Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου-Παράπονα
30 Ιανουαρίου 2014
Εισαγωγικά
Πόσο επίκαιρος ο λόγος του άγιου Πατέρα! Νομίζει κανείς, ότι τα λόγια αυτά αφορούν τους Χριστιανούς πιστούς της σήμερον. Άραγε, γνωρίζουν οι πιστοί, ότι η θ. λειτουργία είναι μια πρόγευση της Βασιλείας των Ουρανών («Μεμνημένοι τοίνυν της σωτηρίου ταύτης εντολής………., της δευτέρας και ενδόξου πάλιν παρουσίας»); Γνωρίζουν, ότι τη λειτουργία προσφέρει ο ίδιος ο Χριστός στον Πατέρα του, μαζί με το πλήρωμα της Εκκλησίας («συ ει ο προσφέρων και προσφερόμενος……….»); Κατανοούν τον αποστολικό και ευαγγελικό λόγο («……….και τους της διανοίας ημών οφθαλμούς διάνοιξον εις την των ευαγγελικών σου κηρυγμάτων κατανόησιν……….»); Γνωρίζουν, ότι ο Χριστός προσωποποιείται στο πρόσωπο του Αρχιερέα ή του Ιερέα, που είναι «εις τύπον και τόπον Χριστού»; Γνωρίζουν, ότι κατά χάριν θεωρούνται άγιοι κατά την θ. μετάληψη («τα άγια τοις αγίοις»), ενώ «εις άγιος, εις Κύριος Ιησούς Χριστός…..…..» (άγιος Νικόλαος Καβάσιλας); Γνωρίζουν, ότι έχουν αυτούσιο το Χριστό, από τη στιγμή της αναπομπής της ευχής «Μεταβαλών τω Πνεύματί σου το αγίω», μέχρι την κατάλυση από τον Ιερέα; Γνωρίζουν, ότι κοινωνούν το σώμα και το αίμα του ανθρώπου Χριστού, μαζί με τον Θεό Χριστό, «εις άφεσιν αμαρτιών»; Δηλ. ότι κατά θεία παραχώρηση, αλλά και εντολή γίνονται ανθρωποφάγοι και θεοφάγοι; Γνωρίζουν όλα αυτά τα καταπληκτικά μυστήρια, που συντελούνται και όταν τρώγουν τον Θεάνθρωπο Χριστό «θεούνται» γενόμενοι κατά χάριν ανθρωποθεοί (άγιος Μάξιμος Ομολογητής); Αν τα γνωρίζουν όλα αυτά, τότε προσέρχονται με φόβο Θεού (δηλ. φόβο μη εκτέλεσης των εντολών του, κατά το «Ένθες ημίν και τον των μακαρίων σου εντολών φόβον……….»), έχουν Πίστη («ώστε όρη μεθιστάνειν») και Αγάπη προς τον Θεό και τον συνάθρωπο (αγάπη που «μακροθυμεί, χρηστεύεται, ου ζηλοί, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν……….»), και τότε και μόνον τότε βρίσκονταν ήδη από τώρα στη Βασιλεία των Ουρανών.(ΙΚ)
ΔΟΣΙΘΕΟΥ ΚΑΝΕΛΛΟΥ Ηγουμένου Ιεράς Μονής Τατάρνης Ευρυτανίας
Παραπονείται, λοιπόν, ο Άγιος για την συμπεριφορά των πιστών μέσα στο ναό, για τις πολλές απουσίες τους, για την αδιαφορία τους: «Σήμερα όλοι σας έχετε μεγάλη χαρά. Μόνον εγώ έχω απέραντη λύπη. Κι αυτό, γιατί όταν αναλογισθώ πως όταν περάσει η εορτή και αυτό το πλήθος πάλι θα εξαφανισθεί. Καίγομαι και λυπούμαι κατάκαρδα. Τόσα παιδιά γέννησε η Εκκλησία και όμως δεν τα βλέπει για να τα απολαύσει σε κάθε σύναξη, αλλά μόνον όταν υπάρχει κάποια μεγάλη εορτή. Πόση αγαλλίαση πνευματική, πόση χαρά, πόση δόξα για τον Θεό, πόση ωφέλεια για τις ψυχές θα υπήρχε, αν σε κάθε σύναξι βλέπαμε να είναι γεμάτη η εκκλησία;
Τι μπορώ, για πες μου, να σε διδάξω για όλα τα αναγκαία της πίστεως, όταν έρχεσαι στην εκκλησία μία ή δύο φορές τον χρόνο; Για την ψυχή, για το σώμα, για την αθανασία, για την Βασιλεία των ουρανών, για την κόλαση, για την γέεννα, για την μακροθυμία τού Θεού, για την συγχώρηση, για την μετάνοια, για το βάπτισμα, για την άφεση των αμαρτιών, γι’ αυτή την δημιουργία, την ουράνια και την επίγεια, για την φύση των αγγέλων, για την κακουργία των δαιμόνων, για τα τεχνάσματα του διαβόλου, για τον τρόπο ζωής των Χριστιανών, για τα δόγματα, για την ορθή πίστη, για τις διεφθαρμένες αιρέσεις;» (Λόγος εις το άγιον Βάπτισμα).
