Ορθόδοξη πίστη

Ο καταποντισμός της Μαρίας

18 Οκτωβρίου 2015

Ο καταποντισμός της Μαρίας

adfhdghsj_

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη

Ο καπετάνιος βρισκόταν σε απόγνωση. Καθόταν αποκαμωμένος στο μικρό γραφείο του και κρατούσε με τα δυό του χέρια το κεφάλι του. Τέτοιο πράγμα δεν του είχε ξανασυμβεί στην πολύχρονη καρριέρα του στην θάλασσα. Είχε ελέγξει και ξαναελέγξει κάθε τι που σχετιζόταν με τα τεχνικά μέρη του πλοίου. Είχε συζητήσει με όλους τους συνεργάτες του, ακόμη και με το απλό πλήρωμα. Τα πάντα ήταν στην εντέλεια. ᾽Αλλά και κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει το μυστήριο που υπήρχε: το πλοίο ενώ είχε ξεκινήσει με πολλούς επιβάτες άνδρες και γυναίκες κάτω από εξαίσιες συνθήκες, όταν βρέθηκε στο ανοικτό πέλαγος σταμάτησε ξαφνικά. Κοκκάλωσε᾽. Ούτε μπρος ούτε πίσω. Οι βουτηχτές που έπεσαν στην θάλασσα να κοιτάξουν μήπως το πλοίο σφήνωσε σε καμμία ξέρα, μολονότι τούτο θα φαινόταν από το τράνταγμα που θα είχε υποστεί, γύρισαν πίσω άπρακτοι. Πρόβλημα δεν υπήρχε. Σαν μία αόρατη δύναμη να κρατούσε το πλεούμενο και να μη το άφηνε να φύγει.

Ο καπετάνιος ήταν πιστός άνθρωπος. Η πίστη γι᾽ αυτόν δεν ήταν κάτι ψεύτικο και επιφανειακό. Ανθρωπος της ᾽Εκκλησίας ο καπετάν ᾽Ανδρέας εκκλησιαζόταν τακτικά, ενώ το πετραχήλι του πνευματικού του συχνά το μούσκευε με τα δάκρυά του όταν εξομολογείτο τις αμαρτίες στο μυστήριο της εξομολόγησης. ᾽Απαρχής που ξεκίνησε βεβαίως το πρόβλημα απευθύνθηκε στον Θεό. Ζήτησε την βοήθειά Του και την μεσιτεία του αγίου των θαλασσών, του αγαπημένου του αγίου Νικολάου. Μα τώρα ένιωθε ότι έπρεπε να δεηθεί περισσότερο και με πολύ πόνο. Ηταν υπεύθυνος για το πλοίο και για τους επιβάτες. Δεν άντεχε πια να βλέπει τον κόσμο και τον ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους πανικό. Και καλά μεν τις πρώτες ώρες και τις πρώτες ημέρες. Ολοι ήλπιζαν ότι το πρόβλημα θα βρισκόταν και θα επιλυόταν. Μα τώρα η ακινησία του πλοίου έφτανε πια τις δεκαπέντε ημέρες. Οδηγεῖτο και αυτός σε κατάσταση εκτός ελέγχου. Αρχισε να έχει πολλά αισθήματα ενοχής. Σιγά σιγά κυριευόταν από την πεποίθηση ότι οι αμαρτίες του δημιούργησαν το τεράστιο αυτό πρόβλημα. Θυμήθηκε τον προφήτη ᾽Ιωνά. Μήπως και ο ίδιος κάτι έκανε, κάπου βαριά έσφαλε και ο Θεός με τον τρόπο αυτόν τον προκαλεί σε μετάνοια;

Ρίχτηκε στα γόνατα και φώναζε πια δυνατά στον Θεό: Κύριε ᾽Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν. Συγχώρησε τις αμαρτίες μου. Αν κάτι έκανα και δεν το καταλαβαίνω, ζητώ την συγγνώμη Σου και το έλεός Σου. Μη για τις δικές μου αμαρτίες, Κύριε, πληρώσουν και οι άλλοι άνθρωποι. Απλοί άνθρωποι είναι και στις εργασίες τους πηγαίνουν. Οικογένειες έχουν. Λυπήσου τουλάχιστον αυτούς, Κύριε᾽.

