Το πρόσωπο του Θεού είναι θανάσιμα φοβερό για τον άνθρωπο;
21 Φεβρουαρίου 2010
«Μη απόστρεψεις το πρόσωπόν σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι, ταχύ επάκουσόν μου. Πρόσχες τη ψυχη μου και λύτρωσαι αυτήν»
(Μέγα Προκείμενον – Ψαλμ. 68,18-19)
Για μια ακόμη φορά, η χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού μας αξιώσε να εισέλθουμε στην ιερή περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Ποιό είναι το νόημα αυτής της περιόδου; Το βρίσκουμε, αριστοτεχνικά εκφρασμένο, στο «Μέγα Προκείμενο» του εσπερινού, ένα από τα δύο Προκειμένα, που ψάλλουμε εναλλάξ στους Κατανυκτικούς Εσπερινούς. Πρόκειται για δύο στίχους του 68ου Ψαλμού.
Ο Δαβίδ δοκιμάζει μεγάλη θλίψη. Βρίσκεται αντιμέτωπος με φοβερούς εχθρούς. Ωστόσο, είναι βέβαιος για την αγάπη του Θεού, και με αυτή τη βεβαιότητα απευθύνεται και Τον παρακαλεί να ακούσει τη δέησή του, να τον λυτρώσει από τους εχθρούς του, να τον απαλλάξει από τις συμφορές του. «Μην αποστρέψεις το πρόσωπο Σου από εμένα τον δούλο Σου, διότι υποφέρω πολύ. Άκουσέ με γρήγορα, χωρίς καθυστέρηση. Δείξε μου προσοχή και ελευθέρωσέ με».
Οι στίχοι, όπως βλέπουμε, αποτελούν δέηση. Είναι μια ισχυρή κραυγή ικεσίας, στα χείλη του Δαβίδ που εκφράζουν συγκεκριμένα αιτήματα που υπαγόρευαν οι τραγικές περιστάσεις στις οποίες βρισκόταν. Στα χείλη τα δικά μας, ολόκληρη την περίοδο της Τεσσαρακοστής, ερμηνεύουν το πνεύμα και το χαρακτήρα αυτής της περιόδου. Συνοψίζουν το περιεχόμενο και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα, τη συντριβή και την κατάνυξη της προσευχής.
Οι θλίψεις και οι διάφορες δοκιμασίες αποτελούν μια αδιαμφισβήτητη μεταπτωτική πραγματικότητα, που ισχύει για όλους τους ανθρώπους· αποτελούν τον κλήρο, τη μερίδα της χριστιανικής ζωής. Η θλίψη της χριστιανικής ζωής δεν είναι πάντοτε αίσθηση φυσική του πόνου. Είναι και αίσθηση ψυχική, η οποία προσδιορίζεται από αίτια πνευματικά. Η συναίσθηση της ανθρώπινης αδυναμίας, η επίγνωση των λαθών και των αποτυχιών, η συνειδητοποίηση του πολέμου από τον πονηρό και τα όργανά του και πάνω απ’ όλα η αίσθηση της θείας απουσίας, συχνά μας θλίβουν. Μας προκαλούν ψυχικό πόνο. Και τότε στρεφόμαστε προς το Θεό και Τον παρακαλούμε να μην αποστρέψει το πρόσωπό Του από μας. Η σχέση μας με το Θεό είναι σχέση προσωπική. Και όπως σε μια ανθρώπινη σχέση επιθυμούμε να δούμε το πρόσωπο του άλλου, έτσι και στη σχέση μας με τον προσωπικό Θεό.
Το γεγονός ότι ο Θεός μπορεί να κάνει αισθητή την παρουσία Του ή μπορεί να μας αφήνει με την αίσθηση της απουσίας Του, είναι απόδειξη αυτής της ζωντανής και πραγματικής σχέσεως.
Συνάντηση, λοιπόν, και επικοινωνία προσωπική σημαίνει να δούμε, να απολαύουμε το πρόσωπο του άλλου. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο στη σχέση του πιστού με το Θεό. Αντίθετα, ό,τι πιο φοβερό και απευκταίο είναι ο άνθρωπος «να μη δει Θεού πρόσωπο»!
Το πρόσωπο του Θεού στην Π. Δ. είναι θανάσιμα φοβερό για τον άνθρωπο. Ακόμη και ο μέγας Μωυσής, στον οποίο μίλησε ο Θεός «ενώπιος ενωπίω»,όταν ζητά να δει τη δόξα του Θεού, δεν τον βλέπει παρά από πίσω.
Ό,τι ήταν αδύνατο στην Π. Δ. έγινε δυνατό στην Κ. Δ., στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Επισημαίνει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης· «η υπόσταση του Υιού που ενανθρώπησε γίνεται κατά κάποιο τρόπο μορφή και πρόσωπο, μέσω του οποίου φτάνουμε στην επίγνωση του Πατέρα».
Οι πιστοί, χάρη στο Άγιο Πνεύμα που κατοικεί μέσα μας και μας ανακαινίζει, μπορούμε «ανακεκαλυμμένω προσώπω», δηλαδή με ακάλυπτο το πρόσωπο, να αντανακλούμε τη δόξα του Κυρίου και να μεταμορφωνόμαστε «από δόξης εις δόξαν»(Β’ Κορ. 3,18).
Η δωρεά αυτή εν τούτοις δεν είναι ακόμα πλήρης. Αποτελεί ελπίδα και προσδοκία. Ό,τι αξιωνόμαστε να βλέπουμε στον παρόντα κόσμο, αυτό γίνεται σαν σε καθρέφτη, αμυδρά. Τότε, στη Βασιλεία των ουρανών, θα αξιωθούμε να δούμε το Θεό «πρόσωπον προς πρόσωπον».
