Ορθόδοξη πίστη

Ο Πατριάρχης που έγινε βουρδουνάρης

1 Οκτωβρίου 2023

Ο Πατριάρχης που έγινε βουρδουνάρης

Mules

Ο άγιος Νήφων έγινε δυό φορές Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1486-1489 & 1497-1498), ενώ προηγουμένως είχε εκλεγεί αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Μετά τη δεύτερη πατριαρχία του εξορίστηκε από φθόνο των εχθρών του και ο ηγεμόνας της Βλαχίας, σημερινής Ρουμανίας, Ράδουλος, τον προσκάλεσε να αναλάβει τη διαποίμανση του λαού της χώρας του. Ο ίδιος δε, τον είχε πνευματικό σύμβουλο και οδηγό. Και από εκεί όμως τον εκδίωξαν, διότι καταδίκασε την ηθική παρανομία του βασιλιά Ράδουλου, ο όποιος μεταστράφηκε πλέον σε άσπονδο εχθρό του.

Εγκατέλειψε τότε ο άγιος Νήφων τη Ρουμανία και πήγε, χωρίς κανείς να το γνωρίζει, στο Άγιον Όρος και μάλιστα στη Μονή Διονυσίου, όπου είχε καρεί παλαιότερα μοναχός. Με πολλή ταπείνωση εμφανίστηκε ως δόκιμος και ζήτησε να τον προσλάβουν ως αρχάριο μοναχό. Μάλιστα είπε πως ονομαζόταν Νικόλαος.

Στην Ιερά Μονή του Διονυσίου υπήρχε μια συνήθεια, σύμφωνα με την οποία ο προσερχόμενος για να καταταγεί στις τάξεις των μοναχών, έπρεπε να δοκιμασθεί στο διακόνημα του βουρδουνάρη. δηλαδή να περιποιείται και να φροντίζει τα μουλάρια της Μονής, για όσο καιρό θα το έκρινε σκόπιμο ο Προεστώς. Επίσης έπρεπε να κόβει ξύλα και να κάνει κάθε είδους κοπιαστική και ταπεινωτική εργασία. Αν σ’ αυτά τα διακονήματα αναδεικνυόταν άξιος, υπάκουος και υποτακτικός, θα μπορούσε να αναριθμηθεί στην Αδελφότητα.

Ο Νικόλαος επιτελούσε τα καθήκοντα αυτά με τέλειο τρόπο, ζούσε ταπεινά, με την προσευχή και τη θεωρία του Θεού. Ενώ όμως εκείνος υπηρετούσε στη Μονή στα διακονήματα του αρχαρίου, ήλθαν από την Κωνσταντινούπολη απεσταλμένοι του βασιλιά και τον ζητούσαν, για να τον ανεβάσουν πάλι στον Οικουμενικό θρόνο, αλλά επειδή δεν μπόρεσαν να τον βρουν, αναχώρησαν.

Ωστόσο, εκείνη την εποχή, πολλοί κουρσάροι λυμαίνονταν τα Μοναστήρια και κατέσφαζαν τους μοναχούς. Γι’ αυτό και οι πατέρες είχαν βίγλες, στις οποίες παρέμεναν τις νύκτες με βάρδιες, για να φυλάνε τη Μονή. Έβαλαν λοιπόν να φυλάξει βίγλα και τον Νικόλαο, τον νεοφερμένο μοναχό. Εκεί ο άγιος Νήφων, μέσα στην ησυχία της νύκτας, επιδόθηκε στην προσευχή και στη Θεωρία του Θεού.

