Λόγοι γέροντος Παΐσιου Αγιορείτου- Οι κατά φαντασίαν ασθενείς
14 Αυγούστου 2013
Μεγαλύτερη αρρώστια είναι τό νά πιστέψη ό άνθρωπος στον λογισμό του ότι έχει κάποια
αρρώστια. Ό λογισμός αυτός τού δημιουργεί άγχος, τον κάνει νά στενοχωριέται, νά μήν εχη όρεξη γιά φαγητό, νά μήν μπορή νά κοιμηθή, νά παίρνη φάρμακα, και τελικά αρρωσταίνει, ενώ ήταν καλά. Νά είναι άρρωστος κανείς και να κάνη θεραπεία, αυτό το καταλαβαίνω άλλα νά είναι υγιής καί νά νομίζη ότι είναι άρρωστος και νά άρρωσταίνη στά καλά καθούμενα, αυτό είναι… Ένας λ.χ., ενώ έχει και σωματική καί πνευματική δύναμη, δεν μπορεί νά κάνη τίποτε, γιατί έχει πιστέψει στον λογισμό πού τοϋ λέει ότι δεν είναι καλά, με αποτέλεσμα νά σβήνη σωματικά καί πνευματικά. Δεν είναι ότι λέει ψέματα. Αν ό άνθρωπος πιστέψη ότι κάτι έχει, πανικοβάλλεται, τσακίζεται, καί δεν έχει μετά κουράγιο νά κάνη τίποτε. Έτσι αχρηστεύεται χωρίς λόγο. Έρχονται μερικοί στο Καλύβι πού είναι τελείως τσακισμένοι. Μου λέει ό λογισμός ότιέχω έιτζ, λένε καί το πιστεύουν. Τους ρωτάω: Μήπως συνέβη εκείνο, εκείνο;. Όχι, μου λένε. Τότε άδικα στενοχωριέσαι. Πήγαινε νά κάνης μιά εξέταση, γιά νά σου φύγη ό λογι-σμός. Καί άν γίνη ή εξέταση καί βρουν ότι έχω;, λένε μερικοί καί δεν μ’ άκούν καί βασανίζονται. Ένώ αυτοί πού άκούν, κάνουν εξέταση, βλέπουν ότι δέν έχουν τίποτε καί, νά δήτε, το πρόσωπο τους αλλάζει, το κουράγιο επανέρχεται. Οι άλλοι άπό τήν στενοχώρια ξαπλώνουν στο κρεββάτι καί ούτε νά φάνε δέν θέλουν. Εντάξει, έχεις έιτζ. Γιά τον Θεό δέν υπάρχει δύσκολο πρόβλημα. Άν ζήσης πιο πνευματικά, έξομολογήσαι, κοινωνάς κ.λπ., θά βοηθηθής.- Πώς ξεκινάει, Γέροντα, καί νομίζει κάποιος ότι είναι άρρωστος;- Σιγά-σιγά καλλιεργεί αυτόν τόν λογισμό. Πολλές φορές μπορεί νά ύπάρχη κάποια αιτία, άλλα νά μήν είναι κάτι σοβαρό. Βγάζει μετά καί ό λογισμός κάτι ακόμη καί το μεγαλοποιεί. Όταν ήμουν στην Μονή Στομίου, ήταν ένας οικογενειάρχης στην Κόνιτσα πού νόμιζε ότι είχε φυμα-τίωση. Δέν άφηνε ούτε τήν γυναίκα του νά πάη κοντά του. Μήν πλησιάζης, της έλεγε, θά κόλλησης. Σέ ένα ξύλο κρεμούσε ή καημένη το καλάθι με το φαγητό και τού το έδινε από μακριά. Ή φουκαριάρα είχε λειώσει. Τά παιδιά του τά κακόμοιρα από μακριά τον έβλεπαν. Αυτός εν τω μεταξύ δεν είχε τίποτε, αλλά, επειδή ό ήλιος δεν τον έβλεπε – ήταν κλεισμένος μέσα καί τυλιγμένος συνέχεια μέ τις κουβέρτες -, ήταν κίτρινος και πίστευε ότι έχει χτικιό. Σηκώνομαι και πάω στό σπίτι του. Μόλις μέ είδε, μου λέει: Μη μέ πλησιάζης, καλόγερε, μήν κόλλησης κι εσύ, καί έρχεται κόσμος εκεί στό μοναστήρι. Έχω χτικιό. Ποιος σου είπε, μωρέ, ότι έχεις χτικιό;, τού λέω. Ή γυναίκα του έφερε να μέ κεράση γλυκό καρύδι. Άνοιξε το στόμα σου, τού λέω. Θα κάνης υπακοή τώρα. Το άνοιξε δεν ήξερε τί θα κάνω. Βάζω τό καρύδι μέσα στό στόμα του και τό γυρνάω δυό-τρεις φορές καί ύστερα τό παίρνω καί τό τρώω. Μή, μη, θά κόλλησης!, φώναζε. Τί θά κολλήσω! Τίποτε δεν έχεις, τού λέω. Αν είχες χτικιό, χαμένο τό είχα νά τό κάνω αυτό; Σήκω νά βγούμε εξω. Λέω στην γυναίκα του: Πέταξε τα όλα, φάρμακα, κουβέρτες …. Τόν σηκώνω καί βγαίνουμε έξω. Έπειτα από τρία χρόνια πού ήταν κλεισμένος μέσα κοιτούσε τόν κόσμο παράξενα. Υστερα, σιγά-σιγά, πήγε καί στην δουλειά του. Τί είναι ό λογισμός, όταν τόν καλλιεργής!