Ο Μακεδονικός Αγώνας στην Ιερά Μητρόπολη Λαγκαδά, Λητής και Ρεντίνης
14 Μαΐου 2013
Πρωτοπρεσβυτέρου Αναστασίου Παρούτογλου
Γεν. Αρχιερατικού Επιτρόπου
Ιεράς Μητροπόλεως Λαγκαδά, Λητής και Ρεντίνης
Η σύσταση της Βουλγαρικής Εξαρχίας σηματοδοτεί μια νέα περίοδο στην Ιστορία της Μακεδονίας. Μια περίοδο που στιγματίζεται από την βίαιη και σφοδρή προσπάθεια των Βουλγάρων Κομιτατζήδων για την εθνολογική αλλοίωση της Ελληνικότητας της Μακεδονίας με απηνείς διώξεις και δολοφονίες Ελλήνων.
Έτσι, λοιπόν, εκείνος ο τυπικός διαχωρισμός των δύο Εκκλησιών, έγινε στην ουσία η αιτία διαχωρισμού των χριστιανικών πληθυσμών σε Πατριαρχικούς και Εξαρχικούς. Ουσιαστικά πήρε τη μορφή εθνικής αντιπαράθεσης Ελλήνων και Βουλγάρων. Αυτό, λοιπόν, είναι και η απαρχή του Μακεδονικού Αγώνα.
Ο αγώνας αυτός άρχισε ουσιαστικά το 1903 και τερματίστηκε το 1908, όταν θεσπίστηκε το Τουρκικό Σύνταγμα με το Κίνημα των Νεοτούρκων. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα οι Βούλγαροι Κομιτατζήδες και οι Τούρκοι Σωβινιστές, αποτελούν τους δύο κυριότερους εχθρούς των Μακεδόνων.
Όταν οι Βούλγαροι και οι υποστηρικτές τους διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να επιβληθούν με την προπαγάνδα και μόνο, πέρασαν στη βία των όπλων κάτω φυσικά από το αδιάφορο, δήθεν, βλέμμα των Τούρκων. Άρχισαν την επίθεση με τη λεηλασία ναών και μοναστηριών και τη σφαγή Ιερέων και Μοναχών.
Επί πλέον έχουμε την εμφάνιση καθαρής προπαγάνδας από Εξαρχικούς -Βούλγαρους- Δασκάλους και Ιερείς, υποστηριζόμενους από Κομιτατζήδες. Τυπικά, έχουν σκοπό τον θρησκευτικό προσηλυτισμό. Ουσιαστικά όμως, αποβλέπουν στην ισχυροποίηση των βουλγαρικών θέσεων και στόχων για τη Μακεδονία. Αυτή την εποχή, οι διακρίσεις των πληθυσμών -στη νευραλγική αυτή περιοχή των Βαλκανίων- γίνονται με βάση τη θρησκευτική τους επιλογή και όχι την εθνική τους ταυτότητα. Έτσι, λοιπόν, όταν λέμε Εξαρχικός ή Σχισματικός σημαίνει Βούλγαρος και αντίστροφα. Πατριαρχικός ή Ορθόδοξος σημαίνει Έλληνας.
Μέσα σ’ εκείνη την κόλαση του πολέμου η επαρχία Λαγκαδά δίνει το παν για το δίκαιο του Μακεδονικού Αγώνα. Πρωτοπόρος υπήρξε ο τελευταίος επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης και μετέπειτα Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Αλέξανδρος Ρηγόπουλος, ο οποίος έσπειρε τον σπόρο της λευτεριάς σε όλη την περιοχή. Η προσφορά του Λαγκαδά και των χωριών του στο Μακεδονικό Αγώνα υπήρξε πολύτιμη και αποτελεί μια λαμπρή σελίδα της ιστορίας του. Ο Λαγκαδάς κατά τη μακραίωνη περίοδο της Τουρκοκρατίας διατήρησε αλώβητα τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη και αντιστάθηκε σαν χαλύβδινο τείχος στις προσπάθειες της Σλαβικής προπαγάνδας. Το βουλγαρικό μίασμα δεν μπόρεσε να διεισδύσει. Κάθε απόπειρα των Βουλγάρων να προσηλυτίσουν τους κατοίκους του Λαγκαδά θραύεται.
Στην αρχή η συμμετοχή των κατοίκων της επαρχίας Λαγκαδά στον αγώνα ήταν αυθόρμητη, γιατί έλειπε το συντονιστικό όργανο. Με τον ερχομό όμως του Παύλου Μελά και την επίσημη υιοθέτηση των αγώνα από το Ελληνικό Κράτος συστήθηκαν στα χωριά του Λαγκαδά «Επιτροπές Αγώνος», που διορίστηκαν από το Ελληνικό Προξενείο Θεσσαλονίκης και αναγνωρίστηκαν από το κέντρο, το «Μακεδονικό Κομιτάτο», που είχε την έδρα του στην Αθήνα.
Οι Μακεδονομάχοι, οργανωμένοι σε σώματα, άνοιξαν τον δρόμο στον ελληνικό στρατό, ο οποίος με επικεφαλής τον διάδοχο τότε Κωνσταντίνο, ελευθέρωνε τη μία μετά την άλλη τις πόλεις της Μακεδονίας. Στις 26 Οκτωβρίου οι ελληνικές εμπροσθοφυλακές έμπαιναν θριαμβευτικά στη Θεσσαλονίκη και στις 27 Οκτωβρίου απελευθερωνόταν ο Λαγκαδάς.
Οι κάτοικοι του Λαγκαδά και της γύρω περιοχής κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα πρόσφεραν εξαιρετικές εθνικές υπηρεσίες. Εργάσθηκαν ως τροφοδότες, σύνδεσμοι, οδηγοί των Ελληνικών ανταρτικών Σωμάτων και ως ένοπλοι.
Στην πόλη του Λαγκαδά και στην περιοχή του δεν μπόρεσε να διεισδύσει η Βουλγαρική προπαγάνδα και απόδειξη τούτου είναι ότι δεν υπήρξαν ούτε ναοί ούτε σχολεία της Βουλγαρικής Εξαρχίας. Στην περιοχή του Λαγκαδά λειτουργούσαν τότε 28 σχολεία και ήταν όλα Ελληνικά. Ο Ελληνισμός διατηρήθηκε στο Λαγκαδά αλώβητος, χάρη στην επαγρύπνηση των κατοίκων του, που από την αρχή είχαν οργανώσει την άμυνά τους και στην συνέχεια την επίθεση.
Στο Λαγκαδά τα όπλα μεταφέρονταν από το Δερβένι, το οποίο φυλαγόταν αδιάκοπα από τους τζανταρμάδες, και από κει στο Μελισσοχώρι μέσω της Καρίπτσιας, μιας θαμνώδους περιοχής στον κάμπο, στον ονομαστό λαχανόκηπο «Παράδεισος» των Δεμερτζήδων. Έφταναν τα όπλα μέσα σε καλαμωτές για μεταξοσκώληκες και στη συνέχεια συσκευάζονταν στα κάρα, που μετέφεραν λαχανικά, ενώ τα φυσίγγια μεταφέρονταν ακόμα και μέσα σε κατσαρόλες φαγητού.
Στο Λαγκαδά είχε ιδρυθεί το 1904 από τους προκτίτους της πόλης ο Σύλλογος «Αναγέννησις», με φανερό σκοπό τις αγαθοεργίες, στην πραγματικότητα όμως εργαζόταν κρυφά για το Μακεδονικό Αγώνα. Τα πρώτα διοικητικά μέλη ήταν ο ιερεύς Ιωακείμ Ανανιάδης, ο Δημήτριος Κωνσταντίλας, ο Δημήτριος Λίγδας, ο Αθανάσιος Γεωργιάδης και ο Αθανάσιος Ηλιάδης. Μέλη της αδελφότητος ήταν σχεδόν το σύνολο των κατοίκων του Λαγκαδά. Σύνδεσμός της αδελφότητος με τις ομάδες των Μακεδονομάχων και το Ελληνικό Προξενείο ήταν ο Χρήστος Δρεμλής, ο Δημήτριος Καρακάντζος, ο Ηλίας Ηλιάδης και ο Μιχαήλ Βοσνακίδης. Αυτοί υπό την εποπτεία του Γεωργίου Σταυρόπουλου μετέφεραν μηνύματα και διαταγές του Προξενείου προς τον οπλαρχηγό της περιοχής Γιάννη Ράμναλη.
Την Επιτροπή Αμύνης του Λαγκαδά αποτελούσαν οι διακρινόμενοι για τα φλογερά πατριωτικά τους φρονήματα και τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη: Γεώργιος Σαραντόπουλος, ο γιατρός Δημήτριος Λίγδας και ο Δημήτριος Κωνσταντίλας.
Εκτός από αυτούς και οι παρακάτω Λαγκαδιανοί πρόσφεραν τεράστιες υπηρεσίες στο Μακεδονικό Αγώνα: ο Πασχάλης Ράμναλης, ο Δημήτριος Καζαντζής, ο Γεώργιος Τσιοπάνης ή Κωστούσης, ο Σταμάτης Καραγεωργίου, ο Ηλίας Ηλιάδης, ο Αλέξανδρος Ηλιάδης, ο Απόστολος Γεωργακούδης ή Γιαννακούδης, ο Γεώργιος Μερόβαλης, ο Δήμος Δήμου, ο Μιχαήλ Βοσνακίδης, ο Αστέριος Οικονόμου, ο Σωτήριος Μπαϊρακτάρης και πολλοί άλλοι.
Από το Κολχικό Λαγκαδά καταγόταν ο Σταύρος Καζαντζής, ο θρυλικός καπετάν Μπαρέτης, που, από την παιδική του ηλικία, διακρινόταν για τον ηρωισμό και την αυτοθυσία του προς την πατρίδα. Σε ολόκληρη τη Μακεδονία είχε καταστεί ο φόβος και ο αυστηρός τιμωρός των κομιτατζήδων και των Τούρκων. Είναι αυτός που μαζί με τον επίσης ριψοκίνδυνο Μακεδονομάχο Σταύρο Σταυρούδη από το Μελισσοχώρι εκτέλεσαν τον φιλοτούρκο ηγεμόνα της Σάμου Ανδρέα Κοπάση.
Ο Σοχός υπήρξε ένα από τα ακραία φυλάκια του Ελληνισμού, που κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα παρέμεινε απόρθητο φρούριο και δεν επέτρεψε τη διείσδυση της Βουλγαρικής προπαγάνδας. Ο Επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαιδεύσεως Άγγελος Παπαζαχαρίου, ο ιερεύς Στέργιος Παπαευαγγέλου, ο ιατρός Κωνσταντίνος Χατζηλίας, ο κτηνοτρόφος Σταύρος Γκλαβίνας, ο Ευάγγελος Παπαζαχαρίου και πολλοί άλλοι πρόσφεραν τεράστιες υπηρεσίες στο Μακεδονικό Αγώνα, ώστε ο καπετάν Ζώης τους είχε ονομάσει «Αετούς».
Οι κάτοικοι του Δρυμού εργάσθηκαν όλοι ενωμένοι και συνέβαλαν με όλες τους τις δυνάμεις για τη διατήρηση του Ελληνισμού και την απελευθέρωση της Μακεδονικής γης από την Τουρκική τυραννία και τη Σλαβική επιβουλή.
Το Ελληνικό Προξενείο βλέποντας το αγωνιστικό φρόνημα των κατοίκων του Δρυμού εγκατέστησε εκεί κλιμάκιο του Μακεδονικού Αγώνα και το χωρίο μεταβλήθηκε σε στρατόπεδο διερχομένων αρχηγών, οπλαρχηγών και πολεμιστών Μακεδονομάχων για τη διακίνηση από εκεί όπλων και πυρομαχικών για όλες τις κατευθύνσεις των δρώντων Ελληνικών σωμάτων για Δοϊράνη, Σιδηρόκαστρο, Γιαννιτσά, Βέροια και αλλού. Οι κάτοικοι του Δρυμού είχαν σιδερένια πίστη και πειθαρχία στη δημογεροντία τους και όλα τα ατομικά τους ζητήματα τα έλυνε η δημογεροντία.
Στο Μελισσοχώρι από τους πρώτους που μυήθηκαν στο Μακεδονικό Αγώνα ήταν ο Αντώνιος Σαμαράς, ο ιερεύς Αντώνιος Παπαδόπουλος, ο Κυριάκος Παπαδόπουλος και η ηρωίδα δασκάλα Μαρία Παπαθανασίου-Μωυσιάδου. Εκεί συγκροτήθηκε ένοπλη ομάδα για την άμυνα των κατοίκων εναντίον των κομιτατζήδων. Η ομάδα ονομάσθηκε «Αδελφότης» και αποτελούνταν από τον Αντώνιο Σαμαρά, που ήταν ο «Σταυροπατέρας» και τα μέλη που λέγονταν «Σταυραδελφοί», όπως οι: Νικόλαος Γεροθανάσης, Νικόλαος Ντουνούσης, Αντώνιος Γηρούσης, Ευάγγελος Καραγεωργίου, Παναγιώτης Τζήμος, Αθανάσιος Περηφάνης, Αθανάσιος Παπαποστόλου, Αθανάσιος Αδάμος, Αστέριος Ντάρος, Βασίλειος Γκαγκάτσης, Δημήτριος Βλάχος, Ανδρέας Λίγδας, Βασίλειος Αδάμος, Θεόδωρος Τσιτσικλής, Χρυσόστομος Σοφράς, Δημήτριος Γκαγκάτσης και πολλοί άλλοι.
Το Μελισσοχώρι την περίοδο εκείνη ήταν φυτώριο ιερέων. Είχε 14 ιερείς και το Ελληνικό Προξενείο Θεσσαλονίκης τους διώρισε στα χωριά της Μακεδονίας, για να κρατήσουν τους Έλληνες στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Ελλάδος. Ενώ οι «μπαξεβάνηδες» του Μελισσοχωρίου κάτω από τα ζαρζαβάτια μετέφεραν τα όπλα και τα πολεμοφόδια, όπου είχε ανάγκη ο Μακεδονικός Αγώνας.
Εδώ έδρασαν τα Σώματα του καπετάν Ράμναλη, του καπετάν Ζώη (Κάκαβου), του καπετάν Γ. Γιαγκλή, του καπετάν Ματαπά και άλλων. Στον ένοπλο Μακεδονικό Αγώνα κατετάγησαν τα πλέον ριψοκίνδυνα παλληκάρια του Μελισσοχωρίου. Ο Στρατηγός Κάκαβος για τη μεγάλη τους ικανότητα τους ονόμαζε: «Άπιαστα πουλιά», γιατί ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Βούλγαρων κομιτατζήδων.
Η Λητή αντιστάθηκε γενναία στις λυσσώδεις και τρομοκρατικές ενέργειες του Βουλγαρικού Κομιτάτου. Ο πρόξενος Λάμπρος Κορομηλάς ανέθεσε την προεδρία της Επιτροπής Αμύνης στον ένθερμο και φλογερό πατριώτη Πρόδρομο Κουγιούμη, που ήταν πρόεδρος της Λητής. Στον αγώνα μυήθηκαν και οι ιερείς παπά-Δημήτριος, παπά-Στέργιος και παπά-Χρύσανθος Ζαμπούλης. Ακολούθησε ο δάσκαλος Νικόλαος Γρηγοριάδης, που ανέλαβε Γραμματέας της Επιτροπής Αμύνης, ενώ Ταμίας ανέλαβε ο Γεώργιος Τάκης.
