Η θαυμαστή εμφάνιση της Παναγίας στον Όσιο Σέργιο του Ραντονέζ
18 Οκτωβρίου 2019
Μιὰ νύκτα, ὁ Ὅσιος Σέργιος στεκόταν μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ προσευχόταν: -Παναγία, Μητέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐλπίδα καὶ προστασία τῶν πιστῶν, γίνε μεσίτρια γιὰ μᾶς τοὺς ἀναξίους. Ἱκέτευε τὸν Υἱὸ καὶ Θεό Σου νὰ ἐκδηλώνει τὴν εὐσπλαγχνία του στὸν ἅγιο αὐτὸ τόπο. Ἐσένα, τὴν Μητέρα τοῦ γλυκύτατου Χριστοῦ, καλοῦμε σὲ βοήθεια οἱ δοῦλοί Σου, γιατὶ ἐσὺ εἶσαι γιὰ ὅλους μας καταφυγή, καὶ δύναμις. Τελειώνοντας τὴν προσευχὴ αὐτή, καθὼς καὶ τὸν εὐχαριστήριο κανόνα πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, κάθησε γιὰ λίγο νὰ πάρει μία ἀνάσα. Ξαφνικά, λέει στὸν μαθητή του Μιχαία: -Παιδί μου, μεῖνε ἄγρυπνος καὶ νηφάλιος. Σὲ λίγο θὰ ἔχουμε μία θαυμαστὴ ἐπίσκεψη. Μόλις πρόλαβε νὰ προφέρει τὰ λόγια αὐτά, ἀκούσθηκε μία φωνή: -Ἰδού, ἔρχεται ἡ Πανάχραντη.
Ὁ Ἅγιος βγῆκε γρήγορα ἀπὸ τὸ κελλί του στὸν προθάλαμο, ὅπου τὸν περιέβαλε ἕνα φῶς, πιὸ λαμπρὸ καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ἀξιώθηκε νὰ δῆ ὁλοφώτεινη τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ συνοδευόμενη ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο καὶ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη. Μὴ μπορώντας νὰ ἀντέξει τὴν ἐκτυφλωτικὴ λαμπρότητα τοῦ ὁράματος, ὁ Ὅσιος ἔπεσε καταγῆς. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἔσκυψε, τὸν ἄγγιξε μὲ τὰ χέρια της καὶ τοῦ εἶπε: -Μὴ φοβᾶσαι ἐκλεκτέ μου! Ἦλθα νὰ σὲ ἐπισκεφτῶ, γιατὶ ἄκουσα τὶς προσευχὲς ποὺ κάνεις γιὰ τὸ μοναστήρι καὶ τοὺς ἀδελφούς. Μὴ λυπᾶσαι καὶ μὴν ἀνησυχῆς λοιπὸν γιὰ τὴν μονὴ αὐτή. Ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θὰ ἔχει κάθε εὐλογία. Δὲν θὰ παύσω νὰ φροντίζω γιὰ τὸν τόπο αὐτὸ καὶ τώρα ποὺ ζῆς, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἐκδημία σου. Ἡ ὑπερκόσμιος λάμψις ἔσβησε καὶ ὁ Ἅγιος παρέμεινε ἄναυδος. Μόλις συνῆλθε βλέπει τὸν μαθητή του ἀκίνητο σὰν νεκρό, ἀπὸ τὸν φόβο καὶ τὴν ἔκπληξη. Τὸν βοήθησε νὰ συνέλθη. Ἐκεῖνος ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ γέροντα λέγοντας: -Πάτερ, γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, μίλησέ μου γιὰ αὐτὸ τὸ θαυμαστὸ ὅραμα. Μὲ συγκλόνισε τόσο ποὺ νοιώθω τὴν ψυχή μου νὰ χωρίζεται ἀπὸ το σῶμα -Παιδί μου, περίμενε λίγο γιατὶ καὶ ἐγὼ δὲν μπορῶ ἀκόμη νὰ συνέλθω· τοῦ ἀπάντησε γεμάτος θεϊκὴ χαρά, καὶ ἀνέκφραστη εὐφροσύνη ὁ Ὅσιος. Ἔπειτα διέκοψε τὴν σιωπή: -Εἰδοποίησε νὰ ἔλθει ἐδῶ ὁ π. Ἰσαὰκ καὶ ὁ π. Συμεών. Ὅταν ἦλθαν οἱ πατέρες, τοὺς διηγήθηκε μὲ λεπτομέρειες τὴν θαυμαστὴ ἐπίσκεψη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τῶν δύο Ἀποστόλων. Οἱ καρδιὲς ὅλων πλημμύρισαν ἀπὸ συγκίνηση καὶ χαρά. Ἔψαλαν τὴν παράκληση πρὸς τὴν Παναγία, καὶ ὁ Ὅσιος παρεμεινε ὅλη τὴν νύκτα ἄγρυπνος συλλογιζόμενος τὸ ὅραμα καὶ εὐγνωμονώντας τὴν Πανάχραντη. Τὸ γεγονὸς αὐτό, ἔγινε τὸ 1338, τέσσερα χρόνια πρὶν τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου.