“Τρελάθηκα ή παλάβωσα;”
14 Μαρτίου 2010
Αγίου Κοσμά του Αιτωλού
Μία παραβολή για τους γονείς.
Ένας άρχοντας πλούσιος θησαύριζε κατά πολλά· ποτέ δεν ήθελε μήτε να εξομολογηθεί μήτε ελεημοσύνη να κάνει. Είχε ένα γιό ως δέκα χρονών. Ήλε καιρός και αρρώστησε ο άρχοντας εκείνος· του έλεγαν οι δικοί του να εξομολογηθεί, να κάνει κάτι για την ψυχή του αυτός τους έλεγε· ας είναι καλά το παιδί μου, εκείνο έχει να κάνει για τη ψυχή μου. Όλος με το διάβολον ήτο και η γνώμη του δεν άλλαζε.
Στον τόπον εκείνο ήτο ένας πνευματικός ενάρετος· πηγαίνει και ξυρίζει τα γένια του, ενδύεται φορέματα κοσμικά και πηγαίνει στο σπίτι του πλουσίου. Κτυπά τη πόρτα, βγαίνουν και τον ρωτούν τί γυρεύει; Αποκρίθηκε πως είναι ξένος άνθρωπος και έτυχα εδώ, λέει, στη χώρα σας· έμαθα πως είναι ο άρχοντας της χώρας άρρωστος, και ήλθα να τον δω και εγώ, επειδή είμαι ιατρός. Ευθύς τον εδέχθησαν. Ήσαν όλοι οι συγγενείς του γύρω του και τον παράστεκαν.
Τους λέει: πώς είναι ο άρρωστος ; Αποκρίθηκε ο άρρωστος και του λέει: Αχαμνά είμαι, αφέντη. Λέει ο γιατρός: τί σου λέγουν οι γιατροί της χώρας σας; Λέει ο άρρωστος: με λέγουν πως είμαι αχαμνά διά τον θάνατο. Τον πιάνει από το χέρι και του λέγει ο πνευματικός γιατρός. Και εγώ το λέγω ότι πεθαίνεις μα ανίσως και ευρίσκετο ένα γιατρικό όπου γνωρίζω, δεν θα απέθνησκες. Του λέει: Τί ιατρικό είναι εκείνο όπου χρειάζεται να εύρουμε ; Καμώνεται πως δεν ξεύρει και ρωτά : έχει κανένα παιδί; Του είπαν πως μόνο ένα έχει. Του λέγει ο πνευματικός. Να μη λυπάσαι, το γιατρικό σου ευρέθη. Εγώ σου υπόσχομαι πως δεν αποθνήσκεις. Γυρεύει να του δώσουν ένα φλιτζάνι νερό και αλεύρι. Τα ανακατώνει και
καμώνεται πως και κάτι άλλο γιατρικό βάνει μέσα και λέγει. Τώρα το γιατρικό είναι έτοιμο, μόνο χρειάζεται να έλθει το παιδί σου εδώ να του σπάσω το δάχτυλό του το μικρό με το βελόνι να στάξει τρεις σταλαγματιές αίμα, να σου το δώσω να το πιείς και ευθύς να γίνεις καλά.
Το παιδί έπαιζε με τα άλλα παιδία. Στέλλουν ευθύς και του λέγουν: Έλα, παιδί μου, όπου ήλθε ένας γιατρός να κάνει τον πατέρα σου καλά. Το παιδί ήθελε να παίξει· όμως το έφεραν. Καθώς το βλέπει ο γιατρός του λέει: Έλα, παιδί μου, να σου σπάσω το μικρό δάχτυλο μ’ ένα βελόνι να στάξει τρεις σταλαγματιές αίμα εδώ μέσα όπου έχω κάποιο γιατρικό να το δώσω να το πιεί ο πατέρας σου να γίνει ευθύς καλά. Λέει το παιδί: τρελάθηκα ή παλάβωσα να χαλάσω εγώ το δάχτυλό μου ; Λέει ο γιατρός: σε σένα, παιδί μου, κρέμεται ή να ζήσει ή ν’ αποθάνει. Δεν βλέπεις πόσα σύναξε να σου αφήσει ; Λέει το παιδί: ζήσει δεν ζήσει εγώ δεν χαλώ το χέρι μου, και έφυγε.
Λέει ο γιατρός του άρχοντα: Εγώ είμαι ο πνευματικός της χώρας και το έκανα τούτο για να σου δείξω πως από το παιδί σου μη ελπίζεις τίποτε για τη ψυχή σου να σου κάνει.
Τότε σηκώνεται ο άρρωστος. Εγώ, λέει, κόλασα τη ψυχή μου για το παιδί μου, να του αφήσω πολλά, και εκείνο δεν το βάσταξε η καρδιά του να δώσει τρεις σταλαγματιές αίμα για τη ζωή μου ; Καλά λέγεις, πνευματικέ μου. Ευθύς γυρεύει τα τεφτέρια του, τις ομολογίες του και τα ξεσχίζει· μοίρασε όλα του τα πράγματα, δεν άφησε τίποτε, και το παιδί του το κατέστησε πάμπτωχο, και κέρδισε τον Παράδεισο να χαίρεται πάντοτε.
Τώρα όσοι έχετε παιδιά μην ελπίζετε και λέγετε, πως είναι καλό το παιδί μου και εκείνο έχει να φροντίσει για τη ψυχή μου. Ό,τι κάνει ο άνθρωπος μόνος του, εκείνο βρίσκει στην άλλη ζωή!