1917: Η Θεσσαλονίκη δεν αρκεί να είναι μια σύγχρονη πόλη, πρέπει να πάψει να είναι ανατολίτισσα
7 Αυγούστου 2016
Η κεντρική λεωφόρος της νέας συνοικίας Χαμιδιέ έξω από τα ανατολικά τείχη. Αριστερά διακρίνεται μουσουλμανικό νεκροταφείο στον χώρο του σημερινού πάρκου της ΧΑΝΘ.
Στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας έγιναν μεγάλα έργα στη Θεσσαλονίκη: ανασχεδιασμός του κέντρου μετά την πυρκαγιά του 1890, καινούργιοι δρόμοι, νέες περιοχές, μεγάλα κτίρια, φωτισμός με αεριόφως και κατόπιν με ηλεκτρισμό, δίκτυο ύδρευσης, τραμ, νέες σιδηροδρομικές γραμμές, επέκταση του λιμανιού, τελωνείο.
Στις καινούργιες συνοικίες που διαμορφώθηκαν εκτός του ανατολικού τείχους δεν υπήρχε η έννοια του μαχαλά, δηλαδή της συσπείρωσης γύρω από μια εκκλησία, ένα τζαμί ή μια συναγωγή. Οι κάτοικοι δεν διαφοροποιούνταν ανάλογα με το θρήσκευμα, όπως στους μαχαλάδες της εντός των τειχών πόλης, αλλά ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση. Στην πανέμορφη συνοικία Χαμιδιέ, (στη συνοικία των Εξοχών ή στους Πύργους, όπως την αποκαλούσαν οι Έλληνες), έμεναν ευκατάστατοι χριστιανοί, εβραίοι και ντονμέδες.
Η Θεσσαλονίκη, λοιπόν, είχε γίνει μια σύγχρονη πόλη. Η πιο σύγχρονη πόλη της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Το 1912 που η Θεσσαλονίκη έγινε ελληνική, δεν ήταν αρκετό να είναι μια σύγχρονη πόλη. Έπρεπε να πάψει να είναι ανατολίτισσα πόλη και ν’ αρχίσει γρήγορα ανταποκρίνεται στα δυτικά πρότυπα.
Η πυρκαγιά του 1917
Η πυρκαγιά του 1917 ήρθε σαν να ήταν παραγγελία. Έκαψε το κέντρο, παλιά αλλά και σύγχρονα μεν οθωμανικά δε κτίρια, και εξαφάνισε την ανατολίτικη όψη της πόλης. Ο Βενιζέλος έτριβε τα χέρια του. Η «πυρίκαυστος» ήρθε κουτί στο άφραγκο δημοτικό συμβούλιο, που ήταν αποφασισμένο (ή αποφάσισε στην πορεία) να μην αφήσει την ευκαιρία να πάει χαμένη. Η πυρκαγιά ήταν τόσο βολική, που θα μπορούσε να έχει ξεκινήσει από εμπρησμό. Ποτέ δεν εκφράστηκε αυτή η άποψη, ποτέ δεν ήρθαν στο φως ενοχοποιητικά στοιχεία.
Η μεγάλη πυρκαγιά του 1917 ξεκίνησε από ένα προσφυγικό φτωχόσπιτο της συνοικίας Μεβλανέ. Οι ανακρίσεις έδειξαν ότι ήταν το σπίτι στην οδό Ολυμπιάδος 3, στην πλατεία Χορχόρ (σήμερα πλατεία Μουσχουντή). Πετάχτηκε μια σπίθα από τη φωτιά του μαγειριού κι έπεσε στην διπλανή αποθήκη με το άχυρο. Πολύ συνηθισμένο για να νοιαστεί κανείς. Ένα φτωχόσπιτο λιγότερο, μια ακόμα οικογένεια στον δρόμο… Συνηθισμένα πράγματα. Λοιπόν, κανείς δεν νοιάστηκε.
Ήταν μεσημέρι Σαββάτου 5 Αυγούστου 1917. Η μέρα ήταν ζεστή και ο βαρδάρης που φύσαγε σαν τρελός έσπρωχνε τις φλόγες προς την πόλη. Οι κατασκευές και οι ξυλοδεσιές ήταν ξερές από το καυτό και άνυδρο καλοκαίρι. Τα σπίτια καίγονταν το ένα μετά το άλλο με εκπληκτική ταχύτητα. Σε λίγη ώρα το κακό μαινόταν εκτός ελέγχου.