Τότε κάποιοι μοναχοί ενάρετοι, που αγρυπνούσαν κι αυτοί στην προσευχή, είδαν πάνω στη κορυφή της βίγλας μια φλόγα φωτιάς να ανεβαίνει προς τον ουρανό. Αλλά και ο αδελφός που ήταν μαζί με τον Άγιο στη βίγλα, ξύπνησε και είδε τον Νικόλαο μέσα σε πύρινη φλόγα, μέσα σ’ ένα εξαίσιο φως, και κατατρόμαξε. Έντρομος τότε σύρθηκε προς το Μοναστήρι και διηγήθηκε σε όλους το φοβερό θέαμα. Το ίδιο έκαναν και οι μοναχοί που αγρυπνούσαν, ανέφεραν και αυτοί τα ίδια στον Προεστώτα της Μονής,

Συνάχθηκε τότε όλη η Αδελφότητα και έκανε δέηση στον Άγιο Θεό να τους φανερώσει ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που είχε τέτοια σημεία αγιότητας. Και ο Κύριος εισάκουσε τη δέηση τους και τους το φανέρωσε με τον εξής τρόπο:

Ο Ηγούμενος της Μονής είδε όραμα ότι βρέθηκε μέσα στο Ναό και εκεί του παρουσιάστηκε ο Τίμιος Πρόδρομος και του είπε αυστηρά:

-Μέχρι πότε θα έχετε τον Οικουμενικό Πατριάρχη βουρδουνάρη; Σύναξε όλη την Αδελφότητα και πηγαίνετε να προϋπαντήσετε τον πατριάρχη Νήφωνα. Πηγαίνετε να του αποδώσετε την τιμή που αξίζει στην αρχιερωσύνη του, προτού να ζημιωθείτε εσείς με τη συμπεριφορά που κρατάτε απέναντι του.

Έντρομος ο Ηγούμενος τον ρώτησε ποιόν εννοεί και ο Τίμιος Πρόδρομος του απάντησε:

-Τον Νικόλαο, τον δόκιμο, εννοώ. Φθάνει πια η τόση ταπείνωσή του, με την οποία και οι Άγγελοι κατεπλάγησαν!

Ξύπνησε τότε ο Ηγούμενος και έμεινε εκστατικός από την αποκάλυψη που του έκαμε ο Τίμιος Πρόδρομος. Χτύπησε βιαστικά το σήμαντρο και συνάχθηκαν όλοι οι αδελφοί. Συντετριμμένος τους διηγήθηκε το όραμα που είδε και οι αδελφοί αντιλήφθηκαν και θαύμασαν το μέγεθος της ταπεινώσεως που είχε τόσο καιρό καταθέσει ο Πατριάρχης στο «βουρδουναριό» και σε όλες τις ταπεινές εργασίες της Μονής.

Αμέσως λοιπόν, χωρίς να χάσουν καιρό, βγήκαν έξω όλοι οι πατέρες μαζί με τον Ηγούμενο, κρατώντας στα χέρια τους αναμμένες λαμπάδες και θυμιατά, για να προϋπαντήσουν τον Πατριάρχη που ερχόταν από τη βοσκή με τα μουλάρια φορτωμένα καυσόξυλα.

Όταν τους είδε ο πατριάρχης Νήφων με τα θυμιατά και τις λαμπάδες να τον περιμένουν σε παράταξη, έπεσε κάτω από την πολλή του ταπείνωση και έβρεχε με δάκρυα το έδαφος. Τότε ο Ηγούμενος του έβαλε μετάνοια, τον προσκύνησε, ασπάσθηκε τα άγια του χέρια, και του είπε:

-Φθάνει πια, Οικουμενικέ Πατριάρχη και φωστήρα των ψυχών μας, η τόση σου υπομονή. Φθάνει πια η τόση ταπείνωση σου, που εμείς οι ευτελείς, χωρίς να ξέρουμε σου επιβάλαμε. Συγχώρεσέ μας.

Και όλοι οι αδελφοί έπεσαν στα πόδια του και του ζητούσαν συγνώμη, και μάλιστα εκείνοι που εν αγνοία τους τον είχαν λυπήσει περισσότερο.

Έτσι απέδωσαν στον μεγάλο αυτόν φωστήρα και διδάσκαλο της ταπείνωσης την πρέπουσα τιμή και δόξα.

Στον τόπο μάλιστα όπου έγινε η υποδοχή, έκτισαν αργότερα ένα γραφικό προσκυνητάρι, για να θυμίζει την εσχάτη ταπείνωση του μεγάλου αυτού Αγίου της ορθόδοξης Εκκλησίας, του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νήφωνα.

(Η στολή της Θεότητος, εκδ. «Ετοιμασία», Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 2006)