Παραπονείται για την αδιαφορία των Χριστιανών για τα πνευματικά. Ερμηνεύων το του Κυρίου «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται ημίν» (Ματθαίου ΣΤ’, 33), αναφέρει:
«Προσέξτε, μη ζητείτε, λέγει ο Κύριος, τα τού παρόντος βίου διόλου. Εμείς όμως συνεχώς αυτά ζητούμε. Λέγει να επιζητείτε τα επουράνια. Εμείς όμως ούτε για λίγη ώρα δεν τα επιζητούμε. Ίσα ίσα όση μέριμνα επιδεικνύουμε για τα βιωτικά, τόσην ολιγωρία και αδιαφορία έχουμε για τα πνευματικά. Μάλλον δε η αδιαφορία μας είναι πολύ περισσότερη» (Ομιλία ΚΒ’ εις τον Ματθαίον).
Είχε δε ο ιερός Πατήρ πρόβλημα με το ακροατήριόν του. Άλλοτε συνωθούντο, άλλοτε εξηφανίζοντο.
Κάποια μεγάλη Τεσσαρακοστή συνέβη το εξής: Αρχίζει την Καθαρά Δευτέρα την ερμηνείαν εις την εξαήμερον τού Μωυσέως, τις έξη δηλαδή ημέρες της δημιουργίας. Ομιλία πρώτη: «Χαίρω και ευφραίνομαι γιατί βλέπω να στολίζεται η Εκκλησία του Θεού με το πλήθος των παιδιών της. Σάς βλέπω όλους να τρέχετε προς τον ναό με πολλή την χαράν». Έρχεται η Καθαρά Τρίτη: «Είμαι γεμάτος σήμερα με χαρά μεγάλη, βλέποντας τα αγαπημένα σας πρόσωπα». Τα ίδια και την Καθαρά Πέμπτη: «Βλέποντας, αγαπητοί, την μεγάλη σας προθυμία στο να συγκεντρώνεσθε στην σύναξή μας στον ναό, διακατέχομαι από μεγάλη χαρά και δεν παύω να δοξάζω τον φιλάνθρωπο Θεό για την προκοπή σας».
Έρχεται όμως και το Σάββατο: «Θέλω να αρχίσω την συνειθισμένη μου διδασκαλία, αλλά διστάζω και υποφέρω. Λίγο φύσηξεν ο διάβολος και ξεχάσατε όλη την προηγούμενη διδασκαλία και την καθημερινή παραίνεσι. Τρέξατε οι πάντες στην σατανική εκείνη πομπή, στον Ιππόδρομο. Βγάλατε από τις ψυχές σας την σύνεση της αγίας Τεσσαρακοστής και πέσατε στα δίχτυα τού διαβόλου». Κρίμα στα τόσα κηρύγματα.
Συνέβαιναν όμως διάφορα παράξενα πράγματα. Πολλοί από τους ακροατάς νύσταζαν, άλλοι δεν πρόσεχαν ή πρόσεχαν αλλού. «Αλλά ξυπνήστε και αφήστε την βαρυεστημάρα. Σας κηρύττουμε ερμηνεύοντες την Αγία Γραφή, και σεις αντί να προσέχετε παίρνετε τα μάτια σας από μένα και κοιτάτε προσεκτικά τις λαμπάδες και τον νεωκόρο που τις ανάβει. Δεν βλέπετε τίποτε το παράξενο, ούτε κάτι το παράδοξο. Βλέπετε ένα άνθρωπο που κάνει συνηθισμένα πράγματα. Και όμως στρέφετε προς τα εκεί τα πρόσωπα σας» (Λόγος Δ’ εις την Γένεσιν).