Όσο επιθυμητό και εράσμιο πράγμα είναι η φανέρωση του προσώπου του Θεού, τόσο φοβερό και επώδυνο είναι να το αποστρέφει από μας. Τί σημαίνει άραγε ότι ο Θεός αποστρέφει το πρόσωπο Του;
Μας το εξηγεί ο Μ. Βασίλειος: «Λέμε ότι ο Θεός αποστρέφει το πρόσωπό Του, όταν στις διάφορες περιστάσεις επιτρέπει να περιπέσει κάποιος σε πειρασμούς για να φανερωθεί η πνευματική ανδρεία του αγωνιζομένου ».
Ζητώντας, λοιπόν, να μην αποστρέψει ο Θεός το πρόσωπό Του, τον παρακαλούμε να μη μας εγκαταλείψει στη δύσκολη ώρα. Να μην αποσύρει τη θεϊκή Του σκέπη. Να μην επιτρέψει πειρασμούς που δεν μπορούμε να σηκώσουμε. Και ακόμη, να μας δίνει τη δύναμη, ώστε να μπορούμε να τους υποφέρουμε.
«…Ταχύ επάκουσόν μου, πρόσχες τη ψυχή μου και λύτρωσαι αυτήν».
Ο Δαβίδ ζητά από το Θεό να τον ακούσει, τον παρακαλεί να δώσει προσοχή και να τον λυτρώσει. Οι λόγοι του, μας αποκαλύπτουν την εξάρτησή του από το Θεό· τη βαθιά ανάγκη που αισθάνεται για τη θεία Παρουσία.
Η προσευχή μας δεν μπορεί, δεν πρέπει να είναι κενοί λόγοι. Η αληθινή προσευχή είναι έκφραση πίστεως. Είναι διάλογος αγάπης και κοινωνία προσωπική και όχι ένας συμβατικός μονόλογος χωρίς αξία και νόημα. Λόγια που πέφτουν στο κενό μόλις φύγουν από τα χείλη μας!
Προσευχόμαστε στο Θεό, γιατί έχουμε τη βεβαιότητα πως μας ακούει. Του ζητάμε να μας ακούσει και να μας προσέξει, γιατί γνωρίζουμε πως απευθυνόμαστε στον γεμάτο αγάπη Πατέρα.
Προσοχή όμως! Ποτέ ας μη μας διαφεύγει πως ό ,τι ζητάμε από το Θεό, όσο θερμά και αν Του το ζητάμε, αποτελεί ικεσία και παράκληση και όχι διαταγή. Η προσευχή που δεν συνοδεύεται και από εμπιστοσύνη δεν είναι γνήσια. Πάνω από τη δική μας κρίση οφείλουμε να βάζουμε την κρίση του Θεού και να Του δείχνουμε εμπιστοσύνη· εμπιστοσύνη στην αγάπη και τη σοφία Του.
Η προσευχή πάνω απ’ όλα είναι έκφραση αγάπης. Είναι προσφορά και όχι λήψη. Προσευχόμαστε γιατί αγαπούμε το Θεό και όχι για να λάβουμε από το Θεό. Το γνησιότερο κίνητρο προσευχής είναι ο πόθος του Θεού, η δίψα της λυτρώσεως. Η αληθινή προσευχή ως κέντρο και σημείο αναφοράς έχει το Θεό και την αγάπη Του και όχι το άτομό μας και τις υλικές μας ανάγκες.
Η αληθινή προσευχή είναι αυτοπαράδοση και αυτοεγκατάλειψη στην αγάπη και την πρόνοιά Του. Ζητώντας να μας λυτρώσει, σημαίνει πως θέλουμε ν’ ανήκουμε σ’ Εκείνον και μόνο. Εκείνος να μας κυβερνά, να μας φωτίζει. Η δική Του θεία ζωή να γίνεται και δική μας.
«Μη γίνεσαι άφρων στα αιτήματά σου» μας συμβουλεύει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος. «Γίνε σοφός στις προσευχές σου… Ζήτησε τα τίμια…».
Τα αιτήματα που απευθύνουμε στο Θεό θα πρέπει να τα διακρίνει η φρόνηση και όχι η αφροσύνη. Να αποδεικνυόμαστε ώριμοι πνευματικά στις προσευχές μας. Και να ζητάμε αυτά που έχουν αληθινή και αιώνια αξία και όχι πράγματα ασήμαντα ή μάταια· να ζητάμε « τα κρείττονα και σωτηρίας εχόμενα» κατά την έκφραση του αποστόλου Παύλου
Η πύλη της Μεγάλης Τεσσαρακοστής άνοιξε και η Εκκλησία μας προσκαλεί όλους μας, τα παιδιά της, να αναλάβουμε τον καλόν αγώνα της πίστεως.
Για να κάνουμε όμως αυτόν τον αγώνα έχουμε ανάγκη από τη δύναμη του Θεού, από το προστατευτικό βλέμμα και την ευμένεια του θείου προσώπου Του.
Αυτό μας συμβουλεύει και ο Μ. Βασίλειος να παρακαλούμε συνεχώς :
«Ας ευχόμαστε πάντοτε να λάμπει πάνω μας το πρόσωπο του Θεού, ώστε να είμαστε ιεροπρεπείς στη συμπεριφορά, πράοι και η θερμή διάθεσή μας για καθετί το καλό να μας διατηρεί με κάθε τρόπο ατάραχους». Αμήν.
(Μητρ. Ν. Σμύρνης Συμεών. «Στο κατώφλι της Μ. Τεσσαρακοστής»)