το Μάιο του1825, στη διάρκεια λογομαχίας με τον ετεροθαλή αδελφό της , σκοτώθηκε από σφαίρα, που την πέτυχε όταν βγήκε στο παράθυρο.

Μια άλλη ηρωίδα που έμεινε σαν θρύλος είναι η Μυκονιάτισσα Μαντώ Μαυρογένους, που με τις θυσίες της οδηγήθηκε σε έσχατη πείνα. Ο Καποδίστριας της έδωσε το βαθμό του αντιστρατήγου και της ανέθεσε τη διεύθυνση του ορφανοτροφείου στην Αίγινα, για τα ορφανά των αγωνιστών.

Ανάμεσα στις άγνωστες ηρωίδες είναι και η Δόμνα Βισβίζη, χήρα με τέσσερα παιδιά. Ανέλαβε η ίδια τη διακυβέρνηση του σκάφους τους, όταν ο άντρας της σκοτώθηκε και συνέχισε να κτυπά στον Ευβοικό κόλπο τους Τούρκους, και μόνο όταν τέλιωσε ο αγώνας τράβηξε να θάψει τον άντρα της.

Μια άλλη περίπτωση γυναικών που αξίζει να μνημονευθούν είναι οι γυναίκες της  Νάουσας, που για να μην πιαστούν ζωντανές επαναλαμβάνουν τη θυσία του  Ζαλόγγου και πέφτουν με τα παιδιά τους στο βάραθρο. Οι Τούρκοι συλλαμβάνουν τη γυναίκα του αρχηγού της Επανάστασης, που αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει και την κλείνουν ζωντανή μέσα σε ένα τσουβάλι γεμάτο φαρμακερά φίδια.

Αυτές ήταν μόνο μερικές από τις ηρωίδες  γυναίκες της εθνεγερσίας του 1821, που με τη δική τους τόλμη και αρετή, την αποφασιστικότητα, την περηφάνια και την τιμιότητά τους, αγωνίστηκαν ισότιμα πλάι στους άνδρες και έγιναν παραδείγματα αυτοθυσίας και λεβεντιάς. Είναι αυτές οι ψυχωμένες γυναίκες, τα θύματα του πολέμου, που πάλεψαν για να διαφεντέψουν την τιμή, την πίστη και τη λεβεντιά τους.

Σαν εκείνες  τις ψυχωμένες γυναίκες του1821 και οι δικές μας γυναίκες του 1955 με τη λεβεντιά και την περηφάνεια τους, τη γλυκύτητα και την αρχοντιά τους, με βαθιά πίστη στο θεό τίμησαν την ελληνική καταγωγή τους.

Ο αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α. ήταν η ψυχική ανάταση  και ανάβαση του κυπριακού  λαού προς τις κορυφές της ελληνικής  ανδρείας και της εσωτερικής λευτεριάς.

«Βαρύς  ο κόσμος να τον ζήσεις

Όμως  για λίγη περηφάνεια τ’αξίζει», θα μας πει ο Ελύτης.

Ο αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α. όμως ήταν κι ένα μεγαλειώδες επικό ποίημα. Οι άνθρωποι ζούσαν ποιητικά. Πατούσαν στη γη κι ανακλαδίζονταν στον ουρανό. Χωρίς να χάνουν την αίσθηση της πραγματικότητας, ζούσαν ένα διαρκές ποιητικό μεθύσι.

«Ένα  φως τους παρέσυρε τόσο γλυκά

με μια  ακατάβλητη έλξη

σ’αυτό  το ταξίδι τους

που γυρισμό  δεν έχει».

Τέτοιος ήταν ο κόσμος της Κύπρου τότε.Υψιπέτης και περήφανος με αρχοντιά και μεγαλείο ψυχής. « Χαλάλι της πατρίδας ολεβέντης μου», έλεγαν οι μάνες, και δεν επέτρεπαν στον εαυτό τους να τις δει ο εχθρός καμπουριασμένες.

«Κάθε σαράντα τζ’έναν γιο

στέλλω  εις τη θυσία

τζι ελπίζω ότι σύντομα

εν  νάρτει ελευθερία».

Έτσι  θα τραγουδήσει μέσα στον πόνο της  η μάνα των αδελφών Κάρυου από  το Αυγόρου, που’χασε δυο λεβέντες.

«Είμαι  περήφανη. Κάλλιο μια χούφτα στάκτη ο λεβέντης μου, παρά γονατισμένος», θα πει η Αντωνού Αυξεντίου καμαρώνοντας για τον ηρωικό θάνατο του λεβεντονιού της.

«Έτσι σε ήθελα γιε μου νάρτεις, ήρωας»θα φωνάξει μέσα στην εκκλησία μπροστά  στο νεκρό σώμα του γιου της, η  μάνα του Πετράκη Κυπριανού.

