Μερόνυχτα στο “Όρος οι αναμνήσεις μου” Έτος 1958 «Στη Μονή Ξηροποτάμου» Νίκος Φωτάκης.
23 Μαΐου 2013
ΝΙΚΟΣ ΦΩΤΑΚΗΣ.
Ξανάρχομαι, στη Δάφνη για να πάρω το δρόμο για τη Μονή Ξηροποτάμου. Σαν να παραξενεύουμε από βλέπω εδώ στη Δάφνη κίνηση. Γίνομαι κοινωνικότερος. Κερνώ τον παλιό μου αγωγιάτη, πού κάθεται στο καφενείο, συζητώ με τον Ενωμοτάρχη διατεθειμένος να μη τελειώσω ποτέ. Δοκιμάζω ένα αίσθημα λυτρωμού. Βλέπω ανθρώπους, πού κινούνται πάνω κάτω. Φωνάζουν. Ασχολούνται σε κάτι. Αισθάνομαι τον εαυτό μου κοντά στη ζωή.
Πριν βασιλέψει ο ήλιος, παίρνω το δρόμο για το Ξηροποτάμου. Ό Ενωμοτάρχης, πού με συνοδεύει ως πιο πάνω, γελάει λέγοντας με πώς είναι αναστατωμένοι οι Μονάχοι με κάτι Ναρκίσσου ς, πού φύτρωσαν στη παραλία. Που είναι οι Νάρκισσοι αυτοί; Νάτους. Τρεις Γερμανοί γυμνοκράτες ντυμένοι με το ρόδινο χρώμα της επιδερμίδας των. Ό ένας σκύφτει και φυσάει τα ξύλα πού μαγειρεύουν και οι άλλοι κάνουν ασκήσεις στην αμμουδιά. Είναι φοιτητές, πού περιμένουν κάποιους άλλους για να γυρίσουν όλοι μαζί το Όρος.
Τη στιγμή πού φθάνω στο μεγάλο αυλόγυρο του Μοναστηρίου χτυπάει με το κόπανο τη καπλαντισμένη από σίδερο πόρτα. Αυτό σήμαινε πώς έκλεινε. Στο αρχονταρίκι με υποδέχεται κάποιος δόκιμος με κοντό γένι και με γυαλιά.
Οι τρόποι του είναι τελείως κοσμικοί. Δείπνησα κάτι πρόχειρο. «Το βρισκόμενο» μου είπε ο άγιος άρχοντάρης, ένας ψηλόσωμος και χονδρός ρασοφόρος. Ό Δόκιμος με συντροφεύει αρκετά. Ζούσε στην Αθήνα, μα πώς και γιατί βρίσκεται στο Όρος ούτε μου είπε, ούτε και τόλμησα να τον ρωτήσω.
Πολύ πρόθυμα και φιλικά φροντίζει για όλα. Με διευκολύνει στο τηλέφωνο, πού κάτι θέλω να ρωτήσω στις Καρυές. Λέει στον Προηγούμενο πώς θέλω να επισκεφθώ τη Βιβλιοθήκη και στον Εκκλησιαστή πώς θέλω να ζωγραφίσω την Εκκλησία.
Ό Προηγούμενος είναι μια αναμφισβήτητη άξιος και ως αγιορείτης και ως άνθρωπος. Μάλλον κοντός και εύσωμος, με γαλανά μικρά και ανήσυχα μάτια και με πολύ μικρά χέρια. υπερασπίζεται όλες τις μεγάλες υποθέσεις του Όρους, έχει συγγράψει μια εξαίσια ιστορία της Μονής, με όλα τα ντοκουμέντα και τις ακρίβειες. Μιλούμε ακούραστα για πολλά πράγματα.
Φαίνεται πώς στο βάθος είναι ένας φανατικός καλόγηρος, όλο δράσι και ορμητικότητα. Έχει δικαιωματικά όλους τούς θησαυρούς στα χέρια του, υλικούς και πνευματικούς. Στη βιβλιοθήκη βρίσκεται μια εικόνα ιταλικής τέχνης, ο άγιος Ιωάννης, πού αποδίδεται στον Μιχαήλ Άγγελο. Πάνε πολλά χρόνια πού την έφερε ένας πλούσιος Ξηροποταμιανος από τη Βιέννη. Χωρίς αντίρρηση, είναι πράγματι ένα πρώτης τάξεως έργο, της Σχολής Μιχαήλ Αγγέλου. Ό Μιλέ υποθέτει πώς είναι γνήσιος. Όμως απλώς το υποθέτει. Ή τάξη της βιβλιοθήκης είναι υποδειγματική, και μαθηματική. Το Ξηροποτάμι έχει τα πιο μεγάλα Κομμάτια από το Τίμιο ξύλο. Το μεγαλύτερο δεν βγαίνει ποτέ από το Μοναστήρι.
