Το μέγιστο δικαίωμα του ανθρώπου
24 Δεκεμβρίου 2009
«Εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αντού… ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν».
Το θέμα περί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επανέρχεται σε ποικίλους τόνους στους λόγους και στα κείμενα της εποχής μας. Όλοι σχεδόν αναφέρονται σ’ αυτά κάθε τόσο, ακόμη κι εκείνοι που δεν τα σέβονται στην πράξη. Ασφαλώς αποτελεί μεγάλη κοινωνική κατάκτηση ο σεβασμός του κάθε ανθρωπίνου προσώπου από το κράτος και τους διαφόρους φορείς εξουσίας. «Το φως το της γνώσεως» όμως, που καταυγάζει αυτή την εορτή της Χριστιανοσύνης, έρχεται να μας υπενθυμίσει το μέγιστο, και σε πολλούς άγνωστο και απίστευτο, δικαίωμα του ανθρώπου: Το δικαίωμα που μας χάρισε ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού, ο Χριστός, να γίνουμε «υιοί Θεού», να απολαύσουμε τη θεία υιοθεσία, με όλα όσα συνεπάγεται τούτο το δώρο στη ζωή την παρούσα και την επέκτεινα.
Σε πολλούς βέβαια η αλήθεια αυτή για τη θεόσδοτη δυνατότητα του ανθρώπου να γίνει κατά χάρη «υιός Θεού», να προχωρήσει με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος στην κατά χάρη «θέωση», φαίνεται τελείως απίστευτη. Και είναι πράγματι τόσο εκπληκτικό, ακατανόητο και ασύλληπτο αυτό το όραμα του Ευαγγελίου για το σκοπό της υπάρξεώς μας, ώστε να φαίνεται αδιανόητο χωρίς τη χριστιανική πίστη, χωρίς το φωτισμό του Τριαδικού Θεού. Δεν συνεπάγεται όμως ότι η αλήθεια αυτή είναι λιγότερο βέβαιη. Ο Λόγος του Θεού, ο οποίος «Σαρξ εγένετο», σε όσους Τον δέχθηκαν «έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού».
Σε μια βαθύτερη ανάλυση, όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, η ελευθερία, η ισότητα, η αξιοπρέπεια, μέσα στη χριστιανική προοπτική θεμελιώνονται στερεότερα, εξισορροπούν και εναρμονίζονται. Ο Υιός του Θεού προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, την αναγέννησε και την θέωσε. Η θεία υιοθεσία έχει γίνει δικαίωμα κάθε ανθρώπου, κάθε φυλής, ανεξαρτήτως καταγωγής, φύλου, μορφώσεως. Έτσι κάθε άνθρωπος είναι πρόσωπο ιερό, πλασμένο για κάτι ασύγκριτα μεγάλο και δικαιούται το σεβασμό από την οργανωμένη κοινωνία. Καμιά εξουσία, όση δύναμη κι αν διαθέτει, δεν μπορεί να του το αμφισβητήσει.
Στα μύχια του ανθρώπου υπάρχει η έφεση προς τα άνω, ο πόθος για μετάβαση σε ύψη θεϊκά. Άλλωστε, σ’ αυτό το κρίσιμο σημείο κορυφώθηκε το ανθρώπινο δράμα, όταν επεδίωξε να πραγματοποιήσει την υπέρβαση της φύσεως του, τη θέωσή του, με τρόπο αλαζονικό. Μια έξοχη ποιητική σύνοψη της πτώσεως και της λυτρώσεως τοΰ ανθρώπου δίνει ο ύμνος της Εκκλησίας μας: «Ισωθήναι πόθον μοι ενθείς όφις ο παμπόνηρος τω Πλαστουργώ, αιχμάλωτον ήρπασε· δια σου δε, Πάναγνε, ανακέκλημαι θεωθείς αληθέστατα· συ γάρ, Θεομήτορ, τον εμέ θεώσαντα γεγέννηκας».
