Η Τεράστια Κοινωνική Σημασία των Βλακών στο Σύγχρονο Βίο
8 Φεβρουαρίου 2010
Δημήτριος Καρατζίδης
Πολιτικός Επιστήμονας – Διεθνολόγος
Το δοκίμιο «Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω», του συγραφέα Ευάγγελου Λεμπέση (1906-1968), δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον μηνιάτικο νομικό έντυπο «Εφημερίς των Ελλήνων Νομικών», τον Σεπτέμβριο 1941. Στο δοκίμιό του ο συγγραφέας κατατάσσει τους βλάκες σε δύο τελείως αντίθετες μεταξύ τους ομάδες: α) αυτούς που καταλαμβάνουν τις υποδεέστερες θέσεις στην κοινωνία και β) αυτούς που κατέχουν σπουδαίες θέσεις στην κοινωνία (κυβερνώσα elite). Επίσης εξετάζει το φαινόμενο μερικών ευφυών ανθρώπων, οι οποίοι διαισθανόμενοι με το ένστικτό τους τον ανυπέρβλητο ρόλο των βλακών και τη λαμπρή τους κοινωνική σταδιοδρομία, αποφασίζουν να παίξουν το ρόλο αυτό, για ν’ ανέβουν, «κάνοντας την πάπια». Μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα αποσπάσματα του έργου του είναι τα παρακάτω:
«Αν ο βλάκας καταφεύγει στην επιτηδειότητα λόγω των φτωχών πνευματικών του μέσων, απ’ την ίδια έλλειψη ανωτέρων πνευματικών μέσων οδηγείται και στην απάτη. Όπως είναι γνωστό απάτη είναι η αποσιώπηση της αλήθειας ή η παρουσίαση ψευδών πραγμάτων σαν αληθινών. Από τον ίδιο τον ορισμό της συμπεραίνεται ότι η απάτη δεν εξηγεί την ευφυία του απατεώνα αλλά την ευπιστία του θύματος».
«… η παραγωγή βλακών δεν είναι ταξική. … Ο βλάκας υπουργός, που άγεται και φέρεται από τους υπαλλήλους του και τα μέλη ενός εργατικού σωματείου, που τα εκμεταλλεύεται ο πονηρός εργατοκάπηλος, αποτελούν δύο αντίθετα παραδείγματα του γεγονότος, ότι η βλακεία δεν έχει ταξική πατρίδα».
«Κι όταν ακόμη ο βλάκας με τη μορφή του επιτήδειου ή του απατεώνα, εξαναγκαστεί να δώσει μάχη, θα τη δώσει με τα πνευματικά ευκολότερα και συνεπώς ανηθικότερα όπλα: το ψέμα, τη διαστροφή, τη ραδιουργία και τη συκοφαντία. Από δω βγαίνει και το ακλόνητο δόγμα: η ανηθικότητα είναι αποκλειστικό προϊόν των βλακών».
Εκτός από το παραπάνω δοκίμιο, ο Ευάγγελος Λεμπέσης, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Νέα ημέρα» το 1936, με τίτλο «ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ», που αναφέρεται στους μαζικούς διορισμούς καθηγητών πανεπιστημίου που έγιναν επί 4ης Αυγούστου, γράφει: Η επιστήμη στην Ελλάδα υπήρξε ανέκαθεν άτυχη υπόθεση, για πολλούς και διαφόρους λόγους, τους οποίους και θα εξετάσουμε εδώ. Ότι και η επιστήμη έτσι κι αλλιώς αποτελεί μια εκδήλωση του κοινωνικού και πολιτιστικού επιπέδου ενός δεδομένου λαού, αυτό είναι αναμφισβήτητο. Στην ελληνική κοινωνία έχει λείψει ο μοναδικός εκείνος παράγοντας, ο οποίος από το ήθος και την διαμόρφωσή του αποτελεί τη βάση για την ανάδειξη κάθε επιστήμονα και τον αυστηρό φραγμό έναντι κάθε επιστημονικής κατάπτωσης και εναντίον κάθε αντιεπιστημονικού εκτραχηλισμού: αυτός ο παράγοντας είναι το μορφωμένο κοινό που ελέγχει, το αυστηρό κοινό των σοβαρά καταρτισμένων ειδικών κι αρμοδίων κύκλων, αλλά και το ευρύτερο σοβαρά μορφωμένο κοινό, που στην πλειονότητά του είναι το ίδιο κοινό, τα ίδια πρόσωπα, με την έννοια της πολύπλευρης και συμμετρικής ανάπτυξης των ψυχικών και πνευματικών δυνάμεων κάθε ατόμου, οποιασδήποτε ειδικότητας.
Τη β’ έκδοση (2003) του βιβλίου «Η Τεράστια Κοινωνική Σημασία των Βλακών στο Σύγχρονο Βίο. Μελέτη Κοινωνιολογική και Ψυχολογική», των εκδόσεων Σπηλιώτη, την προλογίζει ο ποιητής Θωμάς Γκόρμπας. Αξίζει να διαβάσουμε μερικά αποσπάσματα από αυτόν τον πρόλογο με τίτλο «ΕΝΑΣ ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ ΤΗΣ ΔΕΞΙΑΣ»:
«Οι σημερινοί πράκτορες ξένων χωρών στην Ελλάδα έχουν τους απώτερους προγόνους τους στους αγγλόφιλους, γαλλόφιλους και ρωσόφιλους διορισμένους οπλαρχηγούς του ’21 – δεν υπάρχουν Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής τότε, θα μας τις φέρει το τέλος του εμφυλίου πολέμου 1947-1949. Όμως κατά την, απελευθερωτική μας επανάσταση που δεν τελείωσε ακόμα έχουμε και οπλαρχηγούς πράκτορες των ελληνικών συμφερόντων μόνον (Καραϊσκάκης, Ραζηκότσικας, Μπότσαρης, Διάκος … )».
«Πάντα στον κατακαημένο τόπο• υπήρχαν συγγραφείς, καλλιτέχνες και διανοούμενοι, ελάχιστο ποσοστό από το σύνολο, οι οποίοι και σπουδαίοι δημιουργοί ήταν και πατριώτες. … Όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν πέρασαν καλά στη ζωή τους, γιατί δεν έγλυψαν, δεν ρουφιάνεψαν, δεν έκαναν θελήματα – και το έργο τους είναι μονίμως υπό ανακάλυψιν».
«Η τραγωδία είναι παλιά. Το κράτος της νεότερης Ελλάδας όχι μόνο δεν δημιουργήθηκε από ιθαγενείς, αλλά και πολέμησε και συχνά εξόvτωσε όλους εκείνους που είχαν τη δυνατότητα αλλά και το πάθος να το ανακατασκευάσουν, να το προσαρμόσουν, να το ξεβρωμίσουν, να το ξεσκουριάσουν και να το θέσουν στην υπηρεσία των εθνικών αναγκών».
«Η «χαμηλή ποιότητα» ζωής είναι ένα από τα αειθαλή εθνικά μας χαρακτηριστικά και είναι αποτέλεσμα της μιζέριας, της κουτοπονηριάς, της αμνησίας, της έλλειψης καλλιέργειας, της τσαπατσουλιάς, της αγραμματοσύνης και βλαχοδημαρχικής ψυχοκατασκευής και συμπεριφοράς των “διδασκάλων”, διορισμένων σχεδόν πάντα από τον κ. Boυλευτή ή τον κ. υπουργό ..».
«Ακόμα, ένα άλλο σύμπτωμα, που περνάει «απαρατήρητο» χτες και σήμερα από τους «δημοσιογράφους» και τους άλλους πολιτικούς τάχα, παρατηρητές είναι ότι στρατιές ανθρώπων; που κάθε τόσο ξεκινάνε από την και ως αυτή τη στιγμή λεγόμενη «Αριστερά» (πολιτευόμενοι, επιστήμoνες, διανοούμενοι κλπ.) αεροκοπανάν (και συχνά βρωμίζουν) «μαρξιστικά» με μοναδικό σκοπό ν’ ανεβάσουν τις μετοχές τους στο χώρο και τους μηχανισμούς της και ως αυτή τη στιγμή λεγόμενης «Δεξιάς», που και αργά ή γρήγορα εισέρχονται, καμιά φορά, αν είναι δυνατόν, και με τις ευλογίες της «Αριστεράς».
«Η σοβαρότητα στον νεοέλληνα διανooύμενo ήταν και είναι κάτι το σπάνιο. Οι περισσότεροι ταυτίζουν τους σκοπούς της έκφρασης, της δημιουργίας, της έρευνας, με την καλή (προίκα) παντρειά, την αργομισθία, τα διάφορα προεδριλίκια της ξεφτίλας, τα διάφορα βραβεία που συνήθως κρετίνοι δίνουν σε κρετίνους, τις χορηγίες (κρατικές, παρακρατικές, αμερικάνικες, ακαδημαϊκές, χουντικές) …».
«Είναι τυχαίο το ότι όλοι εκείνοι που με σοβαρότητα και συνέπεια δημιούργησαν, σκέφτηκαν και συμπεριφέρθηκαν σ’ αυτόν τον τόπο μόνο συκοφαντίες, βάσανα και αχαριστία εισέπραξαν; Και πενήντα και εκατό χρόνια από το θάνατό τους ποτέ δεν αποτέλεσε το έργο τους αντικείμενο μελέτης και μνήμης, ούτε στην εκπαίδευση (ποια εκπαίδευση; αυτή που απεργεί και μόνο γι’ αυξήσεις και επιδόματα και πάντα Δευτέρα, Παρασκευή ή παραμονή αργιών;) ούτε στους ψευτοπολιτιστικούς φορείς (Ακαδημία, λογοτεχνικά σωματεία κλπ.). Είναι υποχρεωμένος όποιος σκέφτεται σαν εμένα, με πολύ πόνο, να ελπίζει σε κάποιους μελλοντικούς νεοέλληνες, σε κάποιους καλύτερους που ολοένα έρχονται εκατόν πενήντα χρόνια τώρα κι ακόμα δεν ήρθαν, που θα μάθουν την εθνική (πολιτιστική) τους ταυτότητα και θα την αποδεχτούν. Θα μάθουν και θ’ αποδεχτούν και θα τιμήσουν, πριν απ’ όλα βάζοντάς τους μέσα στα αισθήματά τους και μέσα στη ζωή τους Βλαχογιάννηδες, τους Κονδυλάκηδες, τους Χατζόπουλους, τους Βώκους, τους Βουτυράδες, τους Χαλεπάδες, τους Λύτρηδες, τους Μπουζιάνηδες, τους Στέρηδες …».