Η διαδρομή του πύρινου ποταμού
5 Αυγούστου 1917: Η πυρκαγιά ακολούθησε δύο κατευθύνσεις. Κατέβηκε από την Ολυμπιάδος προς το Διοικητήριο μέσω της Αγίου Δημητρίου και προς την αγορά μέσω της Λέοντος Σοφού. Ο ναός του Αγίου Δημητρίου παραδόθηκε στις φλόγες. Το Διοικητήριο σώθηκε χάρη στις προσπάθειες των υπαλλήλων του που το υπερασπίστηκαν. Ο βαρδάρης δυνάμωσε κι έσπρωξε τη φωτιά με ταχύτητα στο κέντρο της πόλης.
6 Αυγούστου 1917: Τα ξημερώματα ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση και τα δύο μέτωπα της πυρκαγιάς κατέστρεψαν όλο το εμπορικό κέντρο. Το μεσημέρι πέρασε γύρω από τον περίβολο του ναού της Αγίας Σοφίας χωρίς να τον πειράξει και συνέχισε ανατολικά μέχρι την οδό Εθνικής Αμύνης (πρώην Χαμιδιέ) όπου σταμάτησε. Το βράδυ σταμάτησε η εξάπλωσή της.
Ωστόσο η φωτιά δεν έσβησε παρά μέρες μετά, ενώ οι ανθρακιές στα χαλάσματα σιγόκαιγαν για βδομάδες.
Τεράστια καταστροφή
Καταστράφηκε μια έκταση πάνω από ενάμιση τετραγωνικό χιλιόμετρο ανάμεσα στους δρόμους Αγ. Δημητρίου, Αγ. Σοφίας, Εγνατία, Εθν. Αμύνης, λεωφ. Νίκης και βορειοδυτικά της Λ. Σοφού.
Κάηκαν 9.500 κτίρια, 16 Συναγωγές και η Αρχιραβινία, 12 τζαμιά, 3 χριστιανικοί ναοί (ο Άγιος Δημήτριος, ο Άγιος Νικόλαος ο Τρανός και η Αγία Θεοδώρα), κάηκαν βιβλιοθήκες (ανάμεσά τους το κτίριο του Γηροκομείου με το αρχείο του Πέτρου Ν. Παπαγεωργίου), καφενεία, κινηματογράφοι, γραφεία, καταστήματα. Τεράστια καταστροφή!
Τα θύματα
Ανθρώπινα θύματα δεν έχουν αναφερθεί. Λες και δεν υπήρξαν. Όμως, η οσμή των ερειπίων τις επόμενες μέρες ήταν αποκαλυπτική.
Σε τριάντα δύο ώρες έμειναν άστεγοι και χωρίς μοίρα στον ήλιο 72.500 άνθρωποι. Οι 50.000 από αυτούς ήταν εβραίοι. Λόγω της αργίας του Σαββάτου, όλα τα εβραϊκά μαγαζιά ήταν κλειστά. Λίγοι εβραίοι πρόλαβαν να τρέξουν και να περισώσουν ό,τι μπορούσαν. (Τότε χτύπησε το πρώτο καμπανάκι κινδύνου για τους εβραίους. Αλλά ποιος μπορούσε να κοιτάξει τόσο μακριά στο χρόνο και να δει αυτά που θ’ ακολουθούσαν τα επόμενα είκοσι πέντε χρόνια;)
Οι άνθρωποι που έζησαν τις σκηνές της αλλοφροσύνης και της απόγνωσης μέσα στη φωτιά και στον καπνό, που άκουγαν τα τζάμια να σπάνε, τους τοίχους να γκρεμίζονται, τις στέγες να καταρρέουν, τις απελπισμένες κραυγές για βοήθεια, που έτρεχαν για να σωθούν από τις φλόγες, που έμπαιναν στη φωτιά για να σώσουν κάποιον δικό τους ή για να περισώσουν κάτι από την περιουσία τους, που έβλεπαν μέχρι και τα καΐκια στη θάλασσα να καίγονται, που για μέρες μετά έφτυναν μαύρο σάλιο κι απόμειναν χωρίς τίποτα, κι έζησαν σε σκηνές και καταυλισμούς προσφύγων σκορπισμένοι από δω κι από κει (στην Πολίχνη, στην Τριανδρία, στο γήπεδο του Ηρακλή, στα Διαβατά, στην Ευκαρπία), κρυώνοντας και πεινώντας, σημαδεύτηκαν για όλη τους τη ζωή. Κι έπρεπε να την ξαναρχίσουν απ’ το τίποτα σε μια πολιτεία που κερδοσκόπησε σε βάρος τους και ξαναγεννήθηκε από τις δικές τους στάχτες.