«Το παμπόνηρο φίδι (ο διάβολος) βάζοντας μέσα μου τον πόθο να γίνω ίσος με τον Πλαστουργό, με αιχμαλώτισε. Με σένα όμως, Πάναγνε (Παναγία), ανακλήθηκα (από την αιχμαλωσία) και στ’ αλήθεια θεώθηκα· διότι εσύ, Μητέρα του Θεού, γέννησες Αυτόν που με θέωσε».
Ο άνθρωπος συμμετέχει στη ζωή Εκείνου από τον όποιον έχει υιοθετηθεί. Τελικά καλούμεθα να γίνουμε «θείας κοινωνοί φύσεως». Η ζωή των υιών του Θεού είναι για τους πιστούς από τώρα μια ψηλαφητή πραγματικότητα, και θα φθάσει η μέρα που η πραγματικότητα αυτή θα ολοκληρωθεί και θα φανεί στην πληρότητα της .
«Εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού, …ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν».
Υπάρχει όμως και μια άλλη πλευρά, που φαίνεται απίστευτη και ακατανόητη στον κοινό λογισμό: το πως οδηγούμαστε σ’ αυτό το σκοπό της θείας υιοθεσίας, της κατά χάρη θεώσεως. Η γιορτή των Χριστουγέννων το αποσαφηνίζει: Με την «κένωση», την ταπείνωση, τη λιτότητα, την αθωότητα. Κι αυτό βέβαια παραμένει εκ πρώτης όψεως εξίσου παράδοξο και απαράδεκτο για τη νοοτροπία της εποχής μας, που χορεύει με αλαζονεία και ιδιοτέλεια στον μανιακό ρυθμό της πλεονεξίας, της πονηρίας, της εκμεταλλεύσεως των πάντων, ανθρώπων και φύσεως.
Ο νεογέννητος στη φάτνη Χριστός μας καλεί να επανεύρουμε την αθωότητα. Στις πρώτες αναπνοές Του εδώ στη γη, Τον παρακολουθεί η τρυφερότητα της πάναγνης Μητέρας. Η χαρούμενη ταπείνωση παραμένει ο δρόμος όλων των τιμίων και ανιδιοτελών αγωνιστών, που αντλούν αδιάκοπα έμπνευση και δύναμη από τον ταπεινό Ιησού, ο οποίος συνέτριψε με την κένωσή Του την αλαζονεία, αυτή τη δαιμονική τάση που φωλιάζει στα κατάβαθα του είναι μας και καταστρέφει τον κοινωνικό ιστό. Η αλαζονεία, με όλα όσα την ακολουθούν, απομονώνει τους ανθρώπους σε ψευδαισθήσεις ισχύος και σε ανείπωτη σκληρότητα. Ο ταπεινός και πράος Ιησούς ξαναδίνει μια άλλη δυναμική στις ανθρώπινες σχέσεις και κοινωνίες. Φέρνει κοντά τους ανθρώπους, τους αποκαλύπτει το μεγάλο δικαίωμα ν’ αγαπήσουν και να αγαπηθούν, να μετάσχουν στη ζωή αγάπης της Αγίας Τριάδος.
Ο Ιησούς Χριστός έδωσε αμεσότερα τον τίτλο των «υιών Θεού» στους ειρηνοποιούς και σ’ αυτούς που αγαπούν τους εχθρούς τους και ανιδιοτελώς αγαθοεργούν. Το προνόμιο να είμαστε εξ υιοθεσίας υιοί Θεού βρίσκει την πιο πειστική έκφρασή του όταν γινόμαστε παράγοντες ειρήνης και αλληλοκατανοήσεως, όπου και αν βρισκόμαστε: στο συγγενικό μας περιβάλλον, στον εργασιακό χώρο, στην κοινωνία, τη χώρα, την ευρύτερη περιοχή μας. Όποια θέση κι αν κατέχουμε, μεγάλη ή μικρή, όποια επιρροή κι αν διαθέτουμε. Αλλά κυρίως κορυφώνεται στην αγάπη προς αυτούς οι οποίοι μας αντιπαθούν, μας αδικούν, μας καταδιώκουν. Και γενικά στην αγαθοεργία χωρίς απαίτηση ή προσδοκία ανταποδόσεως · «και έσεσθε υιοί υψίστου».