Ελεγε και ξανάλεγε ο καπετάνιος και θρηνούσε για τις αμαρτίες του χτυπώντας το στήθος του. Επεσε στο έδαφος σαν άψυχος. Κι εκεί που ένιωσε ότι οι δυνάμεις του πια τον εγκατέλειψαν άκουσε μία αόρατη φωνή να του λέει: Ρίξε κάτω την Μαρία και θα έχεις καλό ταξίδι᾽. Δεν κατάλαβε. Νόμισε ότι λόγω της κατάστασης που βρισκόταν έχει παραισθήσεις. Δεν έδωσε σημασία. Η φωνή όμως ξανακούστηκε πολύ καθαρά: Σοῦ είπα: Ρίξε κάτω την Μαρία και θα σωθείτε᾽.

᾽Ανασηκώθηκε ταραγμένος και συγκλονισμένος. Κρατήθηκε από το γραφείο του και κάθησε στην καρέκλα. Το βλέμμα του αναζήτησε την εικόνα του Κυρίου και του αγίου Νικολάου. Καρφώθηκε σ᾽ αυτές. Ποιά Μαρία;᾽ Το ερώτημά του γεμάτο απορία απευθυνόταν στον Κύριο. Στο πλήρωμά του δεν υπήρχε γυναίκα. Μήπως κάποια από τους επιβάτες; Μα δεν είναι ασυνήθιστο όνομα. Και γυναίκες υπήρχαν πολλές. Ποιά από όλες ίσως; Σηκώθηκε παραπατώντας και βγήκε στο κατάστρωμα. Πολλοί ήταν καθισμένοι με απλανές βλέμμα στον ορίζοντα, ενώ οι περισσότεροι είχαν ξαπλώσει στα στρωσίδια τους ριγμένοι πια στο έλεος του Θεού. Μια λάμψη φώτισε το πρόσωπό του.

Μαρία!᾽ φώναξε δυνατά. Μαρία!᾽ Μια γυναίκα αναδεύτηκε κι ανασηκώθηκε από ένα στρώμα που κείτουνταν λίγο πιο πέρα από την θέση του καπετάνιου. Τί προστάζεις, κύριε;᾽ Μόνη αυτή αποκρίθηκε στο κάλεσμά του που σημαίνει μόνη αυτή είχε το όνομα Μαρία. Σέ παρακαλώ, κάνε αγάπη κι έλα ως εδώ που θέλω κάτι να σου πω᾽.

Την πήρε και την πήγε στο μικρό γραφείο του. ᾽Εκείνη σαν υπνωτισμένη, χωρίς αντίρρηση τον ακολούθησε. Την έβαλε να καθήσει απέναντί του και της γέμισε ένα κύπελο με νερό. Την κοίταξε προσεκτικά πριν της μιλήσει, προσπαθώντας να καταλάβει τι μυστήριο έκρυβε μέσα της για να τον παραπέμψει η φωνή του Θεού – ήταν βέβαιος γι᾽ αυτό – σ᾽ αυτήν. Ηταν μια νέα γυναίκα η Μαρία κοντά τριάντα ετών, που παρ᾽ όλη την ατημελησιά από την ταλαιπωρία των τόσων ημερών φαινόταν καλοκαμωμένη. ᾽Εκείνο που έκανε εντύπωση όμως στον καπετάνιο κι ένιωσε μια παγωνιά μέσα του ήταν τα μάτια της γυναίκας: θολά και ταραγμένα που πότε τον κοίταζαν ανέκφραστα και πότε κοίταζαν το πάτωμα σαν να ᾽θελαν να κρύψουν κάτι.

᾽Αδελφή μου Μαρία᾽, της είπε ο καπετάν ᾽Ανδρέας σιγανά και στοργικά σπάζοντας την σιωπή και την αμηχανία και των δύο, σέ έφερα εδώ για να σου πω κάτι σχετικά με το πρόβλημα της ακινησίας του πλοίου᾽. Η γυναίκα σαν να το περίμενε αυτό και σήκωσε τα μάτια της έτοιμη να μιλήσει. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Δεν την άφησε ο καπετάνιος. Ακου με, Μαρία, πρώτα κι έπειτα πες ο,τι θέλεις. Λοιπόν, αδελφή μου, πρέπει να σου εξομολογηθώ ότι έχω κάνει πολλές αμαρτίες και για τις αμαρτίες μου αυτές πρόκειται να χαθείτε όλοι σας στο πλοίο!᾽ Η γυναίκα μόλις άκουσε τον λόγο αυτόν έριξε και πάλι το βλέμμα κάτω και σαν να πάλευε με κάποιον αναστέναξε τόσο βαριά που ράγισε την καρδιά του καπετάνιου. Τί ᾽ναι, γυναίκα; Τι σου συμβαίνει;᾽ ᾽Αναμφισβήτητα, κύριε πλοίαρχέ μου᾽, είπε αυτή αργά και πολύ σοβαρά, ἐγώ είμαι η αμαρτωλή᾽. Σταμάτησε. Γυναίκα᾽, μόλις που ακούστηκε η φωνή του καπετάν ᾽Ανδρέα, ποιές αμαρτίες έχεις;᾽ Δεν βιάστηκε να απαντήσει. ᾽Αλλίμονό μου᾽, είπε σε λίγο, γιατί δεν υπάρχει αμαρτία την οποία δεν έπραξα και για τις δικές μου αμαρτίες πρόκειται να χαθείτε όλοι᾽.