Στη Λητή έδρασαν οι οπλαρχηγοί καπετάν Ζώης, Γιάννης Ράμναλης και Ματαπάς. Πολλές φορές επισκεπτόταν την περιοχή και ο Θεόδωρος Ασκητής (Α’ διερμηνέας του Ελληνικού Προξενείου) και συνεργαζόταν με την Επιτροπή Αμύνης και με τους προκρίτους για την καλύτερη διεξαγωγή του αγώνα. Ως μυστική κρύπτη για τα όπλα χρησιμοποιείτο το παρεκκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής.
Σημαντικές υπηρεσίες στον αγώνα πρόσφεραν: ο δάσκαλος Εμμανουήλ Νίκας, ο Νικόλαος Σιώκος, η Πολυξένη Ζωγράφου, ο Νικόλαος Σάντος, ο Απόστολος Κλέπκος (μικρός καθώς ήταν μετέφερε επιστολές και δυναμίτιδα), ο Δημήτριος Λουκάς ή Μελάς, ο Σωτήριος Κλέπκος, ο Δημήτριος Χατζησωτηρίου, ο Χρήστος Νικολαΐδης, ο Κωνσταντίνος Χατζηευαγγέλου και πολλοί άλλοι.
Στην Ξυλόπολη οι πρόκριτοι Κωνσταντίνος Χαριζάνης, Σωτήριος Χαριζάνης, Άγγελος Κιουτσούκης και Αμπάκος Στοϊμάνου περιέρχονταν τα σπίτια και ενθάρρυναν τους κατοίκους να εμμένουν με καρτερία και πίστη στα Ελληνοχριστιανικά ιδεώδη και να μη φοβούνται τις Βουλγαρικές θηριωδίες, που γίνονταν με την ανοχή των Τούρκων.
Η επιτροπή Αμύνης ανέπτυξε εξαιρετική εθνική δραστηριότητα. Ο Ηλίας Πάσχος, ο Γεώργιος Μόσχος, ο Δημήτριος Χάιδας, ο δάσκαλος Αθανάσιος Πάσχος και πολλοί άλλοι πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στον Μακεδονικό Αγώνα. Στην περιοχή της Ξυλόπολης έδρασαν τα Ελληνικά Σώματα του καπετάν Κόρακα, του Κατσαντώνη, του καπετάν Ματαπά και του καπετάν Γιάννη Ράμναλη. Ολόκληρη η περιφέρεια της Ιεράς Μητροπόλεως Λαγκαδά, Λητής και Ρεντίνης ήταν διάσπαρτη από αγωνιστές, που πρόσφεραν μεγάλες υπηρεσίες στον Μακεδονικό Αγώνα με κίνδυνο της ζωής τους. Ενδεικτικά αναφέρονται οι παρακάτω:
Στην Άσσηρο ο Απόστολος Γεωργακούδης, ο Φώτιος Ντάβας και ο Χρήστος Τσούλης. Στο Βερτίσκο ο Γεώργιος Αποστόλου, ο Άγγελος Γεωργίου, ο ιερεύς Αθανάσιος Ντάκος, ο Αστέριος Δημητρίου, ο Παναγιώτης Θεοδοσίου, ο Γεώργιος Ντάκου, ο Γεώργιος Παπασκουλάκου και ο Στέργιος Παπαγεωργίου. Στα Λαγυνά ο Νικόλαος Γεργάκης, ο Δημήτριος Ζαχαρούδης, ο Στέργιος Αντωνίου, ο Γεώργιος Γεωντζής και ο Χρήστος Ιωάννου. Στη Νικόπολη ο Κωνσταντίνος Μαυρουδής και ο Κωνσταντίνος Γιόφκας. Στην Όσσα ο Στογιάννης Αλτίκης, ο Γεώργιος Γρύλλιος, ο Ιωάννης Ουζούνης, ο Γεώργιος Καραγιάννης ή Αρίμης, ο Πέτρος Μποσκούψιος και ο Δημήτριος Γεωργιάδης. Στον Προφήτη ο Ευάγγελος Ζερβός, ο Απόστολος Σπύρου και ο Πασχάλης Τσουκαλάς. Και στη Ρεντίνα ο Κωνσταντίνος Καραγιάννης.
Πηγή: impantokratoros.gr