Η σύλληψη της ιδέας για την δημιουργία μιας τηλεοπτικής σειράς που θα απέδιδε με πιστότητα την ζωή του Ιησού σύμφωνα με τα τέσσερα Ευαγγέλια άνηκε στον Πάπα Παύλο τον 6ο.
Συγκεκριμένα ο Ουκρανός παραγωγός Lew Grade είχε επισκεφτεί τον Πάπα ο οποίος τον συνεχάρη για την ταινία του “Μωυσής” και τον ώθησε να δημιουργήσει μια τηλεοπτική σειρά με θέμα την ζωή του Ιησού.
Ο Grade είδε θετικά την ιδέα και αποφάσισε να αναθέσει την σκηνοθεσία στον Φράνκο Τζεφιρέλι έναν σημαντικό σκηνοθέτη της εποχής εκείνης, πασίγνωστο για τις μεταφορές των έργων του Σαίξπηρ.
Ο Τζεφιρέλι ήταν και πιστός Χριστιανός Καθολικός, ενώ γνώριζε και προσωπικά τον Πάπα από την εποχή που ο τελευταίος ήταν Αρχιεπίσκοπος του Μιλάνου και επισκεπτόταν το Λύκειο που φοιτούσε ο σκηνοθέτης.
Αρχικώς ο Τζεφιρέλι αρνήθηκε να σκηνοθετήσει την σειρά, αλλά ο Grade επέμεινε και τελικά τον έπεισε τα Χριστούγεννα του 1973.
Ο Τζεφιρέλι αποφάσισε να φτιάξει μια σειρά για την ζωή του Ιησού η οποία θα γινόταν οικουμενικώς αποδεκτή από όλα τα χριστιανικά δόγματα, ενώ σκοπός ήταν να γίνει ανεκτή ακόμη και από όσους δεν θρησκεύονταν. Επίσης ένας άλλος σκοπός της σειράς θα ήταν να απαλύνει την κατηγορία εις βάρος των Εβραίων ότι δολοφόνησαν τον Ιησού.
Για να εξασφαλίσει την ακρίβεια και την πιστότητα της σειράς ο Τζεφιρέλι χρησιμοποίησε τις συμβουλές ειδικών από το Βατικανό και το Κολέγιο των Ραβίνων στο Λονδίνο. Το σενάριο και η συναρμολόγηση της πλοκής από τις ιστορίες των τεσσάρων ευαγγελίων με χρονολογική σειρά ανατέθηκε στον ικανό Άγγλο σεναριογράφο Anthony Burgess (συγγραφέας του πετυχημένου βιβλίου “κουρδιστό πορτοκάλι”). Πολλοί διάλογοι στην σειρά είναι αυτούσιοι από τα Ευαγγέλια, ενώ πολλές φράσεις που χρησιμοποιούνται απαγγέλλονται στα Αραμαϊκά. Ο Burgess χρησιμοποίησε περισσότερο το ευαγγέλιο του Ιωάννη, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις έλαβε μερικές μικρές πρωτοβουλίες για να βοηθήσει την δραματοποίηση της ιστορίας, χωρίς όμως αυτές να είναι σημαντικές η να κάνουν εντύπωση στο τελικό σύνολο που προκύπτει.
Η επιλογή του ηθοποιού για τον ρόλο του Ιησού αποτελούσε αναμφίβολα τον σημαντικότερο παράγοντα επιτυχίας της σειράς και είναι αυτή που απασχόλησε περισσότερο τους παραγωγούς. Αρχικά οι παραγωγοί σκέφτηκαν να δώσουν τον ρόλο σε έναν σημαντικό Αμερικάνο ηθοποιό ώστε η σειρά να γίνει εμπορικότερο. Οι δύο κύριοι υποψήφιοι ήταν ο Dustin Hoffman και ο Al Pacino.
Ο Τζεφιρέλι και ο Μπέρτζες είχαν τον φόβο πως η εμφάνιση τους δεν ταίριαζε με την αντίληψη που είχε το Αμερικάνικο κοινό για την όψη του Ιησού. Ενώ υπήρχε ο προβληματισμός αυτός, ο Robert Powell ήδη είχε κάνει κάποια δοκιμαστικά για τον ρόλο του Ιούδα Ισκαριώτη. Όταν είδε τα δοκιμαστικά αυτά ο Τζεφιρέλι αναρωτήθηκε: “Αν ο Ιούδας έχει τόσο εκφραστικά μάτια, του Ιησού πως πρέπει να είναι;” Όταν τελικώς επιλέχθηκε ο Powell και αυτό δημοσιοποιήθηκε, δημιουργήθηκε πρόβλημα καθώς κατηγορήθηκε από θρησκευτικές οργανώσεις ότι ζούσε με την σύντροφο του μέσα στην ακολασία, ενώ σκόπευε να ενσαρκώσει τον Ιησού. Τελικώς ο Powell παντρεύτηκε την σύντροφο του λίγο πριν αρχίσουν τα γυρίσματα. Η επιλογή του Powell αποτέλεσε τελικώς και το βασικότερο ατού της ταινίας κατά γενική ομολογία. Ο -άγνωστος ως τότε- Powell ενσάρκωσε για πρώτη φορά έναν Ιησού με έμφαση στην δισυπόστατη φύση του. Ο Ιησούς του Powell είναι ανθρώπινος, αλλά αναδεύει και έναν θείο μυστηριακό χαρακτήρα σε μια αξιοθαύμαστη ισορροπία που γοητεύει και τον απαιτητικότερο θεατή. Επίσης τα χαρακτηριστικά του Powell ταιριάζουν και με την εικονογράφηση του Ιησού σε Καθολικές και Ορθόδοξες εκκλησίες, καθιστώντας τον τηλεοπτικό Ιησού απολύτως αποδεκτό και οικείο στον μέσο θεατή. Να σημειώσουμε ότι σε όλη την σειρά ο Powell ως Ιησούς δεν ανοιγοκλείνει τα μάτια του ούτε μια φορά. Αυτό ήταν μια επιλογή του Τζεφιρέλι που ήθελε ο θεατής να έχει μια διεισδυτική επαφή με το πρόσωπο του Ιησού. Ο Powell είναι τόσο πειστικός , ώστε κάποιοι θεατές στις εντυπώσεις τους από την ταινία να γράψουν ότι ίσως είχε θεία έμπνευση ενώ έπαιζε τον ρόλο. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι μετά από αυτόν τον ρόλο ο Powell δεν κατάφερε να επανεμφανιστεί επιτυχημένα σε οτιδήποτε και αν προσπάθησε ειδικά στο Hollywood. Ήταν ο ρόλος της καριέρας του και πιθανά της ζωής του. Ο ίδιος δήλωσε μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων:
«Όταν κλήθηκα να υποδυθώ τον Ιησού, ήμουν 31 ετών και ομολογώ ότι μέχρι τότε δεν είχα κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θρησκεία και καμία απολύτως γνώμη για τον Χριστό. Ύστερα από 9 μήνες γυρισμάτων σε επιβλητικά τοπία του Μαρόκου και της Τυνησίας, μπορώ να πω ότι πραγματικά πιστεύω στον Ιησού, ακόμη και αν δεν πηγαίνω τακτικά στην εκκλησία. Στη σκηνή της Σταύρωσης, ήμουν λίγο νευρικός, ίσως και από την εξάντληση που ένιωθα, ύστερα από τη δίαιτα 12 ημερών που είχα επιβάλλει στον εαυτό μου πριν από το γύρισμα, για να φαίνομαι όσο πιο «ρεαλιστικός» μπορούσα. Κάποια στιγμή κοιτάζοντας στον καθρέφτη αναγνώρισα στο είδωλό μου τον Ιησού. Μου φάνηκε ότι είδα την εικόνα που έχει ο καθένας από εμάς γι΄ Αυτόν, όταν προσπαθούμε να Τον φανταστούμε. Την εικόνα που έχω συγκρατήσει από παιδί. Πραγματικά ελπίζω στο μνημόσυνό μου, να με θυμούνται και να με αποκαλούν όλοι ως «τον άνθρωπο που υποδύθηκε τον Ιησού».
Προβληματική υπήρξε και η επιλογή της Barbara Hesey για τον ρόλο της Παναγίας και αυτό γιατί η Hesey λόγω των Καυκάσιων χαρακτηριστικών της δεν παραπέμπει σε γυναίκα της Ανατολής.
