Μερόνυχτα στο “Όρος οι αναμνήσεις μου ” Έτος 1958 «Στη Μονή των Ιβήρων» Νίκος Φωτάκης
26 Μαΐου 2013
Το Μοναστήρι των Ιβήρων είναι τρία τέταρτα της ώρας από τις Καρυές. Κατήφορος μέσα από το δάσος, πού απλώνεται σε ένα ατέλειωτο πράσινο παρασόλι, σχεδόν ως την είσοδο του Μοναστηρίου. Οι πανύψηλες άσπρες κολώνες του κρατούν αγέρωχα ένα μακρύ μπαλκόνι, χάσκοντας στο μάκρος του τοίχου, πού αρχίζει λίγο πιο πάνω από το γιαλό, και τελειώνει εκεί πού φουντώνουν οι πράσινοι λόφοι, με τελευταία γραμμή τους τον χιονισμένο τόνο του Άθωνα.
Ό Πορτάρης, ένας μελαψός και αδύνατος καλόγηρος, όλο γέλιο, και με κοσμικό αέρα στις
κινήσεις του, με υποδέχεται παίρνει το διαμονητήριό μου και με πάει στο Αρχονταρίκι. Ό Άρχοντάρης, εύσωμος και χλωμός, με βολεύει στο δωμάτιο μου, μου φέρνει καφέ, γλυκό και ρακί. Στην αυλή, πού αφήνει το τετράγωνο κάστρο με τις καβίες των Μοναχών, ένας πανάρχαιος πύργος, γκρίζος με τα μεγάλα ρήγματα του, ορθώνεται σαν πληγωμένος από το χρόνο.
Αντίκρυ στην εκκλησία, πού φουντώνει κατακόκκινο με τούς καπλαντισμένους, από μολύβι τοίχους, είναι το καμπαναριό, ψηλότερο από όλα.
Παντού ακινησία. Ό ίδιος ρυθμός της θλιμμένης σιγής. Ή μόνη παρουσία ζωής είναι δυο γάτοι, πού κυνηγούν ό ένας τον άλλο σε μια κληματαριά.
Οι πατέρες την ώρα αύτη κοιμούνται ή κάνουν τις δουλειές του σπιτιού των, γιατί το Μοναστήρι αυτό είναι ιδιόρρυθμο και ο καθένας ζει μόνος του, ή με τους υποτακτικούς του.
Τα χαγιάτια των κελιών και οι χτιστές κάμαρες είναι αφάνταστα γραφικά, καθώς και οι Σταυροί πού φυτρώνουν ολόγυρα σε κάθε γωνιά και σε κάθε στέγη. Όμως δεν ξέρω για ποιους λόγους την ώρα αύτη δεν με υποβάλλουν διόλου, αν και έχουν όλο εκείνο τον τόνο, πού φέρνει τον καθένα στη κατάνυξη.
Το συμπλήρωμα της όλης γραφικότητας είναι τα κύματα των ήχων, πού κατεβαίνουν από το ψηλό καμπαναριό, για να ξετυλιχτούν, σε ωραιότατες μελωδίες, πού μονάχα στο Ίβηρίτικο Μοναστήρι τις απολαμβάνει κανείς.
Το μεσημέρι με σερβίρουν στο Αρχονταρίκι, μικρά ψαράκια τηγανισμένα και Σαλάτα. Ό Άρχοντάρης, γεμίζει το ποτήρι μου κρασί κάθε φορά πού το αδειάζω, και μου διηγείται τη ζωή του. Ήταν στο Σουδάν. Πήγε στα Ιεροσόλυμα. Και τώρα βρίσκεται στο Όρος. Ή αφήγηση του θυμίζει κακοβαλμένο σενάριο αμερικανικής ταινίας. Γιατί λείπει ό βαθύς λόγος πού δίνει νόημα και βάθος και στην πιο απλή περιπέτεια. Ώς τόσο παρακολουθώ την ιστορία του, πίνοντας γουλιά γουλιά το κρασί μου, και προσπαθώντας να βυθομετρήσω τη ψυχή του. Φαίνεται αγαθός. ή δέ χλομάδα τού προσώπου του τον κάμνει πιο συμπαθητικό.
Μετά τον απογευματινό καφέ πάω να ζωγραφίσω. Οι πατέρες, πού βγαίνουν τώρα από τον εσπερινό, όλοι τους κομμένοι στα ίδια χνάρια, με το ίδιο συρτό βάδισμα, πάνε για να περπατήσουν στην αμμουδιά. Πολλοί ρίχνουν και μια ματιά σε μένα για να δουν τί κάνω.
Κάποιος στέκεται και μου κουβεντιάζει. Είχε γνωρίσει και έναν άλλο ζωγράφο, και τούκανε τον γύρο του Όρους με τη βάρκα του. Όλα αυτά μου τα αραδιάζει σαν να πρόκειται για κανένα κοσμοϊστορικό γεγονός. Τον ρωτώ αν είναι βαρκάρης, και μου άπαντα πώς τώρα πια δεν είναι, γιατί τη βάρκα του τη χάρισε στη σκήτη, για να μνημονεύεται το όνομα του, και πώς ή βάρκα αυτή ήτανε ο μόνος πόρος της ζωής του. Είναι όμως πολύ ευχαριστημένος, αν και ζει με χόρτα, με ψωμί και καφέ. Γιατί πραγματικά στα ιδιόρρυθμα αυτά μοναστήρια υπάρχει ανισότητα.
Αν δεν έχει ό μοναχός αξίωμα ή καμιά δουλίτσα στο χέρι, θα πεθάνει της πείνας. Το Μοναστήρι δίνει πολύ λίγα πράγματα, άλλα ο συνομιλητής μου δεν μου λέει τίποτα από αυτά, γιατί πιστεύει πώς τα Μοναστήρια είναι οι τόποι της σωτηρίας των ανθρώπων.
Έπειτα με πήγε στην κάμαρα του για να ιδώ ένα εργόχειρο του. Ένα σκαλιστό πολεμικό βαπόρι. Κανόνια, ασύρματος, πληρώματα. Φαίνεται πολύ ευχαριστημένος γι’ αυτό. Και ζητάει τη γνώμη μου. Είναι πραγματικά ένα όμορφο μπιμπελό, και περιμένει νάρθουν Εγγλέζοι για να το πούληση. Προσπαθεί ως τόσο να με πείσει πώς το εργόχειρο αυτό είναι «οικονομία θεού», αφού χάρισε τη βάρκα του στη σκήτη, γιατί ως τότε δεν το ήξερε πως έχει μια τέτοια κλίση. Δεν θέλω να ταράξω την πίστη του, βλέπω πώς έχει ότι πρέπει να απόχτηση κανένας για να είναι δυνατός. «Μια πίστη». Άλλοι πιστεύουν στο Θεό, άλλοι στον εαυτό τους. Το ίδιο είναι να πιστεύεις σε κάτι. Αυτό είναι. Ό άνθρωπος αγωνίζεται, παλεύει για να απόκτηση μια πίστη, και, όταν την έχει, πολεμά και μάχεται να την κράτηση. Και είναι αλήθεια ή πιο όμορφη μάχη εκείνη πού δίνεται για την πίστη. Είναι ίνα ιδεώδες, ένα ιδανικό. Οι άνθρωποι πού ζουν χωρίς ιδανικό, και δίχως «ίση δεν ζουν. Συμφωνώ λοιπόν μαζί του, αν και δεν νοιώθω τίποτα από μεταφυσική.
Το δωμάτιο του εξοχικό, μια στρωματσάδα κάτω, ένα τραπέζι κι’ ένα τζάκι. Το μπαλκόνι, πού δείχνει προς το δάσος, είναι σπασμένο, άχρηστο.
Το βράδυ στο δείπνο, μου κράτησε συντροφιά ό επίτροπος, περιποιητικότατος και ομιλητικός. Μαζί με τα άλλα μου διηγείται και ένα θαύμα της Παναγίας, της «Πορταΐτισσας», όπως τη λένε. Στο εικονοστάσι μιας γυναίκας στη Νίκαια ήταν ή Παναγία ή Πορταΐτισσα. Όνείρεψε λοιπόν έναν καλόγηρο να την πάρει μέσα από τη θάλασσα περπατώντας απάνω στο νερό.
Κατέβηκε μεγάλη λιτανεία. Ό καλόγηρος περπάτησε πάνω στη θάλασσα ως εκεί πού ήτανε το εικόνισμα όρθιος στην επιφάνεια. Το πήρε στην αγκαλιά του με θρήνους, και το πήγε χαζή με τη λιτανεία στο Μοναστήρι. Κάνανε παράκληση πλάι στην πόρτα, και το εικόνισμα από τότε έγινε ό μόνος φύλακας του Μοναστηριού. Σαν να πούμε επίτιμος Πορτάρης, γιατί και κλειδιά έχει ή πόρτα και με την δύσι του ηλίου κλείνει, κι’ αμπαρώνεται, όπως όλες οι πόρτες των άλλων Μοναστηριών. Κάποτε όμως το εικόνισμα αυτό θα ξαναφύγει, συνεχίζει ό γέροντας επίτροπος, και στο δρόμο τα δέντρα θα λυγίσουν ως τη γ ή στο πέρασμα της να το προσκυνήσουν. Και ή κορυφή του Άθωνα, θα χαμηλώσει κι’ αυτή. Το ύφος του έχει κάτι σαν αυτοπεποίθηση. Είναι το ίδιο ύφος πού θα μεταχειριζόμαστε για κάτι πού το είδαμε κι’ εμείς.
Και ύστερα το θέμα αλλάζει. Το καινούριο ημερολόγιο, το ξύρισμα των ανδρών, και το κούρεμα της γυναίκας, είναι τα τρομερά αμαρτήματα της Κοινωνίας, πού οι άγιοι πατέρες δεν θα συγχωρήσουν ποτέ. Και πάντα ξεχωρίζουνε τον εαυτό τους με ένα ιδιωτισμό «εσείς στον Κόσμο», λένε, εκείνοι δηλαδή «οι έκτος Κόσμου». Ή φράση αύτη ή τόσο συνηθισμένη έδώ στο Όρος από ορισμένα στόματα, δημιουργεί κάποια συγκίνηση και κάποια ρομαντική διάθεση, τουλάχιστο γι’ αυτόν πού ακούει. Κι’ όταν ακόμα λένε «τί νέα από τον Κόσμο», σε πολλών τα μάτια ξεχωρίζετε την ψυχική φθορά πού φέρνει πάντα ή ανία της ζωής.
Στην Ιβηρική σκήτη πού είναι μια ώρα ψηλότερα από το Μοναστήρι υπάρχει και ζωγραφική. Επισκέπτομαι ένα σπουδαίο αγιογραφικό εργαστήρι, ό γέροντας του όποιου δεν είναι σε τίποτα άλλο γέροντας παρά μονάχα στον τίτλο, στα άσπρα μαλλιά και στα άσπρα γένια, πού πλαισιώνουν το ζωηρότατο και χαρωπό πρόσωπο του. Είναι πολύ ευχάριστο και αποτελεί κάτι σαν εξαίρεση έδώ πάνω, ένα γεροντικό πρόσωπο πού ακτινοβολεί νεανική δραστηριότητα και χαρά. Μέσα στην υποβλητική κατά τα άλλα ατμόσφαιρα των Μοναστηριών ή νότα αύτη δημιουργεί κάποια αισιοδοξία και μειώνει την εντύπωση ότι όλα έδώ ευρίσκονται ή πρέπει να ευρίσκονται σε μια κατάσταση φθοράς.
Προσηνέστατος και περιποιητικός ό γέροντας αγιογράφος διαρκώς τρέχει και μας περιποιείται, άλλα και διαρκώς ζητάει συγγνώμη για τις ελλείψεις. Όμως προς Θεού, τί ελλείψεις; Έκτος από κρέας ότι άλλο θέλει ή ψυχή μας. Ένα μαρμαρένιο μεγάλο τραπέζι, με γαργαλιστική ποικιλία φαγητών, με τη φροντίδα του Διάκου και του νεαρού δοκίμου, πού συμπληρώνουνε τη συνοδεία του σπιτιού.