Πολλοί βαρυόντουσαν τα συνεχή κηρύγματα. Πήγαιναν στα πρώτα και σιγά-σιγά αραίωναν: «Τι συμβαίνει; Όσο προχωρούν οι εορτές, τόσον και οι συγκεντρώσεις γίνονται αραιότερες. Αλλ’ ας μη βαρυόμαστε εμείς οι παρόντες. Αυτές οι συνάξεις γίνονται αραιότερες ως προς το πλήθος, αλλ’ όχι ως προς την προθυμία. Λιγότερες σε αριθμό, αλλ’ όχι και στον ιερό πόθο» (Ομιλία προς τους εγκαταλείψαντας την σύναξιν της Εκκλησίας).
Οι δε Κωνσταντινουπολίτες ήσαν λίαν ευπαθείς και στις καιρικές συνθήκες. Καταπέλτης ο ιερός Πατήρ: «Τι συμβαίνει λοιπόν; Έπρεπε όλη η Πόλις να είναι εδώ, παρούσα σήμερον. Και όμως ελάχιστοι από τους πιστούς προσήλθαν. Γιατί άραγε; Μήπως αίτιον είναι η λάσπη και η βροχή; Δεν θέλω να το πιστέψω. Δεν είναι η λάσπη αλλ’ η ραθυμία σας και η πεσμένη σας προθυμία. Πώς μπορούν να συγχωρηθούν αυτοί που απουσιάζουν, την στιγμή που αυτοί οι μάρτυρες που ήλθαμε να τιμήσουμε περιφρόνησαν και αυτή την ίδια τους την ζωή; Και είναι δυνατόν να εμποδισθούν από την λάσπη;» (Ομιλία εν τη παλαιά Πέτρα).
Πιστεύει ότι «όπου υπάρχει πλούτος και άρπαγες εκεί ο άνθρωπος είναι λύκος. Όπου υπάρχει πλούτος και θηριωδία εκεί βλέπω λιοντάρι και όχι άνθρωπο» (Λόγος ΣΤ’ εις τον πτωχόν Λάζαρον). Δεν υπάρχει σχεδόν λόγος όπου να μη καταφέρεται κατά της ασπλαχνίας των πλουσίων και της ανάγκης για φιλανθρωπία και ελεημοσύνη.
ΟΙ αντίπαλοί του τον κατηγορούσαν: «Αεί κολλάσαι τοις πλουσίοις». Και απαντούσε: «Κολλώμαι πλουσίοις ότι κολλώνται πτωχοίς». Αυτός ο άνισος αγών τον οδήγησε στην εξορία και τον μαρτυρικό θάνατο. Όμως ποτέ δεν υπεχώρησε καίτοι εγνώριζε τι τον περιμένει.
Ας επανέλθουμε όμως στο παράπονο του ιερού Πατρός για την συμπεριφορά των Χριστιανών μέσα στον ναό: «Όταν γίνεται προσευχή, νέοι και γέροντες κάθονται ψυχροί. Ανάξιοι και καθάρματα μάλλον παρά νέοι, καγχάζοντας, συνομιλούντες και κοροϊδεύοντες αλλήλους, καθισμένοι στα γόνατα… Βλέπετε πόση κακία κατέχει την οικουμένη… Βλέπω και άλλους να κουβεντιάζουν όρθιοι, ενώ τελείται η θεία Λειτουργία. Οι δε πιο ανόητοι απ’ αυτούς, όχι μόνον την ώρα της προσευχής αλλά και την ώρα που δέχονται την ευλογίαν τού ιερέως. Τι τόλμη, Θεέ μου, πότε θα έλθη η σωτηρία; Πώς θα μπορέσουμε να εξιλεώσουμε τον Θεό; Δεν καταλαβαίνεις ότι συμπροσεύχεσαι με αγγέλους; Με αυτούς συμψάλλεις, με αυτούς υμνείς και στέκεσαι και γελάς; Δεν φοβάσαι τον Θεό;» (Ομιλία ΚΔ εις τας Πράξεις).