Τραντάχτηκε από τους λυγμούς η γυναίκα κι ο καπετάνιος σηκώθηκε να την κρατήσει και να την συνεφέρει. Της έδωσε το κύπελο με το νερό. ᾽Εκείνη ήπιε λίγο και σαν να περίμενε τον λυτρωμό της άρχισε να του εξομολογείται με λόγια που διακόπτονταν διαρκώς από τους λυγμούς της. Εἶμαι αμαρτωλή και άθλια, κύριε πλοίαρχε. Γιατί εγώ που με βλέπετε ήμουν παντρεμένη μ᾽ έναν καλό άνθρωπο με τον οποίο έκανα μαζί του δύο παιδιά, το ένα κάπου εννιά χρονών και το άλλο πέντε. Πέθανε ξαφνικά όμως ο άντρας μου κι έμεινα χήρα. Τον έκλαψα πολύ αλλά άρχισε να με καταλαμβάνει πανικός. Τι θα γινόμουν χήρα γυναίκα, νέα, χωρίς καμμιά δουλειά και με δυό μικρά παιδιά; Συγγενείς δεν είχα να με βοηθήσουν και μου μπήκε η σκέψη να ξαναφτιάξω την ζωή μου, αλλά με κάποιον που ήθελα να μου αρέσει ως άντρας. ᾽Εκεί κοντά που έμενα ζούσε ένας στρατιώτης, νέος και όμορφος. Αυτού η μορφή και η σκέψη καρφώθηκε στην καρδιά μου. Αφησα τον εαυτό μου να τον ερωτευτεί, γιατί είχα δει ότι κι εκείνος με καλόβλεπε. Φαινόταν ότι δεν του ήμουν αδιάφορη από τις ματιές που μου έριχνε όταν περνούσα τον δρόμο.

Εστειλα λοιπόν κάποιον γνωστό μου να του πει για μένα και τον έρωτά μου γι᾽ αυτόν, ώστε αν θέλει να με πάρει γυναίκα του. ᾽Εκείνος όμως απάντησε ότι δεν μπορεί να πάρει γυναίκα που έχει παιδιά από άλλον άνδρα. Αν δεν είχε παιδιά μπορεί να το σκεφτόταν. Ο διάβολος τότε με κυρίευσε. Θόλωσε το μυαλό μου και ένα βράδυ χωρίς σχεδόν να ξέρω τι κάνω, μπροστά στον έρωτά μου γι᾽ αυτόν, η ίδια χωρίς κανέναν συνεργό έσφαξα με τα ίδια μου τα χέρια και τα δυό μου παιδιά.

Σαν αλαφιασμένη τα έθαψα κάπου στην αυλή του σπιτού μου κι ελεύθερη πια, όπως νόμιζα, πήγα στο σπίτι του νέου, ο οποίος τρόμαξε καθώς με είδε τόσο ταραγμένη. Με το πάθος ζωγραφισμένο στο πρόσωπό μου του εξομολογήθηκα τον έρωτά μου γι᾽ αυτόν, προσθέτοντας ότι νά, τώρα, δεν υπάρχει το εμπόδιο των παιδιών που έλεγες, γιατί τα σκότωσα. Είμαστε πια εσύ κι εγώ᾽.

Η αντίδρασή του με συνέφερε. Ασπρισε όταν άκουσε το φονικό που έκανα, πισωπάτησε έτοιμος να σωριαστεί κάτω και με φωνή ξεψυχισμένη μου είπε ότι αυτό που του ζητώ είναι αδύνατον. Αν ήταν αδύνατον επειδή είχα παιδιά άλλου, πολύ περισσότερο ήταν τώρα που είχα βαμμένα τα χέρια μου με αίμα. Και τι αίμα! Των ίδιων των παιδιών μου! Στην συνέχεια γονάτισε, ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό κι άρχισε να λέει σαν να παραμιλάει: Στό όνομα του Κυρίου που κατοικεί στον ουρανό, όχι δεν μπορεί να έχει συμβεί αυτό, δεν μπορεί να έχει συμβεί αυτό, δεν μπορώ να σε πάρω᾽.