Είναι όλα κλεισμένα σε πολύτιμες πλάκες χρυσού με παραμυθένια σμαράγδια, και διαμάντια. Το Τίμιο είναι δώρο του αυτοκράτορας Ρωμανού μαζί με τα ανεκτίμητα καλύμματα. Ένα Τετραβάγγελο του Θ αιώνος χειρογραμμένο πάνω σε λεπτότατη περγαμηνή συμπληρώνει με τόσα άλλα το θησαυρό του ιερού. Ό κτήτορας του Μοναστηριού είναι Τούρκος. Ό παπάς όμως τον μνημονεύει κρυφά, μέσα στο ιερό και όχι σαν τούς άλλους εύεργέτας μεγαλόφωνα. Γιατί αυτό; Στην Εκκλησία του Χριστού όλοι είναι δεκτοί. Στο σαλόνι του έχουν μια μικρή φωτογραφία εκεί σε μια γωνιά. Είναι πάνω στο άλογο του με ένα μεγάλο άσπρο σαρίκι στο κεφάλι.
Το Μοναστήρι αυτό είναι ιδιόρρυθμο. Οι πατέρες καλοζούν και είναι μεταξύ των αγαπημένοι. Άλλα τα παρασκήνια δεν τα ξέρει κανείς.
Πολλοί μιλούν με θυμό για κείνους πού γράφουν εναντίον του Όρους. Και έρχεται στη μέση ή Μαρί Σουαζί πού κατάντησε ο κακός δαίμων όλου του Όρους. Οι Καλόγηροι την καταριούνται με ένα στόμα. Τη λένε παλιογύναικα και δεν παραδέχονται πώς πάτησε το πόδι της στα χώματα του Όρους.
— Μα πώς, λέω. Το βιβλίο της για το Όρος έχει μπροστά τη φωτογραφία του Διαμονητήριου με τη σφραγίδα της ιεράς
Κοινότητος. Αναφέρει μάλιστα και πολλές συνταγές μαγειρικής, πού της έδωσαν οι Καλόγηροι.
Ένας γέροντας Αρχιμανδρίτης, που μονάζει από χρόνια έδώ γελάει με ένα εξαίσιο γέλοιο, χαϊδεύοντας τα γένια του. Είναι πάρα πολύ περιποιημένος και αξιοπρεπής. Το πρόσωπο του έχει μια λάμψη της υγείας και της αυτοϊκανοποίησης. Πηγαίνει μόνος στο κήπο, μαζεύει τα χορταρικά του και μαγειρεύει. Δεν έχει υποτακτικό και διασκεδάζει τη ζωή του πάντα με μικροασχολίες.
Το περίεργο ρολόι πού είναι πάνω στο καμπαναριό χτυπάει δώδεκα. Ώρα πού βασιλεύει ό ήλιος. Ένας τεράστιος αράπης με φουστανέλλα και με κόκκινο σκούφο κρατεί ένα ρόπαλο στο χέρι και χτυπάει τις ώρες πάνω σε μια καμπάνα. Μας ειδοποιούν για το φαΐ. Φαίνεται πώς έδώ ζουν πολύ λιτά, και, σου λένε πάντα, τα βρισκόμενα τους.
Έξω από την τραπεζαρία περνούν δύο νεαροί ρασοφόροι που συζητούν φωναχτά. Το μάτι μου παίρνει τις σιλουέτες τους. Ό ένας αδύνατος, και ο άλλος πολύ παχύς, με μαλλιά φουντωμένα. Μου είπαν πώς είναι μαθητές της Άθωνιάδος. Αχ! αυτή ή Άθωνιάς. Στέλνουμε εκεί τα Καλογεράκια μας ντροπαλά σαν κορίτσια και γυρίζουν ντερβίσηδες. Κύριε ελέησον. τί Καλόγεροι θα γίνουν; Να έλειπε και ή Άθωνιάδα και το καλό της. Κάθε μέρα με το κρέας τους και με τα γλυκά τους. Πού να νηστέψουν στο Μοναστήρι!
— Μα είναι παιδιά, λέω στον παραπονούμενο γέροντα, πρέπει να καλοτρώνε για να δυναμώσουν. . .
-— Μα μείς, βλογημένε, είμαστε Καλόγηροι, και ό Καλόγηρος πρέπει να πολεμήσει τη σάρκα. Ωστόσο είχε μαλακώσει ό γέροντας.
Τα νιάτα, ούτε ή νηστεία τα καταβάλλει, ούτε ή μοναξιά οπωσδήποτε κείνα θα μπορέσουν να βρουν μια διέξοδο. Θα ζητήσουν ικανοποίηση και στις μικρότερες ευκαιρίες ακόμα που τους χαρίζουν οι συνθήκες της ζωής τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΝΙΚΟΥ ΦΩΤΑΚΗ, ΜΕΡΟΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΌΡΟΣ.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1959