Αυτές οι γιορτές, που αρχίζουν με τα Χριστούγεννα και κορυφώνονται στα Θεοφάνεια, καθώς υμνούν «του μυστηρίου τη φανέρωση», αποτελούν νέο κάλεσμα προς όλους μας για να τονώσουμε όλα αυτά τα χαρίσματα μέσα μας, για να τα εκφράσουμε ενεργώς, ενισχύοντας την πίστη μας στον τελικό μας σκοπό. Ο συγκεχυμένος σύγχρονος πολιτισμός προτείνει διάφορες διεξόδους για την ευτυχία, για την ανάταση που ο άνθρωπος ποθεί. Τα ναρκωτικά, που είναι η πιο απατηλή, παρασύρουν δυστυχώς όλο και περισσότερους νέους ανθρώπους σε εξορία από την πραγματικότητα, σε αυτοδιάλυση. Υπάρχουν όμως και άλλα, εκλεπτυσμένα ναρκωτικά -φαύλα θεάματα, αθέμιτες σχέσεις, παραθρησκευτικά κατασκευάσματα, παράφορα πάθη- που σαγηνεύουν και οδηγούν σε τραγικές δεσμεύσεις και αποσύνθεση της προσωπικότητος· καθώς και άλλες σκοτεινές εσωτερικές παρορμήσεις, που ωθούν στη βία, τις ιδιοτελείς συγκρούσεις, τις αδίστακτες αιματοχυσίες, την πολύμορφη κτηνωδία. Το ουσιαστικό δικαίωμα του ελεύθερου ανθρώπου δεν είναι να κάνει ό,τι τύχει, ό,τι θέλει, αλλά αυτό που πρέπει να θέλει για να πετύχει τον προορισμό του. Αυτό, όπως αποκαλύπτει το Ευαγγέλιο και φωτίζει αυτή η γιορτή, είναι ν’ αγαπήσουμε όπως ο Χριστός, που μας χάρισε το δώρο της υιοθεσίας, την προοπτική μιας απέραντης αγάπης η οποία υπερβαίνει κάθε γνωστική περιγραφή.
Ευλογημένα τα φετεινά Χριστούγεννα, αδελφοί μου! Γεμάτα φως, ειρήνη, ελπίδα, ανεξικακία και αγαθοσύνη. Όσο σκληρή κι αν φαίνεται ή ζωή μας, ας κρατάμε πάντοτε ζωντανή μέσα μας αυτή τη βεβαιότητα ότι έχουμε κληθεί για κάτι ασύγκριτα μεγάλο. Μας έχει υιοθετήσει ο άπειρος Θεός, για να γίνουμε κατά χάρη τέκνα Του. Καιρός να συνειδητοποιήσουμε το μέγιστο αυτό δικαίωμα που μας χάρισε ο Θεός με την ενανθρώπηση του Λόγου Του και με όλη τη θεία οικονομία που ακολούθησε, το σταυρό και την ανάσταση του Χριστού.
Μέσα σ’ αυτό το φως του «Ηλίου της Δικαιοσύνης» ας κινείται η ζωή μας ακολουθώντας το δικό Του πρότυπο, τη δική Του ανιδιοτελή αγάπη και ειρηνοποιό ακτινοβολία, που εκφράζεται με αγνότητα, ταπείνωση, σθένος και απλότητα. Την αξιοπρέπεια, που δώρισε ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού στο ανθρώπινο γένος, ας τη χαρούμε ο καθένας μας προσωπικά. Και με τον ίδιο σεβασμό ας σταθούμε κοντά στον κάθε ένα που θα συναντήσουμε κατά το χρόνο που έρχεται. Ευφρόσυνα και ευλογημένα Χριστούγεννα!
( Αναστασίου, Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας, «Θεός εφανερώθη εν σαρκί…». Εκδ. Μαΐστρος, 2006)