Τα πάντα σιωράστηκαν ερείπια μπροστά μου κι είδα την πραγματικότητα: είχα μείνει εντελώς μόνη στον κόσμο, χωρίς καμμιά ελπίδα να ξαναφτιάξω την ζωή μου. Και τότε με έπιασε η μανία τουλάχιστον να σώσω το τομάρι μου. Σαν ζώο πληγωμένο και κυνηγημένο ετοίμασα λίγα πράγματα σ᾽ ένα σάκκο και νύχτα έφυγα από το σπίτι μου, σκεφτόμενη ότι αυτό που έκανα στα παιδιά μου θα γίνει οπωσδήποτε γνωστό και θα με πιάσουν και θα με σκοτώσουν. Νά γλυτώσω, να γλυτώσω᾽ φώναζα αδιάκοπα μέσα μου. Νά φύγω μακριά! Οσο πιο μακριά γίνεται!᾽. Ετσι μπήκα στο πλοίο που βρέθηκε έτοιμο να σαλπάρει και από κει και πέρα έγινε ο,τι έγινε᾽!

Η γυναίκα έπεσε κάτω. Σταμάτησε να μιλάει, ενώ οι λυγμοί συνέχιζαν να τραντάζουν το κουρασμένο της κορμί. ᾽Αλλά και ο καπετάν ᾽Ανδρέας δεν μπορούσε να σταθεί. Εγειρε κι αυτός γονατιστός δίπλα της και της χάϊδευε τα μαλλιά. Το μόνο που έκανε μετά την συγκλονιστική εξομολόγηση της νέας αυτής γυναίκας ήταν να επαναλαμβάνει διαρκώς: Κύριε, ελέησε την δούλη σου Μαρία. Δώσε παρηγοριά στο πονεμένο πλάσμα σου᾽.

Πέρασε ώρα πολλή. Οι λυγμοί της Μαρίας σταμάτησαν αλλά δεν είχε την δύναμη να σηκωθεί. Βρισκόταν κάτω στο έδαφος σαν να ήταν πεθαμένη. Μόνο το στήθος της που τρανταζόταν λίγο από καιρού σε καιρό έδειχνε ότι ήταν ζωντανή. Ο καπετάνιος στηρίχτηκε κάπου και σηκώθηκε. Ενιωθε ένα τεράστιο βάρος πάνω του. Η φωνή τον είχε καλέσει να ρίξει στην θάλασσα την Μαρία για να σωθούν όλοι. Μα δεν έστεργε να πάρει ο ίδιος την απόφαση. Οχι, ο καπετάν ᾽Ανδρέας που είχε αντιμετωπίσει επανειλημμένως φουρτούνες και θύελλες, που η κρίση του ήταν κατακάθαρη μπροστά στα προβλήματα της θάλασσας κι ο λόγος του γινόταν άμεσα αποδεκτός από τους ναύτες του που τον υπεραγαπούσαν, τώρα ένιωθε ανήμπορος. Παρ᾽ όλη την θεϊκή κρίση ο ίδιος δεν μπορούσε να γίνει το εκτελεστικό της όργανο.

Κύριε ελέησόν με᾽, έστρεψε και πάλι το βλέμμα του στον Χριστό που τον κοιτούσε ειρηνικά και στοργικά από την εικόνα. Του ήλθε στο μυαλό το περιστατικό από το ευαγγέλιο με την γυναίκα που οι Φαρισαίοι έπιασαν επ᾽ αυτοφώρω να μοιχεύεται και θέλησαν να την λιθοβολήσουν. Ο αναμάρτητος υμών πρώτος τον λίθον βαλέτω επ᾽ αυτήν᾽ ψιθύρισαν τα χείλη του τον λόγο του Κυρίου. Κύριε, δεν μπορώ να την καταδικάσω. Δεν μπορώ να κάνω αυτό που μου ζητάς!᾽

Πάμε, γυναίκα. Πάμε, αδελφή μου᾽ είπε στην Μαρία και την βοήθησε να ανασηκωθεί. Δεν πρόκειται να σε πετάξω στο πέλαγος. Δεν πάει η καρδιά μου. Παρ᾽ όλες τις αμαρτίες που μου εξομολογήθηκες δεν με έπεισες ότι εσύ είσαι η υπεύθυνη. Ο Κύριος όμως με φώτισε να κάνουμε ένα πείραμα και θα αφήσουμε τον Ιδιο να κάνει αυτό που είναι το άγιο θέλημά Του.