Τι έφταιξε;
Η αρχική αδιαφορία των συνηθισμένων από τις πυρκαγιές γειτόνων. Η βροχή που δεν έπεφτε. Ο βαρδάρης που φύσαγε δυνατά. Τα συμμαχικά στρατά και τα νοσοκομεία που κατανάλωναν όλο το νερό και δεν δέχτηκαν να διακόψουν την υδροδότησή τους. Η πυροσβεστική που δεν υπήρχε. Οι στενοί δρόμοι. Τα σκεπαστά. Τα δομικά υλικά. Τα συνωστισμένα σπίτια. Οι αποθήκες με λάδι, οινόπνευμα και βενζίνη. Οι κρυφές αποθήκες με μπαρούτι και δυναμίτη. Η μνημειώδης βλακεία των συμμάχων, που για να δημιουργήσουν αντιπυρικές ζώνες ανατίναζαν ολόκληρα τετράγωνα, τα οποία μετατρέπονταν σε νέες εστίες φωτιάς.
Αμέσως αρχίζει η κερδοσκοπία
Οι γάλλοι στρατιώτες αντί να βοηθήσουν, λεηλάτησαν. Έδιωχναν άρον άρον τους ανθρώπους από τα σπίτια τους, λέγοντάς τους ότι θα τα ανατινάξουν για να δημιουργήσουν αντιπυρική ζώνη, κι ύστερα έμπαιναν οι ίδιοι μέσα κι έπαιρναν ό,τι πολύτιμο έβρισκαν. Ο γάλλος στρατηγός Μορίς Σαράιγ διέταξε τον τουφεκισμό δύο στρατιωτών, που συνελήφθησαν να πουλούν κλεμμένα κοσμήματα. (Ο οποίος στρατηγός εμφανίστηκε στην περιοχή του Διοικητηρίου το απόγευμα της πρώτης μέρας και ξαναεμφανίστηκε, όταν η πυρκαγιά είχε πλέον κατασβεστεί).
Σε αντίθεση με τους γάλλους οι βρετανοί στρατιώτες βοήθησαν όσο μπορούσαν, μεταφέροντας με τα στρατιωτικά φορτηγά ανθρώπους και περιουσίες. Οι γάλλοι οδηγοί ξεδιάντροπα ζητούσαν φιλοδώρημα.
Τα «καμένα»
Ο ποιητής Γεώργιος Θ. Βαφόπουλος γράφει για την πυρκαγιά στο «Σελίδες Αυτοβιογραφίας» (εκδόσεις Παρατηρητής, 1988): Εκεί όπου άλλοτε απλώνονταν οι λαβύρινθοι των εβραϊκών συνοικιών, υπήρχαν τώρα μονάχα πέτρες και πυρωμένη στάχτη. Στην άλλη περιοχή, όπου υψώνονταν τα μεγάλα καταστήματα και τα ξενοδοχεία, τραγικά ερείπια θύμιζαν την παλιά τους δόξα. Κι όλα τούτα τα θλιβερά κατάλοιπα μιας πλούσιας μεγάλης πολιτείας, ήσαν τυλιγμένα σε βαριά σύννεφα καπνού. Στα βαθιά τους υπόγεια η χόβολη είχε συντηρηθεί για πολλούς μήνες μετά τη φωτιά. Και καθώς διαπιστώθηκε αργότερα, τόση ήταν η δύναμη τούτης της φωτιάς, ώστε όλα τα γυάλινα είδη είχαν λιώσει, και μέσα στα χαλάσματα των ζαχαροπλαστείων μπορούσε κανείς να διακρίνει τα βάζα με τις καραμέλες, πούχανε μεταβληθεί σε μια μάζα από καμένη ζάχαρη και γυαλί. Η τεράστια αυτή έκταση της συμφοράς πήρε το όνομα τα «καμένα».
Ευχαριστίες
Όλες οι φωτογραφίες του άρθρου προέρχονται από το αρχείο του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης (Ψηφιοποίηση Πολιτιστικών Τεκμηρίων) εκτός από την έγχρωμη καρτ ποστάλ της συνοικίας Χαμιδιέ και την καρτ ποστάλ «Χορχορ Σου μετά την πυρκαγιά» που προέρχονται από το αρχείο του συλλέκτη Μάνου Μαλαμίδη και την πανοραμική φωτογραφία της κατεστραμμένης πόλης που προέρχεται από το λεύκωμα «Incendie de Salonique. 18-19 Aout 1917» της Αεροναυτικής Υπηρεσίας του γαλλικού στρατού. Βρίσκεται στο αρχείο Χ. Κ. Παπαστάθη και δημοσιεύτηκε στο The Great Fire of Thessaloniki (1917) των Χ. Κ. Παπαστάθη και Ε.Α. Χεκίμογλου, που εκδόθηκε από την E.N. Manos LTD.
Ευχαριστώ θερμά τον Δήμο Θεσσαλονίκης και το Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης (Ψηφιοποίηση Πολιτιστικών Τεκμηρίων), τον κ. Μάνο Μαλαμίδη και τον κ. Ε.Α. Χεκίμογλου για την καλοσύνη τους να μου παραχωρήσουν την άδεια χρήσης.
Πηγή: huffingtonpost.gr