Πριν καθίσουμε, ό Διάκος κάνει προσευχή κι’ ό γέροντας ευλογεί την πόσιν και την βρώσιν. Σ’ όλο αυτό το διάστημα είμαι λίγο ανήσυχος και προσέχω πώς να κάνω το σταυρό μου κανονικότερα, σαν μαθητής σχολείου, πού δεν είναι και τόσο βέβαιος, αν ξέρη καλά το μάθημα του.
Το βράδυ στο Μοναστήρι κάνω και μια άλλη επίσκεψι στο διαμέρισμα ενός Μοναχού ζωγράφου. Σηκώνεται και κουμπώνει βιαστικά το ζωστικό του για να με υποδεχθεί. Πολύ νέος, ευγενής και συμπαθητικός. Μια μικρή σάλα καλοβαλμένη. Όλα δείχνουν ένα καλαισθητικό γούστο. Μαξιλάρια στον καναπέ καλοβαλμένα. Τραπεζάκι με διάφορα μπιμπελό, λίγα κάδρα στους τοίχους, και το κρεβάτι του βρίσκεται στο βάθος πίσω από κλαδωτές κουρτίνες,, μισοτραβηγμένες, όσο για να φαίνεται ή εξαίσια δαντέλα τού σεντονιού.
Σε μια γωνιά ένα μεγάλο βάζο με άσπρους κρίνους, πού γιομίζουν το δωμάτιο με θαυμάσιο άρωμα. Έδώ έχεις την αίσθηση του πολιτισμού. Στην τοποθέτηση όλων των πραγμάτων υπάρχει κάτι πολύ ευγενικό και εκλεπτυσμένο. ‘Υπάρχει ακόμα μια ζωή, ζωή πού δεν ξέκοψε ακόμα από τις συνήθειες τού Κόσμου, και ή οποία θέλει να εκφράζεται ακόμα με μια προσεχτική επίπλωση, με μπιμπελό, με άρωμα λουλουδιών και με λογικευμένη συζήτησι.
Σκέπτομαι. . . γιατί άραγε ή παρουσία τούτη τού πολιτισμού να μη βρίσκεται παντού, αλλά να αντικρίζεις μια σκληρότητα, πού δήθεν ευθυγραμμίζεται με την αποστολή των μοναχών; άλλο λιτότητα και φτώχια, και άλλο ηθελημένη εγκατάλειψη εδώ δεν υπάρχει πλούτος, μα χαίρεσαι την τάξη και το νοικοκυριό. Το κέρασμα ήταν κουραμπιέδες και μάλιστα ζεστοί ακόμα. Μου λέει πως χρειάζεται εξήντα οκάδες ζάχαρη το χρόνο. «Είναι βλέπετε Χιώτης και ξέρει από γλυκά» συμπληρώνει ύ σύντροφος του πού συγκατοικούν. Καλόγηρος νέος κι’ αυτός με αραιό υπόξανθο γένι.
Την όμορφη αυτή ατμόσφαιρα, διαταράσσει άλλος καλόγηρος πού έρχεται έξαλλος κι’ αρχίζει φέρνοντας νέα, πώς έφθασαν τριάντα μαθητές του Γυμνασίου Θεσσαλονίκης, και γυμνώθηκαν στην παραλία για να πλυθούν. . .
Ακούς εκεί, έδώ είναι μοναστήρια και δεν επιτρέπονται άσεμνοι επιδείξεις.
Ευτυχώς δεν κράτησε και πολύ ή οργή του νεοφερμένου Καλογήρου. Καλμάρισε γρήγορα και στρώθηκε κι’ αυτός στο κουβεντολόι μέχρι πολύ αργά, όποτε αποχώρησα με εκδηλώσεις ευχαριστίας για τη θερμή φιλοξενία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΝΙΚΟΥ ΦΩΤΑΚΗ, ΜΕΡΟΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΌΡΟΣ.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1959