Η γυναίκα χωρίς και πάλι να φέρει καμμία αντίρρηση αφέθηκε στα χέρια του και την καθοδήγησή του. Η εμφάνισή της και μόνο προκαλούσε τον οίκτο και την συμπάθεια. Τα μάτια της όμως φαίνονταν τώρα πιο ήρεμα. Η εξομολόγησή της και η στοργική αποδοχή της από τον καπετάνιο την είχαν φέρει λίγο στα συγκαλά της. Ηταν έτοιμη να δεχτεί τα πάντα. Ηξερε βαθιά μέσα της ότι μόνο η θυσία της θα μπορούσε λίγο να ξεπλύνει το έγκλημά της. Μάχαιρα έλαβες μάχαιρα θα λάβεις᾽ ήλθε στο μυαλό της ο πνευματικός νόμος του λόγου του Θεού. Αρχισε να καταλαβαίνει ότι μια τέτοια θυσία, ο δικός της θάνατος, είναι ίσως η φανέρωση της αγάπης του Θεού απέναντί της. Παραξενεύτηκε που μια τέτοια ώρα ένιωσε κάποιο γλυκασμό μέσα της κι έναν τέτοιο φωτισμό. Ωστόσο έμεινε σε απορία για το πείραμα που της είπε ο καπετάνιος.

Βγήκαν στο κατάστρωμα. Οι επιβάτες και το πλήρωμα σαν να κατάλαβαν ότι κάτι ιδιαίτερο και υπερκόσμιο διαδραματίζεται σταμάτησαν τις κουβέντες και τις φωνές κι έστρεψαν τα μάτια τους σ᾽ εκείνους. Νόμιζε κανείς ότι πρόκειται για δύο πρωταγωνιστές ενός έργου με θεατές όλους τους υπόλοιπους. Μέσα σε απόλυτη πια ησυχία ακούστησε επιβλητική η φωνή του καπετάν ᾽Ανδρέα να λέει προς την Μαρία: Νά, λοιπόν, θα μπω εγώ μέσα στην φελούκα. Κι αν προχωρήσει το πλοίο σημαίνει, γυναίκα, ότι οι δικές μου αμαρτίες εμποδίζουν το πλοίο να φύγει᾽. Εδωσε εντολή στον αρμόδιο και κατέβασε την φελούκα στην θάλασσα, ενώ ο ίδιος μπήκε μέσα. Με τις αισθήσεις όλοι τεντωμένες περίμεναν το αποτέλεσμα. ᾽Αργά αλλά σταθερά έμπαιναν στο νόημα των γεγονότων κι είχε κοπεί η αναπνοή τους. Η φελούκα ακούμπησε πάνω στα ήσυχα νερά. Το πλοίο παρέμεινε καθηλωμένο. Καμμία κίνηση. Το ίδιο και η φελούκα. Δεν ήταν ο καπετάνιος το πρόβλημα. Δεν ήταν αυτός η αιτία.

᾽Ανέβηκε ο καπετάνιος. Ηταν η ώρα της Μαρίας. Απόμακρα άκουσε την φωνή του να της λέει: Κατέβα και συ τώρα στην φελούκα. Η γυναίκα κατέβηκε. Οι κινήσεις της ήταν σταθερές. Ηξερε πως ο,τι θα συμβεί θα είναι ο λυτρωμός όλων. Και ο δικός της λυτρωμός. Κύριε, συγχώρησε τις αμαρτίες της άθλιας δούλης σου᾽ ψιθύριζε διαρκώς. Μόλις κατέβηκε, αμέσως η φελούκα έκανε κάπου πέντε γύρους και πήγε μονοκόμματη στον βυθό. Το πλοίο σαν να λύθηκε από τις αόρατες δυνάμεις που το κρατούσαν ακίνητο και ξεκίνησε. Αρχισε μάλιστα να πλέει τόσο γρήγορα, ώστε διάνυσε σε τρισήμιση ημέρες απόσταση την οποία επρόκειτο να κάνει σε δεκαπέντε.

Ο καπετάνιος δεν φάνηκε παρά ελάχιστα πια μέχρι το τέλος του ταξιδιού. Παρέμεινε κλεισμένος στο μικρό γραφείο του κι είπαν μερικοί ότι τον είδαν από το φινιστρίνι να κλαίει γονατιστός μπροστά στις εικόνες του Χριστού και του αγίου Νικολάου και κατά καιρούς να φωνάζει ζητώντας το έλεος του Θεού για την αμαρτωλή δούλη του Μαρία.

 

Πηγή: synodoiporia.blogspot.gr