Και εντός τού ναού ευρισκόμενοι «ενωτισθώμεν» τα παράπονα τού ιερού Πατρός διά τους μετέχοντας εις την θείαν Ευχαριστίαν. Ερωτά κατά πρώτον: «Ποιούς πρέπει να παραδεχθούμε; Αυτούς που κοινωνούν μια φορά τον χρόνο; Αυτούς που κοινωνούν πολλές φορές; Αυτούς που κοινωνούν λίγες; Ούτε τους άπαξ, ούτε τους πολλάκις, ούτε τους ολιγάκις. Αλλά μόνον αυτούς που έχουν καθαρή συνείδηση. Αυτούς που έχουν καθαρή καρδιά και βίον ανεπίληπτον. Αυτοί μπορούν να προσέρχωνται πάντοτε. Οι άλλοι ούτε μία φορά τον χρόνο. Γιατί παίρνουν κρίμα καταδίκη, κόλαση και τιμωρία» (Ομιλία ΙΖ’ εις την προς Εβραίους).
Και αλλού λέγει: «Γνωρίζω ότι πολλοί από σας θα έλθουν να κοινωνήσουν επειδή ήλθε κάποια εορτή. Σας είπα και σας ξαναείπα: δεν πρέπει να εξετάζετε πότε θα έλθει η εορτή για να κοινωνήσετε, αλλά να καθαρίζετε την συνείδηση σας και τότε να εγγίζετε αυτή την ιερά θυσία. Γιατί ο μαγαρισμένος και ο ακάθαρτος, έστω και αν έλθει εορτή δεν δικαιούται να κοινωνήσει εκείνη την άγια και φρικτή σάρκα. Ο καθαρός όμως, αυτός που με ακριβή μετάνοια έχει σφογγίσει τα πλημμελήματά του, και κατά την εορτή και πάντοτε μπορεί να συμμετέχει στα θεία Μυστήρια και έτσι να γίνεται άξιος των δωρεών του Θεού. Όμως μερικοί τα περιφρονούν όλα αυτά και ενώ είναι γεμάτοι από μύρια κακά, σαν δουν να έρχεται η εορτή, σαν να τους σπρώχνει κάτι, εγγίζουν τα άχραντα Μυστήρια, τα οποία ενώ είναι τέτοιοι ούτε να δουν δεν επιτρέπεται» (Λόγος εις το άγιον Βάπτισμα).
Για την μετοχή στην θεία Ευχαριστία χρειάζεται επιμελής προετοιμασία: «Σας παρακαλώ, όταν πρόκειται να μετάσχετε στην θεία Κοινωνία, πρέπει πριν από πολλές ημέρες να καθαρίζετε τους εαυτούς σας με μετάνοια, προσευχή, ελεημοσύνη και με απασχόληση στην πνευματική ζωή» (Λόγος ΣΤ’ «Περί Ακατάληπτου»).
Ασχολείται εις πολλάς του ομιλίας με τον τρόπο προσελκύσεως εις την θείαν Κοινωνίαν και παραπονείται εντόνως διά την συμπεριφορά των Χριστιανών: «Υπάρχει ένα αμάρτημα. Ποιο; Το να μη προσέρχεσθε με φρίκη, αλλά κλωτσώντας, χτυπώντας, γεμάτοι θυμό, φωνάζοντας, κοροϊδεύοντας, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον, γεμάτοι ταραχή… Στην αγορά να υπάρχει ησυχία και στην εκκλησία κραυγές; Στο πέλαγος γαλήνη και στο λιμάνι τρικυμία; Γιατί θορυβείς; Πες μου, άνθρωπε μου, γιατί βιάζεσαι; Υπάρχει η ανάγκη κάποιων πραγμάτων; Αλλ’ είναι δυνατόν να σκέπτεσαι κάποιες υποθέσεις, κατ’ αυτήν την ώρα; Θυμάσαι ότι ευρίσκεσαι στην γη; Νομίζεις ότι ευρίσκεσαι ανάμεσα σε ανθρώπους; Και δεν είναι το μυαλό σου σκέτη πέτρα, το να νομίζεις κατ’ αυτόν τον καιρό ότι πατάς στην γη και ότι δεν συγχορεύεις με τους αγγέλους; Μυστήρια λέγονται και όντως είναι. Όπου δε υπάρχουν μυστήρια εκεί επιβάλλεται σιγή. Με πολλήν λοιπόν σιγή, με πολλή ευταξία, με την πρέπουσα ευλάβεια να προσερχώμεθα σ’ αυτήν την θυσία» (Λόγος εις το άγιον Βάπτισμα).
«Αφήστε λοιπόν, κραυγάζει ο Πατήρ, αφήστε τα φαγητά και τα μαγικά. Αξιοθαύμαστο και μοναδικό φαγητό είναι ο Σταυρός. Αυτός έχει μεγίστην ισχύ. Ευτυχής η ψυχή που επικαλείται το όνομα του Ιησού Χριστού, που για μας σταυρώθηκε. Αυτό το όνομα να επικαλεσθεί και κάθε αρρώστια θα φύγει και κάθε επιβουλή σατανική θα υποχωρήσει» (Κατήχηση ΙΒ’).