Από Ελληνικής πλευράς ενδιαφέρον παρουσιάζει η πετυχημένη παρουσία του Γιώργου Βογιατζή στον ρόλο του Ιωσήφ. Γενικώς το cast της ταινίας αποτελείτο από τα μεγαλύτερα ονόματα της 7ης τέχνης
εκείνη την εποχή (Peter Ustinof, Anthony Quinn, Rod Steiger, James Mason, Laurence Olivier, Christofer Plummer, Ernest Borgnine, Ian Holm κτλ). Κατά κανόνα, όταν τόσο μεγάλοι ηθοποιοί παίζουν ταυτόχρονα το αποτέλεσμα δεν είναι ισορροπημένο, καθώς κάποιοι λόγω του ταλέντου τους και της πληθωρικής τους παρουσίας πετυχαίνουν να αναδείξουν περισσότερο από το επιθυμητό, τον χαρακτήρα που υποδύονται. Αυτό όμως ομολογουμένως δεν συνέβη στον “Ιησού από την Ναζαρέτ”. Η παρουσία των μεγάλων ονομάτων είναι εντελώς ισορροπημένη και σε κανένα σημείο δεν επισκιάζουν την εμβληματική παρουσία του Powell ως Ιησού.
Αναμφίβολα το εξαιρετικό αισθητικό αποτέλεσμα της σειράς οφείλεται στην φωτογραφία, στα χρώματα και στην σκηνογραφία που δημιουργούν μια ατμόσφαιρα στην κυριολεξία βιβλική. Τα κοστούμια, τα πρόσωπα, τα σκηνικά είναι ιδιαίτερα ρεαλιστικά και δουλεμένα και στην μικρότερη τους λεπτομέρεια.
Η σκηνή της ανάστασης του Λαζάρου θεωρείται από πολλούς κριτικούς μια από της κορυφαίες της 7ης Τέχνης όλων των εποχών.
Πάντως έχω την εντύπωση πως το σημαντικότερο συστατικό της ταινίας ίσως είναι ότι όλοι οι συντελεστές της (σκηνοθέτης, σεναριογράφοι, ηθοποιοί) φαίνεται ότι πιστεύουν αληθινά στον Χριστό. Ενώ οι ηθοποιοί είναι μεγάλα ονόματα και η όλη παραγωγή είναι ακριβή, αποπνέεται ένα γνήσιο συναίσθημα ταπεινότητας και χριστιανοσύνης, το οποίο θα ήταν αδύνατο να είναι μόνο αποτέλεσμα επαγγελματισμού.
Τα γυρίσματα της σειράς ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 1975 και ολοκληρώθηκαν τον Μάιο του 1976 και έγιναν στο Μαρόκο και την Τυνησία. Οι σκηνές των συναγωγών τραβήχτηκαν στο νησί Djerba, ενώ οι σκηνές της Ιερουσαλήμ τραβήχτηκαν στην Μαροκινή πόλη Μοναστήρι (το όνομα της πόλης παραμένει Ελληνικό μέχρι και σήμερα). Λόγω των φτωχών Αγγλικών κάποιων κομπάρσων που επιλέχθηκαν από τον ντόπιο πληθυσμό, όλες οι ομιλίες τους ηχογραφήθηκαν ξανά σε στούντιο. Η σειρά προβλήθηκε για πρώτη φορά από το Ιταλικό κανάλι RAI 1 στις 27 Μαρτίου 1977.
Ο Πάπας σε δημόσια ομιλία του επαίνεσε την εκπομπή και προέτρεψε τους πιστούς να την παρακολουθήσουν.
Η προβολή της σειράς έκανε πολύ μεγάλη επιτυχία τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Αμερική με τηλεθέαση που ξεπερνούσε το 50%.
Σύμφωνα με τοπικές έρευνες θεαματικότητας, στα αστικά κέντρα που υπήρχαν πολλά νοικοκυριά με τηλεόραση την εποχή εκείνη, η τηλεθέαση της σειράς ξεπερνούσε το 84%. Μόνο στην Αμερική. υπολογίζεται ότι το παρακολούθησαν πάνω από 90 εκατομμύρια τηλεθεατές, ενώ στην Αγγλία πάνω από 21 εκατομμύρια.
Το κόστος παραγωγής της σειράς υπήρξε πολύ υψηλό (όπως είναι και λογικό άλλωστε), κάπου ανάμεσα στα 12 και στα 18 εκατομμύρια δολάρια.
Η επιτυχία της όμως υπήρξε χωρίς προηγούμενο για τα δεδομένα της τηλεόρασης, με τον Lew Grade να σημειώνει στην αυτοβιογραφία του πως η σειρά απέφερε καθαρό κέρδος 30 εκατομμύρια δολάρια.
(για την συναρμολόγηση και μόνο) Ι. Β. Δ.