Κανάρης
24 Μαρτίου 2010
Τη νύχτα που παράδερνες μ’ ένα δαυλί στο χέρι
κ’ εσπιθοβόλεις κεραυνούς κ’ έφεγγες σαν αστέρι,
όταν φτωχός, αγνώριστος, μικρός, χωρίς πατρίδα
τη ματωμένη επλεύρωνες, Κανάρη ναυαρχίδα,
αν όταν αναπήδησες με την ορμή του στύλου
μέσα στη μαύρη τη σπηλιά του Καραλή του σκύλου,
κανένας μάντις σώλεγε ότι θα νάλθη ώρα
να ιδής, Κανάρη, ελεύθερη τη δύστυχη τη χώρα,
πώρρευ’ ετοιμοθάνατη, -οτ’ ήθελες φωτίσει
μ’ αυτό τ’ αστροπελέκι σου Ανατολή και Δύση,
ότι θα γένης ζωντανή του Γένους σου σημαία,
ότι θα πας μακρά μακρά να φέρης βασιλέα,
και χίλια δαφνοστέφανα ο κόσμος θα τα βάλη·
Κανάρη, στ’ απροσκύνητο καθάριο σου κεφάλι,
ότι πριν πέσης κατά γης θα σου δοθή κ’ η χάρη
να ιδής να λάμψη ανέλπιστο, παρήγορο δοξάρι
όπου εβασίλευε παληό, κατάπυκνο σκοτάδι,
οτ’ ένα Γένος σύψυχο του λάκκου σου τον άδη
θα εδρόσιζε με κλάμματα, όπου θα ν’ αναβράνε
μέσ’ απ’ τα φυλλοκάρδια του κι’ αθάνατα θάvαι·
ότι θα σκύψη ξέσκεπος εμπρός στα λείψανα σου
να σε φιλήση εγκαρδιακά. Κανάρη, ο βασιλιάς σου,
αν ένας μάντις τάλεγε, ποιός, ήθε’ τον πιστέψη;
Μόνος εσύ, που γνώριζες οτ’ είχανε φυτέψει
βαθειά, βαθειά στα σπλάχνα σου τα χέρια του Θεού σου
βοτάνι παντοδύναμο, τροφή του κεραυνού σου,
την πίστη την ακλόνητη στου έθνους του την τύχη…
Αυτή, Κανάρη, πώβαψε τον σιδερένιον πήχυ
κι’ έδωσε στο καράβι σου χίλια φτερά να τρέχη
σήμερα ποιός τήν έχει;…
Αχ! δεν το πίστευα ποτέ!… Πέρυσι σ’ είδ’ ακόμα
συγνεφιασμένον, κάτασπρον στο φτωχικό σου στρώμα,
σαν κοιμισμένη θάλασσα σε ταπεινό ακρογιάλι
όπ’ ονειρεύεται κρυφά καμμιάν ανεμοζάλη
για να μουγκρίσει φοβερά…, και σήμερα κουφάρι…
Έγυρα τότε εφίλησα τ’ ανδρεία σου, Κανάρη,
τα λιοκαμμένα δάχτυλα κ’ ένιωσα κάθε ρώγα,
πώβραζε μέσα κ’ έλαμπε με την παληά σου φλόγα.
Έτρεμα εμπρός σου, εδάκρυζα, μώδωκες την ευχή σου,
μου τίμησες το μέτωπο μ’ ένα θερμό φιλί σου
και μούπες, λιονταρόκαρδε, -«Μην κλαις, δε θα πεθάνω,
πριν ξανανειώσω μια φορά και πριν να ξεθυμάνω».
Κι’ απέθανες! κ’ εσβύστηκες!… Τα ριζιμιά, οι βράχοι
δεν σκιάζονται γεράματα και στου βουνού τη ράχη
ολόρθο μένει, ακλόνητο, χιλιόχρονο πρινάρι
και μάχεται με τα στοιχειά… Και συ και συ, Κανάρη,
πούλθες στη γη θεόχτιστος κι’ όπ’ όταν εθωρούσε
το χιόνι στο κεφάλι σου κανείς π’ ασπροβολούσε,
επίστευεν οτ’ έβλεπε τον Όλυμπο εμπροστά του
με την αθανασία του, με την παλληκαριά του,
εσύ σωριάζεσαι με μιας;… Μέσα στα χώματά σου
θα καταπιάση ηφαίστειο ή θα σβυστή η φωτιά σου;…
Κατάρ’ ακατανόητη, άσπλαχνη, μαύρη μοίρα
νάν’ οι νεκροί μας άφθαρτοι, νάν’ η ζωή μας στείρα.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ
(«Το εικοσιένα»,κείμενα της μεθορίου/9. εκδ. «Ευθύνη»)