«Δεν γνωρίζεις πόσα κατώρθωσεν ο Σταυρός; Κατέλυσε τον θάνατο, έσβησε την αμαρτία, αχρήστευσε τον Άδη, διέλυσε την δύναμή του διαβόλου και δεν είναι ικανός και αξιόπιστος να σου δώσει την υγεία του σώματος; Ανέστησε όλη την οικουμένη και συ δεν τον εμπιστεύεσαι;» (Λόγος εις τον Σταυρόν).
Υπάρχουν κάποιες φεμινίστριες της συμφοράς που ανιστορήτως κατηγορούν τους αγίους Πατέρας επί μισογυνισμώ. Απ’ αυτή την συκοφαντία (διότι περί συκοφαντίας πρόκειται) δεν εξαιρείται ο άγιός μας. Τιμά τις αγαθοπροαίρετες, ελέγχει τις ελαφρόμυαλες. Λέγει (και πολύ σωστά): «Μέγαν αγαθόν γυνή, ωσπερούν και κακόν μέγα» (ομιλία Κ’ εις την προς Εβραίους). Με αυτό το «μέγα αγαθόν» ο ιερός Πατήρ είχε στενάς και επωφελείς σχέσεις. Η Ολυμπιάς, η Πενταδία, η Πρόκλη, η Σαλβίνα, ήσαν από αυτές. Δεν είχεν όμως σχέσεις με το «μέγα κακόν». Τις «ανασείστριες και ταραξάνδριες» γυναίκες, την Ευγραφία, την Μάρσα, την Καστρικία. Δεν ανείχετο τον προκλητικόν τρόπον ζωής των. «Γραίδες ούσαι διό τον χρόνον, τι ανηβάν παραβιάζεσθε το σώμα, βοστρύχους επί του μετώπου φέρουσαι καθάπερ εταιρίδες, υβρίζουσαι και τας λοιπάς ελευθέρας, επί απάτη των συντυγχανόντων και τούτο χήραι;» (Παλλαδίου, Βίος Ι. Χρυσοστόμου κεφ. Δ’ και Η’).
Άλλ’ ας έλθουμε σε κάποια αλλά παράπονα. Ασχάλλει ο άγιος διά τις ιεροκατηγορίες: «Ακονίζουμε την γλώσσα μας κατά των ιερέων» (ομιλία ΠΣΤ’ εις το κατά Ιωάννην). «Εάν αυτοί που κακολογούν τον πατέρα ή την μητέρα τους πρέπει να θανατώνονται (κατά την Παλαιά Διαθήκη), ποιάς τιμωρίας θα είναι άξιος αυτός που τολμά να κατηγορήσει εκείνον που είναι κατά πολύ αναγκαιότερος και καλύτερος από τους γονείς; Και δεν φοβάται μήπως ανοίξει η γη και τον καταπιεί ή μήπως πέσει κεραυνός απ’ τον ουρανό και κατακαύσει την κατηγορούσα γλώσσα του;» (Ομιλία εις Πρίσκιλλαν και Ακύλαν). Η χάρις των μυστηρίων δεν εξαρτάται από το ποιόν του τελούντος κληρικού. Ο κληρικός απλώς «την εαυτού δανείζει γλώτταν και την εαυτού παρέχει χείρα» (ομιλία ΠΣΤ’ εις το κατά Ιωάννην). Ο ιδιωτικός βίος τού κληρικού δεν παρακωλύει τον αγιασμόν των μυστηρίων. «Και δι’ αναξίων είωθεν ο Θεός ενεργείν» (Ομιλία Η’ εις την Α’ προς Κορινθίους).
«Δεν μας χαρίζεται η χάρις του άγιου Πνεύματος εξ αίτιας της αρετής των ιερέων. Αυτός καθήκον έχει να ανοίγει το στόμα του, το παν είναι έργον Θεού» (ομιλία ΠΣΤ’ εις το κατά Ιωάννην). Και διά να μη παρεξηγηθεί προσθέτει: «Τα λέγω αυτά χωρίς να παραδέχωμαι αυτούς που αναξίως μετέρχονται την ιερωσύνη».
Για την αντιγραφή ΙΚ