«Οι σημερινοί αριστεροδεξιοί και δεξιοαριστεροί πολιτευόμενοι όπως όταν λένε «εργαζόμενοι» εννοούν αυτούς που έχουν διορίσει ή κι αυτούς που πρόκειται να διορίσουν, εννοούν τους υποαπασχολούμενους εκπαιδευτικούς, απ’ το νηπιαγωγείο ως το πανεπιστήμιο, τους σκουπιδιάρηδες, τους χωροφύλακες, τους ταξιτζήδες, τα σαλιγκάρια των υπουργείων και των οργανισμών, τους τραπεζικούς και όποιους άλλους τέτοιους. Αντίστοιχα όταν μιλάνε για πολιτισμό και κουλτούρα και τους εκπροσώπους της εννοούν τους κρετίνους παντός είδους τους εγγεγραμμένους στα λεγόμενα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά σωματεία κι άλλους τόσους που έχουν κάνει αίτηση να εγγραφούν με την κρυφή ελπίδα να τυπώσουν κι αυτοί μπιλιέτο με τον τίτλο του «μέλους» και να συνταξιοδοτηθούν, αυτοί οι πρώην και νυν δασκαλάκοι, έμποροι, βιοτέχνες, μπακάληδες κ.λπ. Και εννοούν τις οικτρές διμοιρίες των τυχάρπαστων και σαλτιμπάγκων που κουβαλιώνται με τα δημόσια λεφτά στα διάφορα πανηγύρια, ντόπια και ξένα, προς περιττόν εξευτελισμόν της προ πολλού εξευτελισμένης πολιτιστικής Ελλάδας εδώ και έξω, που κηδεμονεύουν κατώτεροι υπάλληλοι του Τουρισμού και του υπουργείου Πολιτισμού και ευλογούν διάφοροι … ».
«Αλλά ας έρθουμε στον Λεμπέση. Αυτά που έγραψε αυτός ο άνθρωπος πριν πενήντα και εβδομήντα χρόνια, τα έγραφε προφανώς για χίλιους Έλληνες με την ελπίδα αυτοί οι χίλιοι σε μια ξένη χώρα που είναι η χώρα τους να ήταν τώρα περισσότεροι».
«Ο Λεμπέσης, που πέθανε το 1968, τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε δύσκολα, παραμένοντας έντιμος, απόλυτος για πολλές από τις θεωρίες του και μαζί τραγικά διαψευσμένος από την πορεία της χώρας μετά τον εμφύλιο. Έμεινε και αυτός φυλακισμένος σ’ ένα δικό του κόσμο μακριά απ’ την πραγματικότητα που δεν ήταν άλλο από ιδεολογικές συναλλαγές, πολιτιστική αθλιότητα, αδιέξοδα και μπαλώματα στην εξωτερική πολιτική, στην οικονομία, στην εκπαίδευση, στη δημόσια διοίκηση …»
Ο εκδότης Γιώργος Μ. Σπηλιώτης, έγραψε για τον Θωμά Γκόρμπα, ο οποίος προλόγισε το παραπάνω βιβλίο του Ευάγγελου Λεμπέση, τα ακόλουθα.: «Το βιβλίο αυτό ήταν στο τυπογραφείο για τη δεύτερή του έκδοση, όταν ο ποιητής Θωμάς Γκόρμπας που το προλόγιζε και επιμελήθηκε, έφυγε για το μεγάλο ταξίδι. Αθόρυβα, ενώ οι βλάκες παραμένουν, ως συνήθως, να μας «κυβερνούν», να μας «σκοτώνουν παγκοσμίως τώρα πια, (globally). Μόνο μια εφημερίδα έγραψε για τη φυγή του. Οι άλλες; Σιωπή ή σιωπή των αμνών των ηλιθίων των τρωκτικών (τα τρωκτικά σπανίως ομιλούν, ενίοτε μουγκρίζουν ή ρεύονται). … Ήταν, Θωμά, μια τελευταία προσβολή αλλά και συνάμα ένας ύμνος πως δεν ήσουν δικός τους.»
Πηγή: Ινφωγνώμων