Και ποιαν, αλήθεια, να πρωτοθυμηθούμε. Τη γυναίκα  του Χρίστου Τσιάρτα πούβαλε το μαντήλι στο στόμα για να μη φωνάξει, όταν έφεραν το σκοτωμένο άντρα της οι Άγγλοι στην πλατεία του χωριού και ανάγκασαν όλους τους χωριανούς να περάσουν για να αναγνωρίσουν το νεκρό. Με σπαραγμένη από τον πόνο την καρδιά, αλλά γεμάτη περηφάνεια, πέρασε μπροστά από το νεκρό και κούνησε το κεφάλι ότι τάχα δεν τον αναγνωρίζει για να δώσει ευκαιρία στον Αυξεντίου και τους άλλους της ομάδας να διαφύγουν. Κι η μάνα του Πολυξένη κρύβοντας τον απέραντο πόνο της θα πει: «Τέτοιοι νεκροί δε θέλουν κλάμα ».

Οι γυναίκες με απαράμιλλη τόλμη και ψυχραιμία  οργάνωναν διαφυγές ανταρτών. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Νίτσας Χατζηγεωργίου που βοήθησε στη  μεταφορά του Γρηγόρη Αυξεντίου  από τον Πενταδάκτυλο στην Κακοπετριά το 1955. Είχε πάει με αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Κυριάκος Μάτσης. Η μεταφορά ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη, γιατί υπήρχε μεγάλη κινητοποίηση στρατού.

Η συνάντηση  με τον Γρηγόρη έγινε χωρίς δυσάρεστο συναπάντημα. Ο Γρηγόρης μπήκε γρήγορα στο αυτοκίνητο και κάθησε πίσω μαζί της. Ο Μάτσης έβαλε μπρος τη μηχανή και ξεκίνησε αργά για να μη γεννήσουν υποψίες. Η Νίτσα τράβηξε τα τσιμπιδάκια που συγκρατούσαν τον κότσο της κι άφησε τα πλούσια σγουρά μαλλιά της να ξεχυθούν στους ώμους της, λέγοντας στον Γρηγόρη, αν συναντούσαν έρευνες να πέσει στην αγκαλιά της και να κρύψει το πρόσωπό του στα μαλλιά της. Όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με συρματόπλεγμα, ψύχραιμα η κοπέλα τράβηξε τον ήρωα στην αγκαλιά της, του έκρυψε το πρόσωπο μέσ’τα ξέπλεκα μαλλιά της κι άρχισε να τον φιλά.

Ο Κυριάκος Μάτσης συνέχισε το οδήγημα κι όταν οι Εγγλέζοι τους σταμάτησαν, τους έκλεισε  το μάτι και τους έδειξε το ζευγάρι που φιλιόντουσαν. Η σκηνή άρεσε πολύ στους Άγγλους, χαμογέλασαν πονηρά και τους έγνεψαν να περάσουν.

Με συγκίνησε  ιδιαίτερα η περίπτωση της  μάνας του Άγιου του κυπριακού  αγώνα, της Ροδούς Πατάτσου. Αναφέρει για την τελευταία επίσκεψή της  στις φυλακές:

«Τους έφερναν. Ετραγουδούσαν. Δυνατά, με θάρρος! Επουμπουρίζαν οι φυλακές. Προπαντός ο δικός μου. Εξεχώριζα τη φωνή του. Ήταν το «Ξύπνα καημένε μου ραγιά»,που έλεγαν.

Εφιληθήκαμεν. Εκράτουν τον τζι εκράταν με σφικτά. «Καληνύκτα τζιαι καλήν αύριον , γιε μου» του είπα. Έπιασέν με η εγγλέζα περίλυπη τζιαι επήρεν με έξω.

Έξω που  επήα εκατάλαβα τι του είπα. «Καλήν αύριον γιε μου!». Πιον επήρεν με το παράπονο.Έκλαψα… Έκλαψα… Έγειρέ μου νερόν η εγγλέζα… δε θυμούμαι τίποτε άλλο».

Αυτές οι γυναίκες μας στέλλουν το μήνυμα της απαντοχής και της ελπίδας. Το μήνυμα της ακατάβλητης ελληνικής  ψυχής, που πάντα μάχεται, έχοντας πάνωθέ της το χέρι του Θεού. Κι ο Θεός πάντα βοηθά τους Ελληνες.

Όμοια θα γίνει και τώρα!

Πρέπει  να το πιστέψουμε!

Θάρθει  και η δική μας ανάσταση!

Γιατί και σήμερα έχουμε γυναίκες με απόλυτη αφοσίωση σε ιδέες και αξίες, οραματίστριες και συνάμα ρεαλίστριες, μπροστάρισσες στον αγώνα της ελευθερίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Οι γυναίκες της Κύπρου σήμερα συνεχίζουν απτόητες τη δική τους πορεία.Την πορεία που δε θα τελειώσει ως τη μέρα που οι καμπάνες θα διαλαλήσουν σ’ όλη τη γη τη λευτεριά της Κύπρου μας. Την επανένωση του νησιού μας.

Οι γυναίκες της Κύπρου θα ξανοίξουν το δρόμο, όσο δύσκολος, όσο επώδυνος κι αν είναι. Τις εμψυχώνει η Πλατυτέρα  των ουρανών, για να συνεχίζουν τον  αγώνα για να ανοίξουν οι δρόμοι της επιστροφής!